Μαρία Φαραντούρη – Η “Μαρία Κάλλας του λαού”
Επική και λυρική παράλληλα, η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη ταυτίστηκε με ορισμένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του 20ου αιώνα, που σημάδεψαν όχι μόνο τη μουσική, αλλά και την κοινωνικοπολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Όταν το επιβλητικό ταλέντο της Μαρίας Φαραντούρη συνάντησε τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες και ποιητές του 20ου αιώνα, δεν μπορούσε παρά να γεννηθεί μια νέα ιστορία για το ελληνικό τραγούδι, ιστορία αξεδιάλυτα πλεγμένη με εκείνη των κρίσιμων στιγμών της μετεμφυλιακής μας ιστορίας, από τις οποίες και η ίδια δεν ήταν απούσα, είτε καλλιτεχνικά, είτε με την πολιτική της δράση, όποτε εκείνη την επέλεξε.
Γεννημένη σαν σήμερα το 1947 στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, ενώ τα πρώτα της χρόνια σημαδεύτηκαν από τη μάστιγα των παιδιών της εποχής, την πολιομυελίτιδα, που μάλιστα την οδήγησε δυο φορές σε σανατόριο μακριά από τους γονείς της.
Η ενασχόλησή της με τη μουσική ξεκινά μέσω της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής, από τον οποίο ξεπήδησαν σπουδαίοι συνθέτες, όπως ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής και ο Διονύσης Σαββόπουλος, μεταξύ άλλων. Η Μαρία Φαραντούρη ξεχωρίζει με την κοντράλτο φωνή της και αναδεικνύεται γρήγορα σε σολίστ.
Σε ηλικία 16 ετών, σε μια παράσταση της χορωδίας ήταν παρών ο Μίκης Θεοδωράκης, που την άκουσε να ερμηνεύει τον «Καημό». Η στιχομυθία που ακολούθησε στα παρασκήνια έμελε να αποτελέσει την αρχή μιας από τις πιο γόνιμες συνεργασίες στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου:
“Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;”
“Το ξέρω”, απάντησε εκείνη και ήδη από τις καλοκαιρινές διακοπές εκείνης της χρονιάς μπαίνει στην ομάδα του Θεοδωράκη, πλάι στους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Ντόρα Γιαννακοπούλου και Σούλα Μπιρμπίλι, συνοδεύοντάς τους σε συναυλίες. Μέσα από το τραγούδι «Γελαστό παιδί», που έγινε σήμα κατατεθέν των πορειών ειρήνης προς τιμήν του δολοφονημένου Γρηγόρη Λαμπράκη, με τον οποίο εξάλλου συνδέθηκε το τραγούδι, η φωνή της Φαραντούρη άρχισε να γίνεται γνωστή σε όλη την Ελλάδα.
Η πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση έρχεται το 1965, με το τραγούδι «Κάποιος γιορτάζει» μαζί με το Λάκη Παππά, ενώ ακολουθεί τον επόμενο χρόνο το πρώτο της τραγούδι με το Μίκη Θεοδωράκη «Ματωμένη Φεγγάρι» σε στίχους Νίκου Γκάτσου, για την ταινία του Χαρίλαου Παπαδόπουλου «Το νησί της Αφροδίτης». Την ίδια χρονιά ηχογραφήθηκε και η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, ένα έργο σήμα κατατεθέν της Φαραντούρη που την κατέστησε γνωστή στα πέρατα του κόσμου. Ακολούθησαν τα «Έξι Τραγούδια» του Θεοδωράκη, που εκείνος αργότερα μετονόμασε «Κύκλο Φαραντούρη», επιφυλάσσοντάς της μια τιμή που δεν έκανε σε κανέναν και καμία από τους ερμηνευτές του.
Μαζί με την ομάδα γύρω από το Θεοδωράκη, η Φαραντούρη ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, ανάμεσά τους και η Μόσχα, όπου ο σπουδαίος συνθέτης Άραμ Χατσατουριάν της ζήτησε να παραμείνει στην ΕΣΣΔ για μουσικές σπουδές, με την ερμηνεύτρια να προτιμά την πορεία της στο πλευρό του Μίκη. Οι συναυλίες στη Σοβιετική Ένωση αποτυπώθηκαν σε ένα ιστορικό σήμερα βινύλιο. Λίγο πριν τη χούντα παρουσιάστηκε και το εμβληματικό έργο του Μάνου Λοΐζου και του Γιάννη Νεγρεπόντη «Τα νέγρικα» σε φοιτητικές συναυλίες, με τη Φαραντούρη σε πρώτο πλάνο, ο δίσκος ωστόσο κυκλοφόρησε στη μεταπολίτευση, το 1975.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών, με τη σύλληψη και εξορία του Θεοδωράκη και την απαγόρευση της μουσικής του ήταν ένα πλήγμα σε αυτό το πολιτιστικό κίνημα. Ο συνθέτης ειδοποίησε σε χαρτί μαστίχας πριν συλληφθεί τη Φαραντούρη να καταφύγει στο εξωτερικό, όπως κι έγινε.
Από το Παρίσι, όπου βρέθηκε συμμετείχε ενεργά στο κίνημα κατά της δικτατορίας, συμμετέχοντας αφιλοκερδώς σε συναυλίες ενίσχυσης όσων αντιστέκονταν στη χούντα σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ενώ παράλληλα ενδιαφέρθηκε και για το γυναικείο και οικολογικό κίνημα.
Χαρακτηριστικοί για την εμβέλεια της σε διεθνές επίπεδο ήταν οι τίτλοι που της απέδιδαν μεγάλες ξένες εφημερίδες: «Μαρία Κάλλας του λαού», «Τζοάν Μπαέζ της Μεσογείου», ενώ ο Γκάρντιαν είχε αποκαλέσει τη φωνή της «Δώρο των θεών του Ολύμπου».
