Μεγάλες τζαζ κυκλοφορίες: Miles Davis, Bitches Brew 1970
Δεν υπάρχει καλύτερη συμπύκνωση του πολιτικού-πολιτιστικού γίγνεσθαι της δεδομένης ιστορικής συγκυρίας στην τέχνη, πληρέστερη σύνοψη του εποικοδομήματος των late sixties, απ’ το Bitches Brew.
Στις 30 Μαρτίου του 1970, 49 ακριβώς χρόνια πριν κυκλοφόρησε το μυθικό πια “Bitches Brew” του Miles Davis, δίσκος που καθόρισε τον ήχο του Jazz Rock/Fusion. Και όπως κάθε masterpiece, η αξία του έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη λόγω των καινοτομιών που εισήγαγε και της τεράστιας επιρροής που είχε στην εξέλιξη της μουσικής γενικότερα. Ο Miles μάλλον σήμερα πλέον θεωρείται η μεγαλύτερη προσωπικότητα στην ιστορία της τζαζ, το “Kind of Blue” του 1959 είναι ο δίσκος με τις μεγαλύτερες πωλήσεις για τζαζ δίσκο συν το ότι είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα tunes.
Το Bitches Brew αμφισβητήθηκε όταν πρωτοβγήκε, δείγμα ότι επρόκειτο για κάτι πολύ μπροστά από την εποχή του. Ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο του 1969, μέσα σε ένα τριήμερο στα περίφημα CBS Studios στη Νέα Υόρκη με παραγωγό τον ίδιο τον Miles Davis και τον Teo Macero. Ακολούθησε τα πρώτα πειραματικά βήματα του “In a Silent Way” ένα χρόνο, πριν εισάγοντας την έννοια του Fusion και πολλοί “παραδοσιακοί” και “γνήσιοι” υποστηριχτές της τζαζ τον κατηγόρησαν φυσικά ότι ξεπουλήθηκε, ότι “νόθεψε” την “αληθινή” τζαζ και άλλες τέτοιες μαλακίες. Όπως είδαμε “γνήσιοι” και “αμόλυντοι” δηλαδή βλαμμένοι οπαδοί που δεν γουστάρουν αλλαγές, υπάρχουν σε κάθε ιδίωμα μουσικής.
Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του δίσκου είναι ότι βρισκόμαστε σε μια αρκετά ταραγμένη περίοδο, ο πρόεδρος Κένεντι κι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έχουν δολοφονηθεί, ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται, ο ψυχρός πόλεμος κορυφώνεται, αντιπολεμικές διαδηλώσεις παντού στην Αμερική, ο πρώτος άνθρωπος μόλις έχει πατήσει στο φεγγάρι, το φεστιβάλ του Γούντστοκ σηματοδοτεί την πολιτιστική έκρηξη των νεώτερων γενιών στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Δεν υπάρχει καλύτερη συμπύκνωση του πολιτικού-πολιτιστικού γίγνεσθαι της δεδομένης ιστορικής συγκυρίας στην τέχνη, πληρέστερη σύνοψη του εποικοδομήματος των late sixties, απ’ το Bitches Brew.
Κατ’ αρχήν ο τίτλος του άλμπουμ είναι παραλλαγή της φράσης “Witches Brew” ή “Witch’s Brew” που πάει να πει “το φίλτρο της μάγισσας” ή “των μαγισσών”, τα γνωστά “μαντζούνια” στα καθ’ ημάς. Η λέξη “bitch” πολύ συνηθισμένη στην αμερικάνικη αργκώ και ιδιαίτερα στο λαϊκό ιδίωμα των μαύρων (african-american vernacular) έχει διττή σημασία, κάτι σαν το δικό μας “μαλάκας” που δεν είναι κατ’ ανάγκην προσβλητικό. Με μια πολύ χαλαρή ερμηνεία μπορούμε να πούμε ότι σημαίνει “μάγκας” ή “μαγκιόρα”. Ένα μουσικό μαντζούνι λοιπόν απ’ τους μάγκες που παίζουν στο δίσκο, μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα: Chic Corea και Joe Zawinul στο ηλεχτρικό πιάνο, Jack DeJohnette και Lenny White στα ντραμς, Dave Holland στο διπλό μπάσο (νοτ του μπι κονφιούζντ με τον ομώνυμο μπασίστα των Judas Priest), Harvey Brooks στο ηλεκτρικό μπάσο, Wayne Shorter στο σαξόφωνο, ο υπέρτατος John McLaughlin στην κιθάρα και ο ίδιος φυσικά ο τρισμέγιστος Miles Davis στην τρομπέτα και καμμιά δεκαριά ακόμη.
