Μιλώντας με νέους καλλιτέχνες: Χρήστος Πακιώτης- «Μέγας»

Μιλάω για τα ίδια πράγματα για τα οποία θα ήθελε να μιλήσει κάθε άνθρωπος της γενιάς μου, με την διαφορά ότι εγώ έμεινα εδώ για να τα καταγράψω… Να τα σχεδιάσω, να τα απαγγείλω… Αυτή ήταν μάλλον η αποστολή μου…

Όχι δεν είμαστε φίλοι από καιρό, κι ας με λέει χαϊδευτικά «αδερφό από άλλη μάνα». Με το Χρήστο Πακιώτη, γνωστό στη hip hop και rap σκηνή, με το ψευδώνυμο «Μέγας» και «84», γνωριστήκαμε σε αντιφασιστική εκδήλωση της ΚΝΕ στα Προπύλαια. Κι οι δυο πια εκτός ηλικιακού γκρουπ, είχε έρθει να δει παλιά φιλαράκια, που ήταν on stage. Μιλήσαμε για τον Πειραιά, τους κοινούς παλιούς φίλους και συντρόφους και τις μεγάλες απεργίες της. Αυτοκριτικός, καυστικός, πάντα όμως ρεαλιστής και με βαθιές ρίζες στο κίνημα, κι ας μην το παραδέχεται, λόγω σεμνότητας. Γιατί «κίνημα» για το Χρήστο και «κομμουνιστής» είναι έννοιες που σέβεται και τις επιφυλάσσει για λίγους.

Μεσολάβησαν Χριστούγεννα, ταξίδια, μια guest εμφάνιση του Χρήστου στο «Revolt» με παλιούς και νέους φίλους, επιδημίες και μέτρα περιορισμού και κάπου εκεί, ένα ευχάριστο διάλειμμα από νέα κομμάτια, νέα σκρατσάκια, νέο υλικό. Ο Χρήστος ξαναγράφει; Ο Χρήστος ξαναγράφει. Κι έτσι κάπως οργανώθηκε και αυτή η συνέντευξη. Ανεβαίνει σήμερα που ο «Μέγας» έχει τα γενέθλιά του. Κι είναι κι αυτή μια ευκαιρία να του πω χρόνια πολλά, σε αυτόν και στο νέο του «παιδί» με τίτλο «Η Τελευταία Μεγάλη Έξοδος».

Για πολλούς, η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεσαι συστάσεις. Πες μας όμως για το κοινό που δεν σε γνωρίζει, λίγα πράγματα για εσένα και τη μουσική σου πορεία.

Ξεκίνησα επίσημα το 2001 να δισκογραφώ με τους «Μπλόφα» στα 17 μου κάνοντας το EΡ: «Από γενιά σε γένια». Συνέχισα να δημιουργώ με φίλους και ακόμα έτσι κυλάει. Το 2004 κυκλοφόρησα το σόλο EP «Επιστροφή του ασώτου», το 2007 το album «4 εποχές», το 2011 το «Επικίνδυνη ποίηση» με την συμβολή του «Ανδρείκελου» και του Γιώργου Ρενιέρη, το 2011 το «Έργα και ημέρες του Χρήστου Πακιώτη» και το 2016 τον δίσκο «Κήποι κρεμαστοί» με τον Ιωσήφ Πρίντεζη. Αυτή είναι η προσωπική μου καλλιτεχνική πορεία μέσες άκρες.

Λείπεις από τη μουσική σκηνή της hip-hop αρκετό καιρό. Πώς αποφάσισες ξανά να γράψεις και κυρίως, γιατί τώρα;

Ποτέ δεν σταμάτησα να γράφω πραγματικά.

Από μικρό παιδί έμαθα η ζωή μου να διέπεται από την τέχνη. Ό,τι και να σημαίνει τούτο…

Τα χρόνια που απείχα σαν δημιουργός, βρήκα τον χρόνο και δούλεψα σαν μουσικός παραγωγός καθώς και σαν παραγωγός εταιρίας παλεύοντας πάντα με την δική μου επιχειρηματική δυναμική καθώς και με πολλή προσωπική δουλειά να κάνω δίσκους ποιότητας.