Με το Θεοδωράκη το καλλιτεχνικό νήμα δεν κόπηκε εντελώς, καθώς εκείνος έβγαζε παράνομα στο εξωτερικό κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις των έργων του για φωνή και πιάνο. Η καλλιτέχνις φρόντιζε να βρίσκει μουσικούς για τις ενορχηστρώσεις και τα παρουσίαζε σε συναλίες, με τον Θεοδωράκη να ακούει κρυφά το αποτέλεσμα μέσω βραχέων σε μυστικό τρανζιζοστοράκι. Κάπως έτσι παρουσιάστηκε και η «Κατάσταση Πολιορκίας» στο Randhouse του Λονδίνου.
Τη εποχή της δικτατορίας θα γνωριστεί και με το μετέπειτα σύζυγό της και πατέρα του γιου της, Τηλέμαχο Χυτήρη, αργότερα στέλεχος και υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με το Μάνο Χατζιδάκη, που τότε εργαζόταν πάνω στην «Εποχή της Μελισσάνθης», στο οποίο η ίδια ερμήνευσε κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια, όταν ηχογραφήθηκε ο δίσκος χρόνια αργότερα.
Στο Χατζηδάκη οφείλει και τη 48ωρη άδεια που τις έδωσαν οι χουντικές αρχές για την κηδεία του πατέρα της. Μετά την απελευθέρωση του Μ. Θεοδωράκη από τη χούντα κατόπιν πολυετούς διεθνούς πίεσης, η Φαραντούρη το συνόδευσε σε μια σειρά θρυλικών αντιδικτατορικών συναυλιών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Παράλληλα κάνει και άλλες συνεργασίες, που κυκλοφορούν κρυφά στην Ελλάδα, όπως η «Μεγάλη Αγρύπνια» της νεαρής τότε Ελένης Καραΐνδρου σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Συνεργάζεται επίσης με τον διάσημο κιθαρίστα Τζον Γουίλιαμς στο Romancero Gitano του Λόρκα, πάντα σε μουσική του Θεοδωράκη.
Μετά τη Χούντα, ο συνθέτης και η ερμηνεύτρια γυρίζουν στην Ελλάδα, όπου τους επιφυλάσσεται συγκλονιστική υποδοχή μετά από 7 χρόνια απουσίας. Η δίψα του κοινού για τα τραγούδια τους πιστοποιείται από τις τεράστιες συναυλίες αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, όπως στο στάδιο Καραϊσκάκη, όπου η παρουσία της Φαραντούρη αποτυπώνεται και σε σκηνές από το γνωστό ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου, «Τα τραγούδια της φωτιάς».
Το Σεπτέμβρη του 1974 ηχογραφείται το Κάντο Χενεράλ, με την ίδια και τον Πέτρο Πανδή στην ερμηνεία, ενώ λίγα χρόνια πριν είχαν την ευκαιρία να προβάρουν μπροστά στον ίδιο το Νερούδα. Σημαντική ήταν και η παρουσίαση του έργου αυτού μπροστά στο Φιντέλ Κάστρο σε επίσκεψη της μαζί με τους Πανδή και Θεοδωράκη στην Αβάνα το 1981.
Η Φαραντούρη συνεχίζει τη δημιουργική της πορεία τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, συνεργαζόμενη με σπουδαίους μουσικούς, ηθοποιούς και τραγουδιστές από όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και με τον Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε μια κίνηση προσέγγισης με το γειτονικό λαό.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έγινε μητέρα και περιόρισε χωρίς να σταματήσει τις εμφανίσεις της. Την ταραγμένη πολιτικά χρονιά του 1989 έκανε δεκτή την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για εκλογή της στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, ενώ κατά τη διάρκεια της θητείας της ασχολήθηκε κυρίως με πολιτιστικά θέματα. Συνέχισε να ασχολείται με τη μουσική και μετά το 1990 ως και σήμερα, τόσο με το Μίκη Θεοδωράκη, όσο και με άλλους αξιόλογους δημιουργούς, κάποιους από αυτούς στα πρώτα τους βήματα τότε.
Σημαντική στιγμή ήταν η συναυλία της στο Ηρώδειο το 2003, όταν σε παγκόσμια πρώτη εκτέλεσε παρουσίασε την πλήρη έκδοση της «Αμοργού» των Χατζιδάκη και Γκάτσου. Μέχρι σήμερα παραμένει δραστήρια, με συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπου έχει το δικό της πιστό κοινό.
Παρά τη διαφορετική πολιτική της πορεία, η Μαρία Φαραντούρη διατήρησε μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και σεβασμού με το ΚΚΕ, δίνοντας συχνά το “παρών” στο φεστιβάλ της ΚΝΕ και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του κόμματος. Πολύ πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε σε μια άρτια εμφάνιση στο ΣΕΦ στην κορύφωση του εορτασμού για τα 100 χρόνια, όπου ερμήνευσε συγκλονιστικά το «Κοιμήσου Περσεφόνη» και την «Ελένη». Επίσης, ο Ριζοσπάστης φιλοξένησε δήλωσή της με αφορμή την επέτειο, όπου η ίδια σημείωνε:
Χαίρομαι που θα γιορτάσουμε μαζί όλοι οι καλλιτέχνες τα 100 χρόνια του ιστορικότερου κόμματος της χώρας. 100 χρόνια αγώνων και ανιδιοτελούς προσφοράς.
Σας εύχομαι κάθε δύναμη και επιτυχία, ειδικά σήμερα που είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να κρατήσουμε ανοιχτό τον ορίζοντα της Ιστορίας.
Πληροφορίες και φωτό από farantouri.gr