Νατάσα Μποφίλιου – “Μήπως γι’ αυτό είμαι ΚΚΕ;”
“Δεν θα πω σε καμία και κανέναν να ψηφίσει ΚΚΕ, επειδή το κάνω εγώ. Θα πω όμως να κοιτάξει να μην είναι άδικος, να φροντίσει να είναι αλληλέγγυος. Όταν τοποθετούμαι, ας πούμε για τον φασισμό, δεν κάνω το γούστο μου, είναι το χρέος μου απέναντι σε κάθε άνθρωπο”.
Οι πολιτικές πεποιθήσεις της Νατάσας Μποφίλιου αποτελούν κοινό μη μυστικό, αφού η ίδια ποτέ της δεν τις έκρυψε. Όσο για την αιτία της συμπόρευσής της με το ΚΚΕ, ίσως καμία από τις ως τώρα δηλώσεις της σχετικά δεν υπερβαίνει σε ευρηματικότητα εκείνη της τελευταίας της συνέντευξης στο Popaganda. Προφανώς, η αγαπημένη ερμηνεύτρια δε μένει εκεί, αλλά μιλάει με το γνωστό χειμαρρώδη τρόπο της για μια σειρά ζητήματα, ανάμεσά τους την εμπειρία των καλλιτεχνών στη διάρκεια της πανδημίας και την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης μεταξύ τους, το κύμα βίας κατά των γυναικών, την πολύχρονη συνεργασία της με τους Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμο Ευαγγελάτο, τα “πολυτάραχα” σχολικά της χρόνια, αλλά και το ποιο βιβλίο διαβάζει αυτή την περίοδο.
‘Ηταν αρχές Ιουλίου. Η Νατάσσα Μποφίλιου, στραφτάλιζε μπροστά από τη θάλασσα του Πειραιά. Πήρε το μικρόφωνο και ενώ κάποιες νότες προσπαθούσαν να ξεκινήσουν, εκείνη άρχισε να γράφει τους πιο σπουδαίους στίχους, μιλώντας μας. «Μια απ’ τις πεποιθήσεις που πρωτίστως οι γυναίκες κουβαλάμε, είναι αυτή του “ανήκειν”. Να ανήκεις σε κάποιον. Πρώτα ανήκεις στον πατέρα σου. Μετά, αρχίζεις και μοιάζεις της μάνας σου, που άνηκε στον πατέρα της και ύστερα στον πατέρα σου. Και αυτόν τον κύκλο τον συνεχίζεις και ανήκεις στον άντρα σου, στο αφεντικό σου, στους άλλους. Πέρασαν χρόνια μέχρι να ακούσω τις φωνές των γυναικών που σε αυτόν τον φαύλο κύκλο λένε στοπ και προσπαθούν να αλλάξουν αυτόν τον γαμημένο κύκλο. Αυτό το τραγούδι είναι για όλες τις δεμένες, για όλους τους δεμένους, που ουρλιάζουν και θα ουρλιάζουν αέναα, ανήκω μόνο στον εαυτό μου, ρε».
Λίγες ημέρες μετά, την πήρα τηλέφωνο. Εκείνη ταξίδευε για Κρήτη, εγώ μόλις είχα φτάσει Θεσσαλονίκη, για να δώσουμε τελικά ραντεβού δύο μήνες μετά στην πλατεία Αυδή, πιάνοντας το νήμα μιας εποχής που κλείστηκε ανάμεσα σε τοίχους, έκλαψε, μάτωσε, πείσμωσε, πνίγηκε στις φλόγες και που συνεχίζει να προχωρά γεμάτη εγκαύματα κρατώντας όσο γίνεται το κεφάλι ψηλά.
«Τα τελευταία δύο χρόνια, νομίζω ότι έχω περάσει από όλα τα στάδια. Στην αρχή, ήμουν αμήχανη και αγχωμένη όπως όλες και όλοι απέναντι σε αυτό που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε, προσπάθησα όμως όσο γίνεται να το κατανοήσω. Ο δεύτερος εγκλεισμός με δυσκόλεψε πολύ περισσότερο, φτάνοντας στο σήμερα με ένα αίσθημα αμηχανίας, διαπιστώνοντας ότι εξαιτίας των φρικτών γεγονότων που καθημερινά πλέον βιώνουμε, έχω αποκοπεί απ’ τη σκέψη του κορωνοϊού. Το #metoo, η πολιτική που μας ασκήθηκε με πρόσχημα την πανδημία, οι γυναικοκτονίες και οι φωτιές που κατέκαψαν τη χώρα, με κάνουν να νιώθω ότι το δικό μου συναίσθημα είναι επουσιώδες μπροστά σε μια κοινωνία που ασφυκτιά.
