Nina Simone: Η εβένινη φωνή της Αφροαμερικανικής επανάστασης
Το κοντράλτο της σε θρυμματίζει σε μικρά-μικρά κομμάτια και σε αφήνει εκεί ένα μικρό σωρό από μικρούτσικα ”εγώ” . Δύσκολο να σου συμβεί με όλους τους καλλιτέχνες. Είναι όπως ο πραγματικός έρωτας που νιώθεις μόνο για λίγους. Σαν σήμερα θα ΄χε γενέθλια.
Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο πως η Nina Simone, γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου, ημερομηνία στην οποία έχουν συμβεί σπουδαία γεγονότα. Η Ιωάννα της Λωραίνης στέκεται για πρώτη φορά μπροστά στο δικαστήριο με την κατηγορία της αιρετικής. Μόνη απέναντι σε άνδρες όπως ακριβώς και την ώρα της μάχης. Με τον ίδιο τρόπο η Nina βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπη, τόσο με τους άνδρες της ζωής της, όσο και με τα στερεότυπα που η λευκή ανδρική πατριαρχία είχε προλάβει να εγκαθιδρύσει στις Η.Π.Α.
Έπειτα, σαν σήμερα εκδόθηκε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και παρότι η Nina δεν υπήρξε ποτέ κομουνίστρια, υπήρξε ωστόσο φλογερή υποστηρίχτρια και επαναστάτρια στον αγώνα των Αφροαμερικάνων και ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις. Σε σημείο να καταστρέψει την ίδια της την καριέρα και να φύγει από την Αμερική χωρίς ποτέ να μπορέσει να επιστρέψει πίσω.
Γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1933 στην Νότια Καρολίνα σε φτωχική οικογένεια με 8 παιδιά. Εκείνη ήταν η έκτη στην σειρά. Η μητέρα της ήταν υπηρέτρια και ο πατέρας της ένας απλός εργάτης που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του υπέφερε από την κακή του υγεία. Είχε κλίση από παιδί στην μουσική και έπαιζε πιάνο τραγουδώντας στην εκκλησία των Μεθοδιστών όπου άνηκε η οικογένεια της. Χάρη στην βοήθεια της εκκλησίας κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και να λάβει μαθήματα μουσικής από τον Καρλ Φρίντμπεργκ της σχολής Τζούλιαρντ το 1950, ανυπομονώντας να περάσει στην περίφημη σχολή Κέρτις στην Φιλαδέλφεια. Όνειρο που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα και την απογοήτευσε πολύ ενώ μέσα της, της ενστάλαξε την πεποίθηση πως ο αποκλεισμός της έγινε καθαρά για φυλετικούς λόγους.
Προσπαθώντας να τα καταφέρει οικονομικά αρχίζει και παίζει σε μικρά κλαμπ πιάνο ώστε να μπορεί να ολοκληρώσει τις κλασικές της σπουδές. Φοβούμενη τους γονείς της και ιδιαίτερα την μητέρα της, η οποία είχε θέση ιερέα στην εκκλησία των Μεθοδιστών, τότε ήταν που άλλαξε το όνομα της από Eunice Kathleen Waymon σε Nina Simone. Nina όπως κορίτσι για να ταιριάζει με το όνομα του τότε συντρόφου της Chico, δηλαδή παιδί στα ισπανικά. Το Simone το ”έκλεψε” από την Γαλλίδα ηθοποιό Simone Signoret μαγεμένη από την ερμηνεία της στην ταινία ”Χρυσό κράνος”.
Στο παίξιμο της μπλέκει την τζαζ, με την γκόσπελ και την κλασική μουσική. Το κοντράλτο της υπνωτίζει τους θαμώνες των μικρών κλαμπ. Εκείνη απλά προσπαθεί να βιοποριστεί ώστε να τελειώσει τα ”σοβαρά μαθήματα κλασικής μουσικής”. Ερωτεύεται και παντρεύεται ένα μπίτνικ τύπο της εποχής, αλλά γρήγορα το μετανιώνει, χωρίζει και συνεχίζει τις εμφανίσεις μέχρι που ένας φίλος της το 1958 την παρακαλεί να ηχογραφήσει για εκείνον το τραγούδι ”I love you Porgy ”.
Γίνεται αμέσως επιτυχία και μπαίνει για πολλές βδομάδες στα πρώτα 20 τραγούδια της Αμερικής.Μην γνωρίζοντας το χώρο της μουσικής βιομηχανίας, δεν εκμεταλλεύεται τα πνευματικά δικαιώματα του δίσκου, πουλώντας τα για 3.000 δολάρια, ενώ η δισκογραφική της κερδίζει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια.