Η αλήθεια ήταν πως σαν σόλο καλλιτέχνης δεν λειτουργώ εύκολα. Ήμουν πάντα παίκτης ομάδας και μόνος μου βαριέμαι. Όταν οι ομάδες μου «σπάνε», χάνεται και το νόημα για μένα. Ειδικά όσο μεγαλώνω βαριέμαι περισσότερο να αρχίζω από την αρχή. Η φυγή μου στη Βουλγαρία τα τελευταία χρόνια ξαναξύπνησε μέσα μου τη δημιουργία. Η Αθήνα είναι μια πόλη που την «ήπια» όσο κανείς. Δεν είχε να μου δείξει τίποτα άλλο. Βίωσα κάθε έκφανσή της. Στην Σόφια μαγεύτηκα ξανά από τις εικόνες. Το μετασοσιαλιστικό τοπίο, τα χνάρια που έχει αφήσει το παλιό καθεστώς, οι έρημες πια βιομηχανίες, οι παράξενοι άνθρωποι και οι ιστορίες από την μαφία.

Νέος δίσκος, σε τρία μέρη, με τίτλο «Η Τελευταία Μεγάλη Έξοδος». Πες μας λίγα πράγματα για το περιεχόμενο και την καινούργια δουλειά.

Αποφάσισα να χωρίσω την ιδέα σε τρία μέρη και να κάνω μια δουλειά που να εξελίσσεται μέσα από τον ίδιο της τον εαυτό, ώστε να μην βαρεθώ στο ενδιάμεσο. Το δεύτερο μέρος θα δουλευτεί, αν δουλευτεί τελικά, μέσα στη διάρκεια ζωής που θα έχει το πρώτο και πάει λέγοντας. Δεν έχει καμία στόχευση, κανέναν σχηματισμό, καθώς απουσιάζει και η έννοια της θεματικής ως περιεχόμενο. Είναι και η πρώτη φορά που λειτουργώ έτσι, τόσο ανορθόδοξα.

Ίσως οι εκπτώσεις που κάνεις μεγαλώνοντας, ίσως η προτεραιότητα που δίνεις σε άλλους τομείς, με οδήγησαν απλά να γράψω τραγούδια που θα ήθελα να ακούω στο σπίτι μου. Εγώ πια αυτό το λέω ελευθερία και ένα μεγάλο κωλοδάχτυλο στα στερεότυπα.

Άκουσα μερικά από τα κομμάτια του νέου σου δίσκου. Στίχος και ύφος πολύ χαρακτηριστικά, δικά σου. Θεωρώ ότι μιλάμε για έναν δίσκο βαθιά αυτο-αναφορικό, ίσως και αυτο-κριτικό, σίγουρα πολιτικό και με αναφορές στον Παύλο. Θα τον χαρακτήριζα ως μια από τις καλύτερες δουλειές σου ως σήμερα. Τι νιώθεις την ανάγκη να μας εκφράσεις στο δίσκο αυτό;

Ο μόνος λόγος που αυτά τα πέντε τραγούδια επέλεξα να βγουν έξω είναι γιατί πολλοί φίλοι μου το ζήτησαν και πιστεύουν περίπου το ίδιο με σένα. Αυτή η κίνηση που κάνω σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον Γιάννη από τους Φράξια. Τα τελευταία τρία χρόνια με πιέζει να γράψω και να ολοκληρώσω ιδέες. Προσπαθεί να με πείσει πως αξίζει τον κόπο. Γνωρίζει πόσο τεμπέλης είμαι και κατά μία έννοια αποτελεί το αντίβαρο μου.

Εμένα πάλι ειλικρινά δεν με αφορά πια σε ποιο βάθρο τοποθετείται το έργο μου. Για όποια έκφανση αυτού και να μιλάμε. Σχεδιαστική, εικαστική ή μουσική…

Μου αρκεί να είμαι ένας άνθρωπος που διάγει έναν βίο ενάρετο βάσει των προσωπικών του αρχών, να εξελίσσομαι και να δημιουργώ.

Εκεί έγκειται ίσως και η αυτοαναφορά / αυτοκριτική σαν βασική θεματική ενότητα.