Παρόλα αυτά, την περίοδο αυτή, ασχολήθηκα αρκετά με το συνδικαλιστικό κομμάτι του κλάδου μου. Αυτό που συνειδητοποίησα, είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια, γεγονότα που υπήρχαν και πριν την πανδημία και που μέσα στη ροή της καθημερινότητας, μοιραία αγνοούμε. Χρειάστηκε να έρθει αυτή η υποχρεωτική παύση στις ζωές μας, για να διαπιστώσουμε όλα τα κακώς κείμενα που έχει η δουλειά μας και για τα οποία το κράτος αρνείται επιδεικτικά να μεριμνήσει.
Πρέπει όλες και όλοι να καταλάβουμε ότι ο καλλιτεχνικός κύκλος μιας χώρας, δεν είναι οι πέντε καλλιτέχνες που προβάλλονται, αλλά ένας τεράστιος κορμός ανθρώπων που το κράτος διαχρονικά αντιμετωπίζει σαν αόρατους. Το μόνο που πραγματικά τους νοιάζει, είναι τα Ιδρύματα και τα Αρχαία. Ο πολιτισμός έξω απ’ αυτά, αντιμετωπιζόταν και αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς είπε η Υπουργός Πολιτισμού, σαν ένας κλάδος δηλαδή που επιβιώνει με μαύρο χρήμα. Προφανώς, η δήλωση αυτή, εκτός του ότι εκθέτει την ίδια την κυβέρνηση, είναι και χυδαία γιατί δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Εκτός, αν αναφέρεται στον άνθρωπο που αγωνίζεται να βρει ένα μεροκάματο σε κάποιο κουτούκι για να πάει δύο δραχμές στην οικογένεια του, και δεν θα διεκδικήσει τα ένσημα του γιατί ξέρει καλά πως έτσι θα χάσει τη δουλειά. Και πάλι βέβαια, αυτός δεν είναι κανόνας. Δεν μπορεί όμως να έρχεται το Υπουργείο, που γνωρίζει πολύ καλά σε ποια συνθήκη εξαναγκάζονται οι εργαζόμενοι να συναινούν και να χαρακτηρίζει αβίαστα το επάγγελμα μας, επάγγελμα μαύρου χρήματος. Πρόκειται για αθλιότητα.
Δυστυχώς, με την αντίληψη αυτή μπορεί να ταυτιστεί και μια μερίδα κόσμου, που έχει στο μυαλό του πως ένας καλλιτέχνης που προβάλλεται, ζει και αυτός και τα δισέγγονα του με χρυσά κουτάλια. Αυτές οι εποχές που ίσως υπήρξαν κάποια στιγμή στο παρελθόν, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Μέσα στην πανδημία, έγραφα στα social media για τα προβλήματα του κλάδου μας και από κάτω μου σχολίαζαν «εσύ που παίζεις με μαύρες σακούλες σκουπιδιών». Η πλειοψηφία της δικιάς μου της γενιάς δεν βίωσε ποτέ αυτήν την άνεση που αβίαστα της προσδίδουν. Δουλεύουμε και ζούμε.
Το μόνο θετικό απ’ όλη αυτήν τη διαδικασία είναι η συσπείρωση που υπήρξε μεταξύ μας και η αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε. Όταν ανοίξουν τα μαγαζιά, δεν πρέπει να ξεχάσουμε τι μοιραστήκαμε αυτό το διάστημα και να κλειστούμε ξανά στον μικρόκοσμο μας. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η αλληλεγγύη ήταν το μόνο που μας κράτησε αυτή την περίοδο. Μόνος σου δεν μπορείς να καταφέρεις και να διεκδικήσεις τίποτα. Χρειαζόμαστε πάντα η μια την άλλη, ο ένας τον άλλον.