Η επόμενη εταιρία της η Colprix records αναγνωρίζοντας το χρυσάφι στην φωνή της, αποφάσισε να της παραδώσει εντελώς το τιμόνι στις επιλογές των τραγουδιών. Μια εμπιστοσύνη που αντάμειψε και τις δυο πλευρές. Η φωνή της απογείωνε κάθε τραγούδι. Τα παλιά κομμάτια λάμβαναν ξανά ζωή διαγράφοντας μια νέα καριέρα, όπως το τραγούδι ”Love me or leave me” γραμμένο το 1928 για την επιθεώρηση Whoopee! και το οποίο απογειώνει προσθέτοντας στα μισά του ένα αυτοσχεδιασμό επηρεασμένο από το έργο του Μπαχ ”Ανακαλύψεις και Συμφωνίες”. Το άστρο της αρχίζει να ανατέλλει όχι όμως και η προσωπική της ζωή.
Παρότι τα μεγαλύτερα κλαμπ της Αμερικής και της Ευρώπης της κλείνουν συμβόλαια, εκείνη προσπαθεί να βρει την ηρεμία και την οικογενειακή γαλήνη δίπλα στον σύζυγο και μετέπειτα μάνατζερ της αστυνομικό Άντριου Στρουντ, με τον οποία αποκτά μια κόρη την Λίζα. Νιώθει ανάγκη να προστατευτεί από έναν δυνατό άνδρα και να αφεθεί να καθοδηγηθεί από αυτόν. Περίεργο για μια τόσο δυναμική γυναίκα να βρεθεί ξαφνικά μέσα σε ένα κακοποιητικό γάμο με έναν άνδρα ο οποίος της ασκούσε ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική βία, ενώ στην συνέχεια την εκμεταλλεύτηκε και οικονομικά. Αρκετοί είναι εκείνοι που σήμερα επιμένουν πως εξαιτίας της διπολικής της διαταραχής ένιωθε αδύναμη να ανταπεξέλθει μόνη της απέναντι στην ζωή και στην καριέρα της και πως αυτή ήταν η αχίλλειος πτέρνα της που ο Άντριου ήξερε να χειρίζεται. Άλλωστε το κοινό δεν έπρεπε να μάθει την δεκαετία του ’60 για την φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε και φρόντιζε να το κρύβει δημόσια. Ο πιο κοντινός της άνθρωπος που γνώριζε την ασθένεια της έγινε ο τέλειος δυνάστης της.
”Το μόνο που ήξερα να κάνω ήταν να δουλεύω, να δουλεύω σαν το σκυλί. Εκείνος με προστατεύει από όλους εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Τον φοβάμαι.” έγραφε στο ημερολόγιο της.
Ένα βράδυ την βλέπει να βάζει στην τσέπη της το γράμμα ενός θαυμαστή της και όταν βγαίνουν από το κλαμπ αρχίζει και την χτυπά μέσα στην μέση του δρόμου.
“Με χτύπαγε σε όλο το δρόμο για το σπίτι, στις σκάλες της εισόδου, μέσα στο ασανσέρ, πάνω στο δωμάτιο μας. Με απείλησε με όπλο, με έδεσε και με βίασε”.
Το 1963, γράφει για πρώτη φορά ένα τραγούδι που πρόκειται να γίνει εθνικός ύμνος για το μαύρο κίνημα στην Αμερική. Το ”Mississippi Coddmam” με αφορμή την δολοφονία 4 μαύρων κοριτσιών έπειτα από βομβαρδισμό μιας εκκλησίας Βαπτιστών.
Το τραγούδι της προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις μέσα στην Αμερική. Πολλά ραδιόφωνα μποϊκοτάρουν τον δίσκο της. Ραδιοφωνικοί παραγωγοί στην Νότια Καρολίνα σπάνε τους δίσκους της και επιστρέφουν τα κομμάτια τους πίσω στην δισκογραφική εταιρία. Η καριέρα της αρχίζει να φθίνει. Εκείνην, όμως, δεν φαίνεται να την πτοεί αυτό. Από μικρή ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει για όσα την έπνιγαν.
Θυμόταν ακόμα την προσβολή που είχαν κάνει στους γονιούς της, όταν εκείνη σε ηλικία 12 ετών σε ένα κονσέρτο πιάνου όπου θα έπαιζε η ίδια, τους είπαν να περάσουν στο βάθος της αίθουσας ώστε ένα λευκό ζευγάρι να πάρει τις θέσεις τους μπροστά στην σκηνή. Τότε η μικρή Nina αντέδρασε έντονα και απείλησε πως δεν θα έβγαινε στην σκηνή αν δεν έδιναν πίσω τις μπροστινές θέσεις στους γονείς της. Ύστερα ο αποκλεισμός της από την Μουσική Σχολή και τόσα άλλα προσωπικά και μη περιστατικά που την είχαν σημαδέψει. Οι αναίτιοι ξυλοδαρμοί αφροαμερικάνων και οι δολοφονίες τους, την είχαν ταράξει βαθιά.
