Μόνο εσύ – Σε τι μουσικές αναμνήσεις θα φέρουμε τα παιδιά μας;
Μια μικρή ωδή στη Χριστιάνα και το μουσικό της αποτύπωμα..
Η απάντηση θα μπορούσε να απευθύνεται στους πάντες: από το Νίκο Τσιαμτσίκα ως το φανατικό κοινό της Χριστιάνας.
Η Χριστιάνα είχε το σπάνιο προνόμιο να γίνει γνωστή και αναγνωρίσιμη μόνο με το μικρό της όνομα – που ήταν μοναδικό, σαν τη φωνή της. Εξίσου σπάνιο ήταν και το επώνυμό της – Λαβίδα – αν και τελικά έκανε καριέρα χωρίς αυτό. Χωρίς το όνομα, αλλά με τη “χάρη” της ευρύτερης οικογένειας, καθώς η αδελφή της παντρεύτηκε το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ ξαδέλφη της ήταν η Ελένη Βιτάλη – άλλη μια μοναδική φωνή του ελληνικού πενταγράμμου.
Σε μια συνέντευξή της, η Χριστιάνα αποκάλυψε πως είχε ένα άλλο σπάνιο προνόμιο: Να πει τα κομμάτια που πραγματικά ήθελε, χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Κατάφερε να χαράξει έτσι τον δικό της προσωπικό δρόμο και να αφήσει το στίγμα της, που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο.
Είπε σπουδαία λαϊκά τραγούδια, αλλά διεύρυνε το ρεπερτόριό της με ποπ νότες και διασκευές disco. Τραγούδησε μερικά από τα σπουδαιότερα κομμάτια – ντουέτο, κάνοντας εξαιρετικές συνεργασίες. Ήταν πρωτοπόρος στο χορευτικό κομμάτι και την εισαγωγή στοιχείων μιούζικαλ με φανταχτερές εμφανίσεις. Προκάλεσε αίσθηση με το αγορέ της κούρεμα, που εγκαινίασε τη μόδα μιας εποχής και είχε πανέμορφα, εκφραστικά μάτια, που ήταν κυρίαρχα στο εξώφυλλο ενός δίσκου της, ενώ η ίδια τραγουδούσε το αξέχαστο “τα Μάτια σου…”. Αλλά δε βασίστηκε ποτέ στην εμφάνιση για την επιτυχία της. Αυτή ήταν απλώς κάτι συνοδευτικό κι όχι το κυρίαρχο στοιχείο – όπως σε αρκετά μεταγενέστερα παραδείγματα.
Η Χριστιάνα σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή και δεν είναι τυχαίο που ο Μιθριδάτης της απέδωσε φόρο τιμής, διασκευάζοντας ένα κομμάτι της “Μόνο εσύ που μ’ αγαπάς”, με απόλυτο σεβασμό, δηλαδή δημιουργικά και όχι με μια άνοστη επανεκτέλεση, που απλώς θα το εκτελούσε, όπως έκανε και η ίδια άλλωστε, παίρνοντας δανεικό το μοτίβο του Song for Denise των Piano Fantasia.
Είχε τέλος το σπάνιο προνόμιο να επιλέξει η ίδια το τέλος της, να αποσυρθεί από το προσκήνιο αθόρυβα και προπαντός πρόθυμα, όπως αποκάλυψε ο γιος της. Προστάτεψε τον εαυτό της και την υστεροφημία της από τη φθορά, βλάπτοντας εν μέρει την αναγνωρισιμότητά της από τις νεότερες γενιές, που δεν την πρόλαβαν κι έμαθαν πχ το “Μίλα μου” από κάποια reality ή εκπλήσσονταν όταν έπεφταν στα μουσικά της ίχνη: –Κι αυτό δικό της είναι; Ή ακόμα χειρότερα: –Ποια είναι η Χριστιάνα;
Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε.