Σου είπα και παραπάνω, πλέον έχω την συναισθηματική και οικονομική ελευθερία να κάνω τραγούδια για μένα κατά βάση.

Οι πολιτικές μου τοποθετήσεις προκύπτουν μέσα από την αλληγορία και την σκιαγράφηση της πόλης ως το θεατρικό σανίδι όπου το έργο παίρνει σάρκα και οστά. Εξάλλου την υπάρχουσα κατάσταση δυστυχώς την προφήτεψα στιχουργικά 10 χρόνια πριν, με την «επικίνδυνη ποίηση» όπου η σημερινή εικόνα έμοιαζε ταινία επιστημονικής φαντασίας στον μέσο Έλληνα.

Οι αναφορές μου στον Παύλο είναι εμμονικής φύσεως και είναι η πρώτη και τελευταία φορά που μιλάω για αυτό δημόσια. Είναι σαν ένας σημειολογικός διάλογος μεταξύ εμού και αυτού σαν του αναφέρω όσα δεν πρόλαβα. Τίποτα παραπάνω.

Εικόνες από κτήρια σε εγκατάλειψη, την επίπονη ενηλικίωση, τους αγώνες του παρελθόντος, τη φυγή στο εξωτερικό. Σε πολλά από αυτά είναι σαν να μιλάς για εμένα. Μίλα μας για αυτές τις εμπειρίες της ζωής σου.

Σε αυτό βοήθησε η Σόφια. Μου άνοιξε τα μάτια. Ξυπνάς μία μέρα και αναρωτιέσαι πού σκατά βρίσκονται τα τέρατα που πάλευες τόσα χρόνια… Τα σημαίνοντα κατά την κοινωνία που σε οριοθετούν σαν άνθρωπο. Ο προγραμματισμός που σε σπρώχνει στα χακί, στις σπουδές γενικά και αόριστα, στην οικογένεια για να σε γηροκομήσει κάποια ψυχή μη έχοντας άλλη επιλογή και τέλος στον θάνατο. Αναθεωρείς θεσμούς, πατρίδες, προτεραιότητες…

Οι φίλοι που πίστευες πως θα είναι πάντα εκεί γύρω χάνονται ο ένας μετά τον άλλο… Άσχετα με την αιτία…

Τα λόγια που θέλησες να πεις. Η πόλη που πάντα ήθελες να ζωγραφίσεις.

Έφαγα τα χρόνια μου σε μπαρ και πολυθρόνες συζητώντας το αυτονόητο. Δεν άλλαξε κάτι. Απλά τώρα γνωρίζω ποιος αλγόριθμος δε δουλεύει σωστά…

Νομίζω πως μιλάω για τα ίδια πράγματα για τα οποία θα ήθελε να μιλήσει κάθε άνθρωπος της γενιάς μου, με την διαφορά ότι εγώ έμεινα εδώ για να τα καταγράψω… Να τα σχεδιάσω, να τα απαγγείλω… Αυτή ήταν μάλλον η αποστολή μου…

Πάμε στο αγαπημένο μου κομμάτι από το νέο δίσκο «Διαθήκη». «Όλο το λεκανοπέδιο προσκυνάει με δέος τους παίδες, που αντιστέκονται με τις γροθιές ψηλά και τους καρπούς σπασμένους απ’ τις χειροπέδες». Στίχος αφιερωμένος σε ποιους;

Στους ανθρώπους που μέχρι τέλους υπηρετούν τα ιδανικά της αγάπης και της ελευθερίας μέσα από κάθε πρίσμα. Το τίμημα καμιά φορά είναι μεγαλύτερο από το έπαθλο. Μα το έπαθλο πιο σημαντικό από το τίμημα. Εγώ έκανα και κάνω τον προσωπικό μου αγώνα, φτιάχνοντας τρύπες μέσα στην κανονικότητα. Έφτυσα στα μούτρα τους ακαδημαϊκούς, τους οικογενειάρχες, τους γαλονάδες, τις θεωρίες και τις αρχές χωρίς να το διατυμπανίσω ποτέ μου. Σέβομαι μόνο αυτούς που κυριολεκτούν στις επιλογές τους και δεν ακολουθούν τυφλά την πεπατημένη των προγόνων τους και των κοινωνικών αρχών.