Να αποσαφηνίσω στο σημείο αυτό, ότι εγώ δεν έχω κάποιο παράπονο, απ’ την άποψη του ότι το ρεπερτόριο μου, η σχέση μας με τον κόσμο και η τύχη, με έφεραν σε μια καλύτερη μοίρα από ανθρώπους που ενδεχομένως να έχουν και περισσότερο ταλέντο από μένα. Οφείλω λοιπόν, αυτή την ευλογία να την αξιοποιήσω ενώνοντας τη φωνή μου με του ανθρώπου εκείνου που ενδεχομένως δεν φτάνει τόσο μακριά. Ζούμε σε μια βαθιά συντηρητική και σκοτεινή εποχή, γι’ αυτό και χαίρομαι για τους πυρήνες που σχηματίζουν οι άνθρωποι που αντιστέκονται, αντιδρούν και αγωνίζονται. Σ’ αυτούς άλλωστε ποντάρω τις ελπίδες μου».
Είμαστε πλέον στο τέλος του καλοκαιριού, της λέω για τη Φολέγανδρο που πήγα δεκάδες φορές φέτος, ακούγοντας την να τη σιγοτραγουδά στα αυτιά μου, αυτό τον αιώνιο Αύγουστο. «Όσα βιώσαμε αυτόν τον Αύγουστο, μου δημιουργούν βαθιά στεναχώρια και φόβο. Καμένη ζωή. Ακούω όσα λέγονται καθημερινά γι’ αυτή την καταστροφή, όμως θα επιλέξω να μην αναφερθώ σε καμία από τις δηλώσεις που έγιναν πάνω στα αποκαΐδια. Είναι στ’ αλήθεια τόσο βρώμικα, που ντρέπομαι και να τα επαναλάβω. Ξέρω καλά ότι έχουμε τελειώσει με όσους ασκούν αυτή τη στιγμή εξουσία, δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα από εκείνους. Το μόνο που έχουν καταφέρει όλο αυτό το διάστημα, είναι να μη μας εκπλήσσει τίποτα. Είμαι κουρασμένη και οργισμένη».
Η Νατάσσα, συνεργάζεται με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο κοντά 17 χρόνια, σκαρώνοντας διαρκώς εξόδους κινδύνους. «Είναι η οικογένεια μου, οι κολλητοί μου, η φωνή της ψυχής μου. Είναι τεράστια τύχη να έχω τέτοιες διεξόδους στη ζωή μου, και γι’ αυτό επενδύω με όλο μου το είναι σε αυτές τις σχέσεις. Είμαστε απόλυτα ισότιμοι, γιατί είμαστε ιδεολόγοι. Είμαστε παιδιά της ομάδας, δεν έχω λειτουργήσει ποτέ αλλιώς. Το σημαντικό είναι να ξέρεις τον ρόλο σου και ταυτόχρονα να σέβεσαι τον ρόλο του άλλου. Είμαστε ικανοποιημένοι και χορτασμένοι άνθρωποι, χωρίς απωθημένα. Δεν αναφέρομαι μόνο σε εμάς τους τρεις, αλλά σε όλη την ορχήστρα. Για εμάς δεν ισχύει το ουδείς αναντικατάστατος, είναι όλοι σημαντικοί και σπουδαίοι. Καταφέραμε να αποδείξουμε πως μπορεί κάποιος να προχωρήσει και από έναν άλλον δρόμο, με τον δικό μας τρόπο. Ο δίσκος που φτιάξαμε αυτή την περίοδο, ήταν για εμάς σανίδα σωτηρίας, όπως και οι συναντήσεις μας με την μπάντα, παίζοντας για ένα κοινό που περηφανεύομαι απόλυτα γι’ αυτό. Η Εποχή του Θερισμού, που ανεβάζουμε αυτήν την περίοδο, νομίζω ότι είναι ό,τι ομορφότερο έχουμε κάνει».
