«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

Εκτός από το σπάνιο μέταλλο της φωνής της, η Σωτηρία Μπέλλου ξεχώρισε για την προσωπικότητά της και για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Ήταν ξεχωριστή, μιλούσε, ντυνόταν και συμπεριφερόταν όπως ήθελε αυτή, πήγαινε κόντρα σε πολλούς και πολλά, αιχμαλωτιζόταν από πάθη που κατά καιρούς την κυρίευαν. Χωρίς να δίνει σημασία τι θα πουν οι άλλοι γι’ αυτή. Σ’ αυτή τη μοναχική πορεία, δεν έβλαψε κανέναν άλλον πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό.

Η μορφή της Σωτηρίας Μπέλλου ξεχωρίζει ανάμεσα στις σπουδαίες μορφές του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας τραγουδιού. Η φωνή της δωρική – «μαρμάρινο» χαρακτηρίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ένας άλλος μεγάλος, τον τρόπο που τραγουδάει, παρομοιάζοντάς τη με το μάρμαρο που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου – αποτελεί μνημείο του λαϊκού μας πολιτισμού, και, δυο δεκαετίες μετά το φυσικό της θάνατο, συνεχίζει να πάλλεται ζωντανή στη μνήμη και στη συνείδηση του λαού.

Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1921 στη Χαλκίδα, κι ως τις 27 του Αυγούστου 1997, όταν σίγησε για πάντα η φωνή της, στα εβδομηνταέξι της χρόνια, η Σωτηρία Μπέλλου έζησε κόντρα, ακολουθώντας το δρόμο που η ίδια χάραξε, αδάμαστη, απροσκύνητη και ασυμβίβαστη, εισπράττοντας την αγάπη του κόσμου και πληρώνοντας με πίκρα κι εγκατάλειψη από την πλειονότητα των ανθρώπων του σιναφιού της το ανάλογο τίμημα στα στερνά της…

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

«Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές…»

«Η Μπέλλου ήταν από τη Χαλκίδα, εγώ είμαι από το Βασιλικό εννέα χιλιόμετρα έξω από τη Χαλκίδα. Άκουγα εκεί που περνούσα με τα αδέρφια μου, που έβαζαν πλάκες παλιές 78 στροφών. Κι ένα βράδυ άκουσα ένα θλιβερό τραγούδι που έλεγε: «Χτυπάει η καμπάνα, σβήνει κάποια μάνα…» και ευαισθητοποιήθηκα, δηλαδή συγκλονίστηκα και ας ήμουν έξι – εφτά χρονών. Μου είπε ο αδερφός μου ότι αυτή που τραγουδάει είναι η Μπέλλου. Κι εγώ λέω ποια είναι η Μπέλλου, μου λέει είναι από «μέσα». «Μέσα» λέγαμε τη Χαλκίδα τότε, την πρωτεύουσα.

Δεν έχει αλλάξει ποτέ το όνομά της, με ψευδώνυμα καλλιτεχνικά κλπ. Γνήσιος, αληθινός άνθρωπος, αγαπάει και την πατρίδα της, συνεχώς εκεί βρίσκεται με τους δικούς της. Τότε άκουσα κι ευαισθητοποιήθηκα, κι εδώ θέλω να σταθούμε λίγο…

Όπως ξέρουμε η Σωτηρία Μπέλλου ήταν κι αντάρτισσα. Βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του λαού, στο βουνό ΕΛΑΣίτισσα. Και τότε με τη λήξη του εμφυλίου, στη μετεξέλιξη του κλασικού ρεμπέτικου σε λαϊκό τραγούδι, πάλι με τους ίδιους ανθρώπους Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο, Μητσάκη, Χιώτη, Καλδάρα κι όλους αυτούς που της γράψανε τα πρώτα μεγάλα τραγούδια που είπε, ανάμεσα σε αυτά ήταν και το «Χτυπάει η καμπάνα, λιώνει κάποια μάνα». Ήταν του Κώστα Καπλάνη, σπουδαίου μπουζουξή και λαϊκού συνθέτη.»