Αν είμαι για ένα πράγμα περήφανος είναι γιατί μέχρι σήμερα τίμησα την προσωπική μου ηθική όσο μπορούσα περισσότερο. Σε αυτούς απευθύνομαι στο τέλος.

Να σχολιάσω επίσης τη θεατρικότητα ορισμένων κομματιών, όπως το «Ημερολόγια Πακιώτης». Μου θυμίζει τη δουλειά σου με τη μπάντα «Βίοι Παράλληλοι». Αυθόρμητο ή εσκεμμένο μέρος των τραγουδιών;

Μάλλον η εμμονή μου με τον κινηματογράφο και με συγκεκριμένες σχολές έχει μερίδιο ευθύνης.

Εγώ ομολογώ πως δε το αντιλαμβάνομαι.

Και κάτι γενικότερο. Εκτιμώ τον πολιτικό στίχο στη hip hop και τη rap, πολλές φορές βέβαια με ενοχλεί όταν ένα κομμάτι καταλήγει να γίνεται σύνθημα. Τα δικά σου κομμάτια είναι βαθιά πολιτικά και βαθιά καλλιτεχνικά. Σχολίασέ μου τη σχέση των δύο.

Και τα δύο έχουν την σημασία τους και την βαρύτητά τους. Ο μόνος λόγος που δραστηριοποιήθηκα με το πολιτικό τραγούδι, σαν παραγωγός ήταν γιατί είδα την ανάγκη κάποιος να πει πιο «μασημένα» αυτά που έλεγα ανά καιρούς εγώ, με αλληγορικότερο τρόπο. Οι εποχές συνθέτουν τον καμβά και δυστυχώς καμιά φορά πρέπει να βρεις αντίστοιχα χρώματα για να τον ζωγραφίσεις. Ανάλογα την προτεραιότητα και την περίσταση, η τέχνη μάλλον πρέπει να είναι ευέλικτη. Τόσο όσο μπορεί να επιτάξει η αισθητική περιωπή του κάθε δημιουργού.

Χρόνια στη μουσική σκηνή της hip hop, μίλα μας για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι καλλιτέχνες της.

Τα πράγματα είναι σαφώς πιο εύκολα. Το διαδίκτυο καλώς άνοιξε τις πόρτες αλλά έγινε αυτό που φοβόμουν από τα μέσα του 2000. Η ευκολία και η πληθώρα των πληροφοριών οδηγεί σε χαμηλότερες απαιτήσεις. Το ευχάριστο είναι ότι μέσα από το ντελίριο του mainstream δόθηκε βήμα και σε φωνές που υπό άλλες συνθήκες και άλλες εποχές θα έπαιζαν μπροστά σε 100 άτομα.

Ομολογώ πως παρακολουθώ ελάχιστα το τι συμβαίνει, αλλά όσα φτάνουν στα αυτιά μου είναι σε ένα πολύ καλό επίπεδο από μία γενικότερη σκοπιά.

Στράτευση και τέχνη. Δεν θα σε ρωτήσω ειδικά για εσένα, γιατί από τους στίχους σου είναι αυτονόητο, αλλά γενικότερα πιστεύεις ότι υπάρχει τέχνη χωρίς στράτευση;

Δεν με θεωρώ στρατευμένο με την έννοια της ταύτισης με έναν κώδικα συγκεκριμένων αξιών, γιατί δεν υπήρξα έτοιμος ποτέ να τον ακολουθήσω και με θεωρώ αδύναμο να τον υπηρετήσω.

Και αυτό για μένα είναι πιο τίμιο. Γιατί όντας στρατευμένος δηλώνεις άμεσα ότι αγωνίζεσαι για έναν σκοπό που θα αντικατοπτρίσει εκεί έξω την ανάληψη προς μία νέα κοινωνία, ένα μέλλον καλύτερο.

Πρέπει να είσαι παράδειγμα προς μίμηση. Εγώ θα έλεγα πως είμαι παράδειγμα προς αποφυγή.