Δεν είναι λίγες οι φορές που η Νατάσα έχει αναφερθεί στους γονείς της και στον καθοριστικό ρόλο που έχουν παίξει στη ζωή της. Αναρωτιέμαι ποια είναι εκείνα τα συστατικά που μετατρέπουν ένα παιδί σε έναν απαγκιστρωμένο ενήλικα, που εκφράζεται ελεύθερα, αναλαμβάνοντας κάθε φορά το κόστος. «Οι γονείς μου, κατάφεραν να μας κάνουν να νιώσουμε πως θα είναι δίπλα μας σε ό,τι και αν αποφασίσουμε για τη ζωή μας, ακόμη και αν διαφωνούσαν, καταφέρνοντας με τα χρόνια να γίνονται όλο και καλύτεροι. Εκείνοι μας μεγάλωσαν μέχρι μία ηλικία, τώρα τους «μεγαλώνουμε» εμείς, μας ακολουθούν, δεν τους ακολουθούμε. Μακάρι στην ηλικία τους να μπορώ να ακούω με την ευκολία που ακούνε εκείνοι, εμένα και τα αδέρφια μου. Αγάπη, ανιδιοτέλεια και πίστη στα ιδανικά μας. Έτσι μεγαλώσαμε.
Μέσα απ’ όλα αυτά κατάφερα να μην έχω διλήμματα, διατηρώντας καθαρό μέσα μου τι είναι καλό για εμένα, και όσο και αν μοιάζει απόλυτο, νιώθω ανακουφισμένη απ’ αυτήν τη στάση. Ξέρω από ποια μεριά της ζωής θέλω να σταθώ, ποια θέση θέλω να κατέχω. Προφανώς και υπάρχουν επιπτώσεις, όμως δεν τις ζύγισα ποτέ. Ήξερα απ’ τα 19 μου υποσυνείδητα ότι θα γίνω ερμηνεύτρια κι ας μην το παραδεχόμουν. Δεν αμφιταλαντεύτηκα ποτέ έκτοτε πάνω σε αυτό. Γεμίζω σαν άνθρωπος, δεν σκέφτομαι το αύριο όσο και αν με νοιάζει να εξελίσσομαι. Ευχαριστιέμαι την κάθε στιγμή. Από εκεί προκύπτει και ο αυθορμητισμός μου, ο οποίος όμως είναι πάντα στο πλαίσιο αυτού που έχω επιλέξει να είμαι. Μήπως γι΄αυτό είμαι ΚΚΕ;».
Το Μεταξουργείο είναι ένα όνειρο, όσο περνάει η ώρα και η μέρα παίρνει ένα χρώμα πορτοκαλί. Τη γυρνάω στη βραδιά στο Βεάκειο, στα λόγια εκείνα με τα οποία ξεκίνησε αυτή η συνέντευξη. «Η “Δεμένη” γράφτηκε πριν δέκα χρόνια και πρόκειται για ένα τραγούδι το οποίο έχω πει εκατοντάδες φορές, χωρίς να καταλαβαίνω σε βάθος τι εκφράζει, παρά τη συγκίνηση που μου προκαλούσε. Αυτό μάλλον σημαίνει, ότι όλα αυτά τα χρόνια, παρότι γνώριζα τι εστί φαλοκρατισμός και πατριαρχία -έχοντας όμως παράλληλα και την τύχη να μεγαλώσω σαν γυναίκα σε όχι κακοποιητικά περιβάλλοντα-, η προσέγγιση μου ήταν περισσότερο επιδερμική, χωρίς να έχω κατανοήσει το πραγματικό αποτύπωμα αυτών των εννοιών στην κοινωνία, ένα αποτύπωμα ριζωμένο και στη δική μας γενιά.
Να σου πω την αλήθεια, δεν είχα σκεφτεί ότι θα μιλήσω εκείνο το βράδυ, όμως έπρεπε να φύγει από μέσα μου όλο αυτό που νιώθω, για όσα δεν σταματούν να έρχονται στη δημοσιότητα εις βάρος των γυναικών, εις βάρος μας. «Τι με κοιτάς, τι να σου λέω εδώ τα βλέπεις, θες με κρατάς και αν δεν σου κάνω με επιστρέφεις». Η απόλυτη κτήση. Μεγαλώνεις και μαθαίνεις να είσαι κτήμα κάποιου και μετά κάποιου άλλου. Ξεκινάει από τη γιαγιά σου, τη μάνα σου, τη δουλειά σου. Δεν μιλάω μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Εσένα μου λες πριν έναν χρόνο σου σκίστηκε το δέρμα. Γιατί; Για μια γαμωδουλειά. Αλλά έτσι μας έχουν μάθει και εμείς πρέπει να μάθουμε να το ξεριζώνουμε. Εγώ που μεγάλωσα με μια μάνα που έκανε τσαμπουκά σε όποιον τολμούσε να μας πειράξει, έχει τύχει να μου φερθεί χυδαία μαγαζάτορας και αντί να τον καταγγείλω, έβαλα τα πράγματα μου στη βαλίτσα και έφυγα. Εγώ που μεγάλωσα με αυτήν τη μάνα, που όμως είχε και άλλες πρακτικές που μέσα μου έγραψαν και έγιναν πεποίθηση.
Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είμαι κάθε κορίτσι που κακοποιείται και δολοφονείται, και αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε εμάς, όχι σε κάποιες γυναίκες κάπου μακριά που δεν γνωρίζουμε. Είναι χυδαιότητα πάνω από τα κορμιά και τον πόνο των γυναικών να αναπτύσσεται η ρητορική του «γιατί δεν έφυγες, γιατί δεν τον χτύπησες». Είναι ελεεινό. Η πιο δυναμική γυναίκα, μπορεί να υποστεί κακοποίηση. Αναφέρομαι στις γυναίκες γιατί το φύλο μας ταλαιπωρείται στους αιώνες, όμως υπάρχουν και κάποια αγόρια που όπως είδαμε και στο #metoo, υπέφεραν. Εγώ και εσύ είμαστε υποψήφια θύματα. Δεν ήταν οι γυναίκες αυτές άτυχες, εμείς είμαστε τυχερές. Είναι γυναικοκτονία. Τη σκότωσε γιατί είναι γυναίκα, γιατί ένιωσε ότι μπορεί. Είναι προφανές, όσο και αν κάποιοι επιμένουν να το αγνοούν. Δεν πειράζει. Θα το λέμε ξανά και ξανά, όσες φορές χρειαστεί. Θα ουρλιάζουμε μέχρι καμία άλλη γυναίκα δολοφονημένη και κακοποιημένη».
Δεν είναι ποτέ εύκολες αυτές οι κουβέντες, αναπτύσσουν μια φόρτιση που εμπεριέχει ένα κράμα οργής, φόβου και πόνου. «Οι γυναίκες που θαυμάζω και είναι πρότυπα μου, είναι αυτές που έχω γύρω μου. Άνθρωποι που έχω δει πώς λειτουργούν στην καθημερινότητα. Σίγουρα η μητέρα μου μαζί με τις αδελφές, τις γιαγιάδες και τις φίλες μου. Αυτές με διαμόρφωσαν και με δίδαξαν πώς να περπατάω σήμερα στη ζωή. Αν η κοινωνία καταφέρει ποτέ να επουλώσει τα τραύματα της, θα το έχει κάνει χάρη των γυναικών».
Της εξηγώ ότι αυτό που με εντυπωσιάζει σε εκείνη, εκτός απ’ το μετάξι που υφαίνουν οι χορδές της στον ήχο του κόσμου, είναι η απόλυτη ισορροπία του αυθορμητισμού της με την πάντα δομημένη σκέψη που συνιστά ένα καταγγελτικό, χωρίς φόβο, λόγο. «Έχει τύχει να μου πουν διάφοροι άνθρωποι ότι το να εκφράζω τη γνώμη μου δημόσια θα έχει αντίκτυπο στην καριέρα μου, όμως όπως καταλαβαίνεις είναι μια γνώμη που δεν με αφορά, ούτε την μετράω. Παρόλα αυτά, προφανώς και γνωρίζω ότι η στάση μου αυτή έχει επιπτώσεις, χωρίς όμως να με προβληματίζει ποτέ ιδιαίτερα. Οι γονείς μου χρειάστηκε να με αλλάξουν επτά σχολεία, γιατί σε όσα ήμουν δεν εναρμονίζονταν με το περιβάλλον που βρισκόμουν. Επανέρχομαι λοιπόν σε αυτό που σου είπα πριν, δεν έχω διλλήματα. Οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να έχουμε και να παίρνουμε θέση, να παράγουμε σκέψη και να πορευόμαστε με τις ιδέες μας. Το μόνο που προσπαθώ κάθε φορά, είναι οι τοποθετήσεις μου να μην είναι μόνο με γνώμονα το γούστο μου. Τοποθετούμαι δημόσια όταν νιώθω ότι αυτό που εκφράζω είναι υπέρ ενός συνόλου ανθρώπων, που έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την αλληλεγγύη. Προφανώς έχω μια συγκεκριμένη άποψη για την κυβέρνηση και τις πολιτικές που ασκεί, όμως δεν θα εκμεταλλευτώ τη διεισδυτικότητα που μπορεί να έχει ο λόγος μου, ώστε να τοποθετηθώ για ένα θέμα σε σχέση ας πούμε με τον Μητσοτάκη. Αυτό έχει να κάνει με το γούστο μου. Θα χρησιμοποιήσω όμως τις απόψεις μου και θα τοποθετηθώ, όταν στο θέμα στο οποίο θα αναφέρομαι έχει να κάνει με την ανθρωπιά και το δίκαιο.
Δεν θα πω σε καμία και κανέναν να ψηφίσει ΚΚΕ, επειδή το κάνω εγώ. Θα πω όμως να κοιτάξει να μην είναι άδικος, να φροντίσει να είναι αλληλέγγυος. Όταν τοποθετούμαι, ας πούμε για τον φασισμό, δεν κάνω το γούστο μου, είναι το χρέος μου απέναντι σε κάθε άνθρωπο».
Επαναλαμβάνω τη λέξη φασισμός, τη ρωτάω αν τον ξεφορτωθήκαμε μια για πάντα εκείνη την Τετάρτη του περασμένου Οκτώβρη. «Είσαι καλά, Χρύσα; Βάλαμε την εγκληματική οργάνωση στη φυλακή, όμως οι υποστηριχτές της έμειναν έξω στην καθημερινότητα μαζί μας. Μπαίνεις στα social media και οι χρυσαυγίτες είναι εκεί, απλά χωρίς το σήμα της Χρυσής Αυγής. Θες να μιλήσουμε και για μέλη της κυβέρνησης που βγαίνουν και κάνουν δηλώσεις περί Αφγανών που δεν χωράνε στη χώρα; Αυτοί δεν είναι φασίστες; Αυτοί είναι που στρώνουν τον δρόμο για την επόμενη, ακόμη πιο επικίνδυνη Χρυσή Αυγή. Τρέμει η ψυχή μου».
Είναι η στιγμή που συμφωνήσαμε να αλλάξουμε θέμα, μιας και τις τρεμάμενες φωνές μας θα τις διαδεχόντουσαν τα δάκρυα, όμως δεν τα καταφέραμε. «Τη μέρα στο Εφετείο δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ένιωσα συναισθήματα που δεν έχω ξανανιώσει. Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να φύγουμε όμως, δεν μίλαγε κανείς, ξέραμε και ξέρουμε ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει.
Είναι και η Μάγδα Φύσσα, που και να θες δεν μπορείς να ξεχάσεις. Η Μάγδα, που δεν είναι πλέον μόνο μια μάνα, είναι ένα σύμβολο που με τον αγώνα της πέρασε τον Παύλο στην αιωνιότητα. Η Μάγδα κατάφερε να δώσει έναν τεράστιο αγώνα, ενώ πέθανε μέσα της. Της χρωστάμε πολλά από το μέλλον μας».
Στη Νατάσσα αρέσει να διαβάζει, αυτήν την περίοδο μάλιστα την έχει συνεπάρει η «Πατρίδα» του Φερνάντο Αραμπούρου, ενώ παράλληλα ο σύντροφος της την έχει ανακηρύξει χαριτολογώντας πρέσβειρα του ελληνικού hip hop. «Ακούω πολύ αυτήν τη μουσική. Οι αγαπημένοι μου είναι ο Bloody Hawk, ο Λεξ και ο Answer, αλλά και οι Social Waste και οι Στίχοιμα. Είχα πολλά χρόνια να ταυτιστώ με τον λόγο και να νιώσω ότι αυτά που σκέφτομαι κάποιος τα εκφράζει καλλιτεχνικά. Αυτό που βρήκα στη ραπ το έψαχνα χρόνια. Ο Λεξ είναι για εμένα ένας απ’ τους κορυφαίους καλλιτέχνες της 20ετίας. Είναι εκτεθειμένο συναίσθημα με ταυτότητα το hip hop, και αυτό απουσιάζει απ’ την σύγχρονη ελληνική σκηνή».