Πάνος Γεραμάνης

(Μιλώντας για τη Σωτηρία Μπέλλου στην εκπομπή του Νίκου Κακαουνάκη «Επ’ αυτοφώρω»)

Στη Χαλκίδα έζησε τα παιδικά της χρόνια, ώσπου στα δεκαεφτά παντρεύεται, χωρίζει, και τον Οκτώβρη του 1940 φτάνει στην Αθήνα. Οι Γερμανοί την πιάνουν και τη φυλακίζουν. Βγαίνοντας απ’ τη φυλακή τα φέρνει δύσκολα πέρα. Το Δεκέμβρη του 1944 παίρνει μέρος με τον ΕΛΑΣ στις μάχες της Αθήνας, τραυματίζεται και ξανασυλλαμβάνεται για να αποφυλακιστεί μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Μετά την Απελευθέρωση έχει ν’ αντιμετωπίσει μαζί με τη μάχη της επιβίωσης και τις άγριες εμφυλιοπολεμικές διώξεις.

«Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές», έλεγε η ίδια διηγούμενη συγκλονιστικές λεπτομέρειες από το πέρασμά της στα μπουντρούμια της οδού Μέρλιν, στις φυλακές Χατζηκώστα και αλλού…

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

Η Σωτηρία Μπέλλου με τον Βασίλη Τσιτσάνη

Το άστρο της αρχίζει να λάμπει, όταν συναντιέται με τον Βασίλη Τσιτσάνη που την ανεβάζει στο πάλκο – από τις πρώτες λαϊκές τραγουδίστριες που κάθισαν στο λαϊκό πάλκο λίγο μετά το 1945 – και με την πάροδο του χρόνου θα γίνεται όλο και πιο φωτεινό.

Ξεκινάει τις συνεργασίες με μεγάλους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού – Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απ. Χατζηχρήστο, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά. – ερμηνεύοντας ανεπανάληπτα και ηχογραφώντας σε πρώτη εκτέλεση σπουδαία τραγούδια όπως το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Άνοιξε γιατί δεν αντέχω», το «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι», το «Είπα να σβήσω τα παλιά», το «Σαν απόκληρος γυρίζω» κ.ά., ενώ είναι περιζήτητη από τα κέντρα διασκέδασης. Χρόνια αργότερα το ίδιο ανεπανάληπτα θα ερμηνεύσει δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.

«Είχε πει πολλά κοινωνικά τραγούδια κι είχε μέσα της τη φλόγα, ενώ είχε αγωνιστεί τότε για την πατρίδα δια μέσω του ΕΛΑΣ. Μετά το μετέφερε αυτό το πράγμα και στα τραγούδια της. Και μετά έδωσε βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο σε όλα της τα τραγούδια. Αλλά σε αυτά τα τραγούδια με τους θρήνους, τότε, που σημάδευαν εκείνη την σκληρή εποχή, η Σωτηρία Μπέλλου έδινε μια θεατρικότητα κι ήταν κάπως πιο δραματική στην ερμηνεία της. Δηλαδή είναι αυτό που λέμε συγκλονιστικός.

Ή άλλο ένα τραγούδι που έλεγε: «Άνοιξε το κελί παπά»… Ήταν όταν κοινωνούσαν τους κρατούμενους, τότε, για πολιτικά φρονήματα και πήγαιναν να τους εκτελέσουν. Ένα συγκλονιστικό τραγούδι»…

Πάνος Γεραμάνης

(ό.π.)

Είναι πανθομολογούμενο ότι η Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στην καθιέρωση, και στην προσπάθεια το ρεμπέτικο και κατόπιν το λαϊκό τραγούδι, να πάρουν τη διάσταση που πήραν. Για πέντε δεκαετίες θα ξεχωρίσει με τις ερμηνείες της και θα γίνει θρύλος του λαϊκού τραγουδιού.