Το όλο σκηνικό είχε ως εξής: ο Miles καλούσε είχε καλέσει τους μουσικούς την τελευταία στιγμή δίνοντάς τους πολύ λίγα στοιχεία για το τι επρόκειτο να ηχογραφήσουν. Μόνο μερικές μπροσούρες, δυο-τρεις βασικές γραμμές και μετά ό,τι έβγαινε. Το rhythm section έπαιζε κεντρικό ρόλο, δύο μπάσα, δυο σετ ντραμς, σε μερικές περιπτώσεις και τρία σετ. Ο αυτοσχεδιασμός και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους μουσικούς είναι απίστευτη, προσέξτε ιδιαίτερα το ομώνυμο όπου θα ακούσετε εκρήξεις αυτοσχεδιασμού απ’ τον Miles στην αρχή. Δεν έχετε ακούσει ποτέ τρομπέτα με τέτοιο τρόπο, σαν ψυχεδελική ηχώ απ’ το διάστημα και σ’ αυτό συνέβαλε και η πρωτοποριακή παραγωγή με τη χρήση διάφορων εφέ, παραγωγή η οποία έκτοτε θεωρείται και σαν εξτρά όργανο, όχι μόνο ως η μηχανική καταγραφή και μίξη του ήχου.
Καμιά νότα σ’ αυτόν το δίσκο δεν είναι ατάκτως ερριμμένη, όλοι οι μουσικοί ακολουθώντας κάποιο αρχικό βασικό μοτίβο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους κατά τη χαρακτηριστική τζαζ μέθοδο αλλά μέσα σ’ ένα υπερπολύχρωμο πλέγμα ήχων και ερεθισμάτων μιας και το κλασικό σχήμα μπάσο-πιάνο-ντραμς-σαξόφωνο εδώ έχει ξεπεραστεί. Τζαζ, ψυχεδέλεια και ροκ και μπόλικο σίξτις attitude συναντιούνται εδώ, άλλωστε υπερισχύει το εκρηκτικό τέμπο, άλλωστε επιστρέφει ο Miles απ’ το παρελθόν προσπαθώντας να ξεχειλώσει την παραδοσιακή τρομπέτα του, σα να θέλει να εισαγάγει όλη του την κληρονομιά στα νέα ήθη. O tempora O mores! Και τέτοιοι ήχοι δεν θα μπορούσαν παρά να συνοδεύονται από ένα χαρακτηριστικό της εποχής artwork, δια χειρός Matias Klarwein, γνωστός επίσης από δουλειά του στο Abraxas του Carlos Santana. Σεξουαλική ελευθερία, αντιθέσεις, λευκή και μαύρη φυλή, φως και νύχτα, μαγεία και πραγματικότητα.
Δεν πρέπει να φύγετε απ’ τον μάταιο καπιταλιστικό κόσμο αν δεν έχει ακούσει τουλάχιστον το “Miles Runs the Voodoo Down”. Βασικά ακούστε το όλο τώρα που προλαβαίνετε, όσο υπάρχουν αυτά τα πράματα στο youTube. Ακούστε προσεχτικά, ακολουθήστε κάθε νότα, κάθε διάδρομο που θα σας ανοίξει ο δίσκος. Μιλάμε για ένα απ’ τα μεγαλύτερα έργα τέχνης παγκοσμίως.