Ενδέχεται να απορήσουν κάποιοι ή και να ξενίσουν: τι δικαιολογεί μια ειδική αναφορά στο καλλιτεχνικό αποτύπωμα της Χριστιάνας; Και τι σχέση έχει με τη δική μας πλευρά μια τραγουδίστρια που φαίνεται να μην την άγγιξαν οι πολιτικοί ρυθμοί μιας εποχής που κόχλαζε, ενώ ακόμα κι η ΝΔ διακατεχόταν από τη δική της “σοσιαλμανία”; Στη χρυσή εποχή του στρατευμένου πολιτικού τραγουδιού, αυτή εκπροσωπούσε ένα (πιο) ανάλαφρο μουσικό είδος, θυμίζοντας τον αφορισμό του Σαββόπουλου “τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, ποτέ δε λένε την αλήθεια”, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο που ο Διονύσης περνούσε στην άλλη όχθη (σε μια δεκαετία που ο χαβαλές άρχισε να διαβρώνει τα πάντα κι έγινε επίσημη ιδεολογία – κι αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε στα χρόνια της “Αλλαγής”. Αν κι η Χριστιάνα μπορεί να ήταν πολιτικά μάλλον στην άλλη πλευρά, όπως ο σύζυγός της, που ήταν πολιτικό στέλεχος της ΝΔ – κι ίσως να μην έπαιρνε από το περιβάλλον της ερεθίσματα για να εκφράσει κάτι διαφορετικό).
Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι κι υπάρχουν πολλά παραδείγματα – δε χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Ο Μαρκόπουλος μπορεί πολιτικά να κινούνταν σε άλλα μήκη κύματος αλλά έχει σπουδαίο έργο και το κόμμα που τον τίμησε γι’ αυτό είναι το ΚΚΕ. Η Βιτάλη τραγούδησε εκείνα τα χρόνια το “Γαρίφαλό μου” για το Μπελογιάννη, είπε μεγάλα τραγούδια, αλλά αρκετοί ίσως θυμούνται μια επιεικώς “ατυχή” εμφάνισή της σε στο Φεστιβάλ (ένα είναι το Φεστιβάλ) πριν μερικά χρόνια…
Ίσως όμως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να είναι ο αγαπημένος Λουκιανός Κηλαηδόνης, δηλωμένος αριστερός καλλιτέχνης, που άφησε τα “Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας” και τα “Μικροαστικά”, για ένα άλλο στιλ τραγουδιών -υπέροχα, απολαυστικά, αλλά όχι ιδιαίτερα προβληματισμένα.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς στρατευμένος καλλιτέχνης που λέει πολιτικούς ύμνους για να αγγίξει τον κόσμο και όσα τον απασχολούν. Η ποιότητα μπορεί να υπάρχει και στα απλά που δεν είναι μεγάλα. Δεν είναι όλα κρούσματα αντεπαναστατικός και διαβρωτικός χαβαλές. Το ελαφρύ τραγούδι – με τα απλοϊκά, ανάλαφρα κομμάτια – είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να την παίρνουμε αβασάνιστα και να μη μας απασχολεί σοβαρά.
Θυμάμαι ένα αιχμηρό σχόλιο του Κατσιμίχα (προφανώς δε θυμάμαι ποιανού από τους δύο) για την ποιότητα των τραγουδιών του Χατζηγιάνη: “ευτυχώς υπάρχουν κι αυτά, γιατί τι θα άκουγε στα παιδικά πάρτι η 7χρονη κόρη μου με τις φίλες της;”
Προσωπικά δε μου αρέσουν ούτε λίγο τα τα τραγούδια του Χατζηγιάννη, αλλά θεωρώ όντως πολύ σημαντικό αυτό που λέει ο Κατσιμίχας για τα παιδικά μας – κι όχι μόνο- ακούσματα, ακόμα κι αν αυτός δεν το εννοούσε έτσι.
Νιώθω ευγνώμων προς τη Χριστιάνα που γέμισε μερικές γωνιές της δικής μου παιδικής – κι όχι μόνο – ηλικίας κι ελπίζω να μην ακουστώ πολύ γεροπαράξενος, που εξιδανικεύει το παρελθόν, αν σκεφτώ ανήσυχος: Σε τι μουσικές αναμνήσεις φέρνουμε σήμερα τα παιδιά μας, Χάρη (ή μήπως Πάνο;) Κατσιμίχα.
Γιατί τι να μας κάνει η νύχτα – και μια διασκευή του Μιθριδάτη – δε φτάνει…