Στην δεκαετία του ’60, η αφροαμερικάνικη κοινότητα βρισκόταν σε αναβρασμό.Από την μια ο ειρηνευτικός λόγος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και από την άλλη ο πύρινος -”πολεμικός” λόγος του Μάλκομ Χ. Οι Αφροαμερικάνοι για πρώτη φορά στην ιστορία τους σηκώνουν πραγματικά κεφάλι ενάντια στην καταπίεση αιώνων. Η Nina βρίσκει τον εαυτό της περισσότερο μέσα στον φλογερό λόγο του Μάλκομ Χ, παρά στα μειλίχια και διαπραγματευτικά λόγια περί ειρήνης του Κινγκ. Δίνει κονσέρτα και γράφει τραγούδια τα οποία ξεσηκώνουν τους ανθρώπους της φυλής της. Εμφανίζεται σε πορείες διαμαρτυρίας και ενώνει την φωνή της μαζί με εκείνη των καταπιεσμένων. Σηκώνει τις γροθιές της και ξεφεύγει στις απόψεις της αρκετές φορές. Τάσσεται υπέρ του ένοπλου αγώνα, την δημιουργία ξεχωριστού κράτους για τους αφροαμερικάνους επί αμερικανικού εδάφους … ακόμα και την δηλητηρίαση νερού τοπικής περιοχής ως αντεκδίκηση.
Το 1970, μετά τις δολοφονίες των 2 ηγετών των αφροαμερικάνων αποφασίζει, απογοητευμένη από το δισκογραφικό της μποϊκοτάζ, να φύγει από την Αμερική. Χωρίζει με τον Άντριους και καταφεύγει στα νησιά Μπαρμπεϊντος, όπου συνάπτει σχέση με τον πρωθυπουργό της χώρας Έρολ Μπάροου. Ο σύζυγος της στην Αμερική συνεχίζει να καρπώνεται τα πνευματικά της δικαιώματα. Όταν αποφασίζει να επιστρέψει την περιμένει η εφορία της Αμερικής, αρνείται να πληρώσει τους φόρους της ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον Πόλεμο του Βιετνάμ και ξαναφεύγει για τα νησιά Μπαρμπέϊντος. Αποφασίζει να ταξιδέψει στην Λιβερία και να παραμείνει εκεί για λίγους μήνες προσπαθώντας να συνδεθεί με τις αρχέγονες ρίζες της φυλής της. Η ψυχολογική της αστάθεια την κάνει να ξεσπά πάνω στο παιδί της, το οποίο δεν αντέχει τις ψυχολογικές τις μεταπτώσεις και αποφασίζει να γυρίσει στην Αμερική και να ζήσει με τον πατέρα της.
Η καριέρα της παρουσιάζει αργή, αλλά σταθερή ανάκαμψη. Εμφανίζεται σε κλαμπ στην Αγγλία και στην Γαλλία και ηχογραφεί μετά από καιρό απουσίας ένα νέο δίσκο 1978. Την δεκαετία του ’80, μια διαφήμιση του αρώματος Channel No5 ντυμένο με την μουσική του τραγουδιού ”My baby just cares for me” την ξαναφέρνει στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Ένα ακόμα τραγούδι από εκείνη την επιθεώρηση του 1928 γίνεται εισιτήριο για να ανέβει πάλι στην κορυφή.
Μένει στην Ελβετία, μετά στην Ολλανδία και καταλήγει στην Γαλλία όπου μένει μέχρι το τέλος της ζωής της. Το 1992 γράφει την αυτοβιογραφία της με τίτλο ”I put a spell on you”. Ομότιτλο με το τραγούδι του Scream’ Jay Hawkins γραμμένο το 1956, το οποίο είναι ένα από τα πιο γνωστά και πολυδιασκευμένα τραγούδια. Η φωνή της ταίριαζε γάντι με το πάθος και την τρέλα του δημιουργού του. Σαν να ήταν η θηλυκή εκδοχή του, ίσως πιο σκοτεινή σε σχέση με την γκροτέσκο μορφή του ίδιου.
Το 1993, εγκαθίσταται μόνιμα στην Γαλλία. Εκεί την βρίσκει ένας από τους χειρότερους εφιάλτης για μια γυναίκα, ο καρκίνος του μαστού. Φεύγει από την ζωή το 2003 με τελευταία επιθυμία της να σκορπίσουν τις στάχτες της σε πολλές χώρες της Αφρικής, όπως και έγινε.