«Η καλύτερη τραγουδίστρια που πέρασε από την Ελλάδα. Η καλύτερη φωνή. Νομίζεις, ότι ο  τρόπος με τον οποίο τραγουδάει είναι μαρμάρινος. Όπως όταν μιλάμε για ένα μάρμαρο το οποίο δεν υφίσταται τη φθορά του χρόνου, έτσι ήτανε κι η φωνή της Σωτηρίας» τονίζει ο στιχουργός – ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος, σημειώνοντας επιπλέον ότι η Μπέλλου αντιμετωπιζόταν κι από την ίδια την εταιρεία που ηχογραφούσε τους δίσκους της, τη «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά, σαν κάτι πολύ σημαντικό και ιδιαίτερο: Τα εξώφυλλα των δίσκων της δεν απεικόνιζαν το πρόσωπό της όπως συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει μέχρι τις μέρες μας με τους περισσότερους τραγουδιστές και τραγουδίστριες, αλλά έργα σπουδαίων εικαστικών καλλιτεχνών όπως της Βάσως Κατράκη και του Τάσσου, «για να είναι (οι δίσκοι) έργα τέχνης, όπως ήταν έργο τέχνης κι η φωνή της».

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

Εξώφυλλα δίσκων της Σωτηρίας Μπέλλου στη “Λύρα”

«Η Σωτηρία Μπέλλου από τη στιγμή που άρχισε πλέον να μπαίνει και στο έντεχνο, έδωσε μια άλλη υπόσταση στο τραγούδι αυτό, με την προσωπικότητά της και με το χαρακτήρα της. Γιατί όμως; Γιατί η Μπέλλου, αυτό θα πει να είσαι λαϊκός καλλιτέχνης, ήταν κοινωνός. Όταν λέμε κοινωνός, επικοινωνείς με το κοινό, δίνεις αυτό που θέλεις στο λαό.

Υπάρχει μια αλληλεπίδραση, υπήρχε πάντα και θα υπάρχει βέβαια όσο ζει η Μπέλλου, μεταξύ της και του κοινού. Γι’ αυτό υπάρχουν αυτές οι εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού προς το πρόσωπο της Μπέλλου. Δεν είναι μόνο η φωνή της, είναι η παρουσία της. Υπάρχουν και δηλώσεις μίσους βέβαια που ξεκινούν από τη μεγάλη επιτυχία και τη ζήλια. Είναι επόμενο αυτό, όμως, συμβαίνει με όλους τους μεγάλους ανθρώπους. Η Σωτηρία δεν είναι μόνο η μεγάλη φωνή, είναι η μεγάλη παρουσία, η κοινωνική παρουσία».

Πάνος Γεραμάνης

(ό.π.)

Εκτός από το σπάνιο μέταλλο της φωνής της, η Σωτηρία Μπέλλου ξεχώρισε για την προσωπικότητά της και για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Ενώ ήταν πολύ αγαπητή στον κόσμο, δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο από τους συναδέλφους της και τους ανθρώπους του σιναφιού της. Απέναντι στις συνηθισμένες αντιπαλότητες, τη ματαιοδοξία, τους βεντετισμούς κι άλλα τέτοια χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού χώρου, η Μπέλλου πρόταξε τη δική της πορεία, τα θέλω και τις επιλογές της που συχνά πυκνά συγκρούονταν με τα κοινώς καθιερωμένα και τσαλάκωναν ή γκρέμιζαν κοινωνικές συμβάσεις…

«Η Μπέλλου δεν πέτυχε ως τραγουδίστρια δείχνοντας μπούτια ή πετάγοντας βυζιά στην πίστα. Ήτανε μια γυναίκα που φόραγε ένα πουλόβερ – συχνά και μπαλωμένο – κι έβγαινε, ή κάπνιζε ένα τσιγάρο σε μια άκρη κι έβγαινε κι άφηνε τα πλήθη κατάπληκτα» έλεγε ο Λ. Παπαδόπουλος.