Αυτά τα αφήνω για αυτούς που δεν αντέχουν να ισορροπούν μεταξύ της ελίτ και του βόθρου.

Εγώ, είναι το μόνο που γνωρίζω να κάνω καλά.

Επίσης σαφέστατα και υπάρχει καλή τέχνη, χωρίς στράτευση και κακή στρατευμένη τέχνη.

Ξανά σε ευρύτερο πλαίσιο, πώς πιστεύεις ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε την τέχνη για τους αγώνες και ποιος είναι ο ρόλος της μέσα σε αυτούς;

Η τέχνη για μένα (και αυτό αποτελεί αμιγώς δική μου προσέγγιση) είναι μία προσωπική διαδικασία έκφρασης και μόνο αυτό, που ανάλογα το αντικείμενο εξέτασης του καλλιτέχνη, βρίσκει την αντίστοιχη αποδοχή. Δεν μπορείς να λογοκρίνεις κάποιον που μέσα από το πρίσμα του εκφράζει την αλήθεια του. Εγώ έγραψα τραγούδι για το Γονίδη κάνοντας χρήση του λεξιλογίου της δεκαετίας του ’90, ώστε να αναδείξω την εποχή των δημοσίων υπαλλήλων, της αρκουδοκαψούρας, των μπουζουκιών, του ΠΑΣΟΚ, των επιδοτήσεων και της λούμπεν πραγματικότητας και όλο αυτό το πράγμα (εν αγνοία του ερμηνευτή και του κοινού) αναπαράγεται πια στα λαϊκά κέντρα σαν κυκλοφορία του 2017 ως ένα μεγαλειώδες (κατά την δική μου οπτική πάντα) art installation. Δεν ξέρω λοιπόν ποια είναι η λεπτή γραμμή που σε βάζει ως καλλιτέχνη μέσα στο αγωνιστικό περιτύλιγμα και ποιοι είναι οι παράγοντες που οριοθετούν την κατάσταση αυτή.

Πίσω στο νέο σου δίσκο, το τρίτο μέρος του θα έχει μόνο guest κομμάτια. Καταρχήν ποιους και κατά δεύτερον, είναι κάποια μουσική συνάντηση παλιών φίλων;

Έχω αφήσει ανοιχτή πρόσκληση σε παλιότερους και νέους, κάνοντας χρήση των μέσων δικτύωσης. Προσκάλεσα τον Σαντομά, τους «Λόγος Τιμής», τον Τοτέμ, τον Αλέξη Δέλτα, τον ΔΠΘ, τους ΝΙΟΣΤΕ, τον Obnoksius Kas, τον Μιχαλάρα, τους Ε13, το Μανιφέστο, τους Urban Pulse, τον Iratus, τους Φράξια, τον Kooz, το Σφάλμα και πολλούς άλλους να μετέχουν σε αυτό.

Η χαρά μου θα είναι μεγάλη να συμμετέχουν, όλοι όσοι πραγματικά τους αφορά.

Κλείνοντας, θέλω να σε ρωτήσω το εξής: Γιατί «Η Τελευταία Μεγάλη Έξοδος»; Εννοώ φεύγεις οριστικά από τη μουσική σκηνή;

Αυτή την στιγμή σου γράφω από μια πανέμορφη βεράντα στη Μαύρη Θάλασσα και σκέφτομαι πως αύριο θα φύγω και ίσως να μην ξαναγυρίσω ποτέ εδώ. Αλλά μπορεί και να ξαναγυρίσω… Ποιος ξέρει;

Γράφοντας την επαύριο της καραντίνας, θυμάμαι τη συντροφιά του Χρήστου τα βράδια. Αυτή που δεν ξέρει ότι μου κράτησε, μέσα σε τέσσερις τοίχους, που ακουγόταν η μουσική του. Τώρα, στην Ελλάδα της νέας λιτότητας και της «αυγής» των βιοπολιτικών, κρατάω το στίχο: «Είμαστε λίγοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Είσαστε λίγοι γι’ αυτόν τον κόσμο». Διόρθωση Χρήστο: Πολλοί είμαστε.

Φωτογραφίες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: