Νίκος Παπάζογλου – Ο χειμερινός κολυμβητής του ελληνικού τραγουδιού
Με σεμνότητα και χωρίς πολύ ντόρο γύρω από τ’ όνομά του, κατάφερνε σίγουρα να είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες παρουσίες στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Μπορεί κάποιοι να ερίζουν για τον τίτλο του κορυφαίου τραγουδοποιού ή ερμηνευτή, ο Νίκος Παπάζογλου με σεμνότητα και χωρίς πολύ ντόρο γύρω από τ’ όνομά του, κατάφερνε σίγουρα να είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες παρουσίες στο ελληνικό πεντάγραμμο.Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από προσφυγική οικογένεια, έχοντας καταγωγή από ένα χωριό των Σερρών. Όσοι δε γνωρίζουν τα πρώτα βήματά του, αλλά μόνο την όψιμη μουσική του διαδρομή και το στιλ που τον καθιέρωσε, εκπλήσσονται μαθαίνοντας πως ξεκίνησε από τους Olympians, ως αντικαταστάτης του Πασχάλη Αρβανιτίδη, ο οποίος τραγούδησε μάλιστα τις πρώτες συνθέσεις του.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης επέρχεται η μουσική του ωρίμανση, καθώς νιώθει κι ο ίδιος ελεύθερος ν’ ακολουθήσει τα μονοπάτια που ήθελε.
Όργωσε ολόκληρη την Ελλάδα, δίνοντας συναυλίες σε ξεχασμένα νησιά, όπως η Αστυπάλαια, η Κάρπαθος, το Αγαθονήσι και η Νίσυρος, που έγινε το αγαπημένο του καταφύγιο και οι κάτοικοί της τον μνημονεύουν ακόμα.
Ο μεγάλος σεισμός του ’78 κατέστρεψε το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, με εκείνον να στέλνει τη γυναίκα και τη νεογέννητη κόρη του σε συγγενείς στην Αμερική και να φιλοξενείται στο σπίτι του Διονύση Σαββόπουλου στο Πήλιο ώσπου να χτιστεί το καινούριο δικό του σπίτι. Ο Σαββόπουλος, με τον οποίο συνεργάστηκαν πολλές φορές, με αποκορύφωμα τους “Αχαρνείς” αποκαλούσε τον Παπάζογλου “Push – pull”, λόγω των τεχνικών γνώσεων που διέθετε.
Ο καλλιτέχνης συνδέθηκε με την πόλη του και ανέπτυξε μια πλούσια δραστηριότητα ως δημιουργός, που περιελάμβανε ακόμα και εμφανίσεις στον πρώτο όροφο του Λευκού Πύργου, όπου άναβαν κεριά. λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού στο μνημείο. Για περίπου 10 χρόνια είχε ένα μπαρ στους Νέους Επιβάτες, το “Μπαχτσέ Τσιφλίκ”, εκεί που βρισκόταν το πατρικό της μητέρας του.
Τον καθιέρωσαν το ιδιαίτερο γρέζι της φωνής του, το κλασικό κόκκινο μαντήλι που πάντα συμπλήρωνε την εμφάνισή του, οι συναυλίες και το πάθος που έβγαζε σε αυτές και οι μεγάλες επιτυχίες που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Εμβληματικό κομμάτι του υπήρξε ο “Αύγουστος”, που γράφτηκε για μια γυναίκα που είχε ερωτευτεί το διάστημα που ζούσε στο Πήλιο, αλλά οι τύψεις του για την οικογένεια που είχε φύγει στην Αμερική δεν τον άφησαν να ζήσει το πάθος του. Άλλες μεγάλες επιτυχίες ήταν τα “Κανείς εδώ δεν τραγουδά”, “Στη Ρωγμή του χρόνου”.
Εποχή άφησε η συνεργασία του με το Μανώλη Ρασούλη, ως ερμηνευτής σε πλειάδα κομματιών, που αγαπήθηκαν και ακόμα τραγουδιούνται από ανθρώπους κάθε ηλικίας όπως: “Πότε βούδας, πότε Κούδας”,”Μπαίνουμε στον Υδροχόο”, “Τρελή κι αδέσποτη”, “Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια”. Για το τελευταίο μάλιστα, κυκλοφόρησε κάποια χρόνια αργότερα και ένα τραγούδι – ανταπάντηση με ερμηνευτή το Στράτο Διονυσίου, με τίτλο “Ποιος το είπε για τους μάγκες πως χαθήκανε“.
Συγκλονιστική είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από το τραγούδι “Φύσηξε ο Βαρδάρης”, καθώς ήταν αφιερωμένο στον τραγικό χαμός της αδελφής του, που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια του, όταν ένας οδηγός λεωφορείου έχασε τον έλεγχο του οχήματος μες στην καταρρακτώδη βροχή κι έπεσε πάνω στη στάση.
Έδινε μάχη με την επάρατο, την οποία τελικά έχασε στις 17 Απρίλη 2017, λίγο καιρό μετά την απώλεια του στενού του συνεργάτη Μανώλη Ρασούλη.