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν ξεχωριστή, μιλούσε, ντυνόταν και συμπεριφερόταν όπως ήθελε αυτή, πήγαινε κόντρα σε πολλούς και πολλά, αιχμαλωτιζόταν από πάθη που κατά καιρούς την κυρίευαν. Χωρίς να δίνει σημασία τι θα πουν οι άλλοι γι’ αυτή. Σ’ αυτή τη μοναχική πορεία, δεν έβλαψε κανέναν άλλον πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό. Ταυτόχρονα υπήρξε άνθρωπος βαθιά συναισθηματικός και σεμνός με ανεπτυγμένο μέσα της το αίσθημα της αλληλεγγύης προς το συνάνθρωπο. Η Σωτηρία όταν βρισκόταν στα πάνω της βοήθησε πολλούς, υλικά και ουσιαστικά, χωρίς να συμβεί το ίδιο από μεριάς τους (τουλάχιστον των περισσότερων) όταν η ίδια χρειάστηκε βοήθεια…

Η δημοσιογράφος – συγγραφέας Σοφία Αδαμίδου έγραψε πριν από λίγα χρόνια την βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου,  αποδεχόμενη πρόταση της ίδιας της μεγάλης ερμηνεύτριας. Πριν συμβεί αυτό, μεταξύ των δυο γυναικών είχε σφυρηλατηθεί μια σχέση βαθιάς και άδολης φιλίας και αγάπης, που άντεξε στο χρόνο. Η Σωτηρία βρήκε στο πρόσωπο της Σοφίας το κλειδί που ξεκλείδωσε τα πιο βαθιά υπόγεια της πολυτάραχης και περιπετειώδους ζωής της και της ψυχής της και η συγγραφέας ανέσυρε στο φως και μας πρόσφερε έναν θησαυρό βιωμάτων και αφηγήσεων μιας προσωπικότητας (που είναι ταυτόχρονα και εικόνες μιας ολόκληρης εποχής) που σημάδεψε καθοριστικά με τη διαδρομή της την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και ευρύτερα του λαϊκού μας πολιτισμού («Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» ο τίτλος του βιβλίου – να το διαβάσετε).

«Ήταν επιλογή της. Επέλεξε να ζει με τα χρήματα που έβγαζε (έβγαλε πάρα πολλά χρήματα) να βοηθάει τους άλλους… Είναι χαρακτηριστικό, και θα το δει όποιος διαβάσει το βιβλίο, πάρα πολλές περιπτώσεις που βοηθούσε τον κόσμο. Τις περιπτώσεις αυτές δεν τις ομολογούσε η ίδια, αυτά τα βρήκα από άλλους ανθρώπους…

Είχε περάσει, να το πούμε απλά, μελαγχολία και μανιοκατάθλιψη. Νοσηλεύτηκε, πέρασε φυλακές… έζησε φυλακές και για το βιτριόλι που έριξε στον άντρα της, αλλά και μετά στην κατοχή και στα δεκεμβριανά έφαγε πολύ ξύλο, όπως ξύλο έφαγε και από πολλούς συναδέλφους της. Δεν μπορούσανε να ανεχτούνε αυτή τη γυναίκα, ένα θηλυκό σατράπη να τους αντιπαρατίθεται. Κι έφαγε πολύ ξύλο…

Πείνασε, ζήτησε βοήθεια ―δεν την είχε― πολλές φορές, ενώ πολλές φορές την έδινε. Την έδινε πραγματικά με γενναιοδωρία, ήταν φοβερά γενναιόδωρος άνθρωπος»…

Σοφία Αδαμίδου

Χτυπημένη από τον καρκίνο – σ’ ό,τι πολυτιμότερο είχε, τις φωνητικές της χορδές – τα  τελευταία χρόνια της ζωής της η Σωτηρία Μπέλλου βρέθηκε αντιμέτωπη με τη φτώχεια και τη μοναξιά. Από το θάλαμο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν, λίγο πριν κινήσει για το τελευταίο της ταξίδι, άφησε να ξεχυθεί από μέσα της ένα αφρισμένο ποτάμι οργής και πίκρας.

«Το παράπονό της ήταν ότι τέλειωνε η ζωή της. Δεν ήτανε αληθινά αυτά τα παράπονα που εκδήλωνε για τους συγγενείς και συναδέλφους και κάποιους φίλους (που τις περισσότερες φορές είχε δίκιο, δεν ήταν κοντά της) και δεν ήτανε το χαρτζιλίκι που θα της δίνανε (…) όσο ήτανε η συντροφιά. Η συντροφιά που την είχε πολύ ανάγκη…Αυτή η οργή που εξέφραζε ήταν περισσότερο με την ασθένειά της και τον τρόπο με τον οποίο τη χτύπησε», καταγράφει η Σ. Αδαμίδου, και ομολογουμένως βρίσκει στόχο σημειώνοντας στο βιβλίο της: «Δεν μας επιτρέπεται πια να καταλογίσουμε κανένα λάθος σ’ αυτό τον άνθρωπο, που έδωσε αμέτρητες μάχες για την προσωπική του ελευθερία. Τα μόνα, ίσως, λάθη ήταν τα πάθη της. Αλλά κι αυτά τα ονομάζουμε έτσι στη δική μας γλώσσα. Στην ξύλινη γλώσσα της λογικής από την οποία λίγοι μπορούμε να ξεφύγουμε. Όμως οφείλουμε σεβασμό στους ανθρώπους που «ξεφεύγουν» γιατί θέλουν να είναι ελεύθεροι». Προσυπογράφουμε…

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

Σωτηρία Μπέλλου (1921-1997)

Η Σωτηρία έφυγε από τη ζωή στις 27 του Αυγούστου 1997. Τα – δικαιολογημένα – παράπονα και οι πίκρες, τελευταίες «αποσκευές» της, αλλά και άλλων μεγάλων, παίρνουν στις υποσημειώσεις της ιστορίας τη θέση που τους αναλογεί, ως διδάγματα και παραδείγματα προς αποφυγή. Η φωνή της Μπέλλου, πέρα από «ρεύματα» που εξασθενούν και μόδες που η λάμψη τους κρατάει όσο κι η λάμψη ενός αστεριού που πέφτει, θα μένει ζωντανή και αναλλοίωτη στο χρόνο. Τα τραγούδια της τραγουδιούνται και θα τραγουδιούνται απ’ τις επόμενες γενιές, όσο δε θα στεγνώνει ο ιδρώτας στο πουκάμισο του εργάτη, όσο θα βρίσκει χώρο ν’ απλωθεί ο ανθρώπινος πόνος, όσο οι κοινωνικές ανισότητες θα γεννούν το παράπονο και τη διεκδίκηση, όσο ο έρωτας θα καίει τις καρδιές, όσο η επαφή και η σύνδεση με το λαϊκό πολιτισμό θα αποτελεί ανθρώπινη έκφραση και ανάγκη.

«Ό,τι έχω πει», έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη, «είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει… Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω… Άντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε… Ύστερα, όλα τα τραγούδια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει. Ορισμένα τα ‘χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Έχω ένα που το ‘χει γράψει ο Τσιτσάνης: “Ποια καρδιά δε θα ραΐσει”. Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. (…) Όλα είναι βγαλμένα από μέσα μου»…

«Μεσ’ στα στήθια μου τι κρύβω όταν δείτε και σεις άπονες καρδιές θα ματωθείτε…»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

  • Ο/Η vassilis λέει:

    “Μες στα προάστια περνούν βαριά λεωφορεία
    κι όταν βραδιάζει χάνεται ο κόσμος στη βροχή.
    Μες στις ταβέρνες τις μικρές και μες στη φασαρία
    μ’ ένα κρασί μού ζήταγες να ζήσω τη ζωή.

    Μέσα στης σκόνης τα γιαπιά και μες στα συνεργεία
    δεν έχει γέλιο και χαρά, δεν έχει Κυριακή.
    Και σε θυμάμαι στις στοές, εκεί στη Γερμανία
    να χάνονται τα νιάτα μας, μακριά στην ξένη γη.

    Στις λασπωμένες γειτονιές και στα χαλυβουργεία
    με δάκρυ φεύγει η ζωή, στη βάρδια, στη φωτιά.
    Και σε θυμάμαι δίπλα μου, εκεί στην εξορία
    να μου μιλάς πως έρχεται καλύτερη γενιά.”

    Με την πρώτη φορά που το άκουσα, πραγματικά ανατρίχιασα. Κι ακόμα, το ίδιο παθαίνω. Όχι μόνο αυτό το τραγούδι, αλλά ολόκληρο το δίσκο.
    Η Μπέλλου, δεν είναι μόνο η φωνή, αλλά και η ψυχή της, σε οδηγεί σε αυτό που είναι ο ορισμός της μέθεξης.

Κάντε ένα σχόλιο: