Ντ. Σοστακόβιτς: “Αν μου κόψουν και τα δυο μου χέρια, θα πιάσω ένα φτερό με τα δόντια και θα γράψω μουσική”
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι παρέμεινε δημιουργικός μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Έλεγε πάντοτε στους μαθητές του: “Δεν πρέπει να γράφεις μουσική αν μπορείς να μη γράφεις”. Ο ίδιος δεν μπορούσε να μη γράφει. Είχε πάθος με τη δημιουργία.
Σήμερα είναι η επέτειος θανάτου του Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, του μεγάλου σοβιετικού συνθέτη, που πέθανε στις 9 Αυγούστου 1075. Τιμής ένεκεν, αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο “Ο πατέρας μας DSch” (εκδόσεις Μουσαίο) που έγραψαν τα παιδιά του Μαξίμ και Γκαλίνα, με την επιμέλεια του Μιχαήλ Άρντοφ και την παρεμβολή άλλων αφηγήσεων κι αποσπασμάτων, πχ από την εργασία της Σοφίας Χέντοβα “Σοστακόβιτς, η ζωή και το έργο του” αλλά και από την αλληλογραφία του συνθέτη με το φίλο του Ισαάκ Γκλίκμαν. Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα προέρχονται από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στο τέλος του Σοστακόβιτς και πρέπει να διαβαστούν γνωρίζοντας τον περιορισμό πως είναι στο αντισταλινικό πνεύμα της εποχής και των επόμενων χρόνων, που δεν άφησε ανεπηρέαστο και τον ίδιο το συνθέτη.
Μαξίμ:
Τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας του πατέρα έκαναν την εμφάνισή τους το 1958. Έδινε συναυλίες στη Γαλλία. Τότε ήταν που αισθάνθηκε αδυναμία στο δεξί χέρι. Αρχικά νόμισε πως το “κούρασε”. Οι πιανίστες χρησιμοποιούν αυτό τον όρο όταν από τις πρόβες και τις συναυλίες τα χέρια τους κουράζονται και αρχίζουν να πονάνε… Η ασθένεια όμως εξελισσόταν και εν τέλει έγινε η διάγνωση: “Πλευρική αμυοτροφική σκλήρωση”. Στην Αμερική εν συντομία φέρει την ονομασία SLA. Πρόκειται για πολύ ύπουλη αρρώστια. Προσβλήθηκε όλη η δεξιά πλευρά του σώματός του και υπήρχε ο κίνδυνος να παρουσιάσει αναπνευστικό πρόβλημα στο μέλλον. Δεν έφτασε μέχρι αυτού του σημείο… εμφανίστηκε ο καρκίνος του πνεύμονα. Ντρεπόταν για τα προβλήματα υγείας. Αλλά τα αντιμετώπιζε με σύνεση.
Ισαάκ Γκλίκμαν:
Στις 5 Μαΐου 1972 δόθηκε η πρεμιέρα της Δέκατης πέμπτης συμφωνίας. Η αίθουσα της Φιλαρμονικής ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Το κοινό κοιτούσε το θεωρείο όπου καθόταν ο Σοστακόβιτς. Είχα την εντύπωση ότι πολλοί ήρθαν στη συναυλία όχι μόνο για να ακούσουν τη συμφωνία, αλλά για να δουν από κοντά τον αγαπημένο τους δημιουργό.
Φορούσε μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και από μακριά φαινόταν πολύ όμορφος.
Μόλις τελείωσε η συναυλία άρχισαν τα χειροκροτήματα. Η εμφάνισή του στη σκηνή συνεπήρε το κοινό. Στα παρασκήνια μου είπε: “Αν ήξερες πόσο υπέφερα όταν στάθηκα στη σκηνή”. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο πόνος.
Ο μαέστρος Κυρίλ Κοντράσιν:
Το 1970 είχα συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό μου πολλά έργα του Σοστακόβιτς και μου ήρθε η ιδέα της δημιουργίας ενός κύκλου με όλες τις συμφωνίες του, με αφορμή τα εξήντα χρόνια από τη γέννησή του. Η ιδέα ολοκληρώθηκε σε δύο χρόνια. Ο Ντμίτρι Ντμιτρίεβιτς παρευρισκόταν σε πολλές συναυλίες, ανεξάρτητα από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Κάθε φορά πριν αρχίσει η συναυλία μού έλεγε: “Κυρίλ Πετρόβιτς, αν η συμφωνία έχει επιτυχία και θελήσετε να με προσκαλέσετε στη σκηνή, μη με παρεξηγήσετε αν δεν ανέβω και σηκωθώ μόνο από τη θέση μου. Μου είναι δύσκολο να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Όλοι θα με κοιτάζουν κι αυτό δεν μπορώ να το υποφέρω…”
Η Σοφία Χεντόβα
Με πολλή χαρά ο Σοστακόβιτς αποδέχτηκε την πρόταση να λάβει μέρος στην προετοιμασία της όπερας Η μύτη στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, υπό την επίβλεψη του σκηνοθέτη Ποκρόφσκι και του μαέστρου Γκενάντι Ροζντέσβενσκι. Το θέατρο βρισκόταν σε έναν υπόγειο χώρο και, όπως θυμόταν ο Ποκρόφσκι, ο Σοστακόβιτς δυσκολευόταν “να κατέβει και να ανέβει τη σκάλα… Οι ηθοποιοί πρότειναν να τον μεταφέρουν στα χέρια! Αλλά αυτός αρνήθηκε. Η έξοδος κινδύνου ήταν πολύ βολική. Κανένας δεν έβλεπε πώς την ανέβαινε και πώς την κατέβαινε ο ακριβός μας επισκέπτης. Κανένας δεν έβλεπε, δε βοηθούσε, δε συμπονούσε, δεν έδινε σημασία στην αρρώστια του. Ήταν τυχαίο; Όχι βέβαια! Προστάτεψε τον εαυτό του από τον οίκτο των άλλων. Και εμείς θυμόμαστε πώς εμφανιζόταν ξαφνικά ανάμεσά μας για να μοιραστεί μαζί μας τις σκέψεις του”.
Γκαλίνα
Θυμάμαι ότι ο πατέρας ζήτησε συγνώμη από κάποιον γνωστό του: “Με συγχωρείτε που σας δίνω το αριστερό μου χέρι…”
Στο τέλος του 1973 υποβλήθηκε σε εγχείριση στον αριστερό πνεύμονα. Θυμάμαι που γύρισε από την Πολυκλινική και ξάπλωσε. Τον πλησίασα και μου είπε: “Στο ακτινολογικό με εξετάζανε επί δύο ώρες… Τη μια φορά ένας γιατρός, την άλλη κάποιος άλλος…”
Βεβαίως καταλάβαινε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Όμως με κανέναν από τους οικείους του δε συζητούσε αυτό το θέμα. Αυτό αποτελούσε απαρέγκλιτη αρχή γι’ αυτόν -ποτέ δεν απασχόλησε κάποιον με τα προσωπικά του προβλήματα…
Από το ημερολόγιο του Γκλίκμαν
9 Ιουνίου 1974
Σήμερα είδα το Σοστακόβιτς στο Ρέπιν. Μιλήσαμε αρκετή ώρα για πολλά θέματα. Όταν μείναμε μόνοι (η Ιρίνα Αντόνοβνα βγήκε από το δωμάτιο) μου μίλησε για τους πόνους στο χέρι και το πόδι. Όταν αναφερόταν σ’ αυτό το θέμα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Όμως, κάνοντας κουράγιο, μου είπε: “Δε θέλω να με λυπούνται. Ούτε κι εγώ να λυπάμαι τον εαυτό μου”.
Ακούγοντάς τον ήθελα κι εγώ να κλάψω.
Μαξίμ
Είμαι βέβαιος ότι χάρη στη φροντίδα με την οποία τον περιέβαλε η Ιρίνα Αντόνοβνα, ο πατέρας μας, παρότι ήταν σοβαρά άρρωστος, έζησε μέχρι τα εβδομήντα του. Ταυτόχρονα δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι παρέμεινε δημιουργικός μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Έλεγε πάντοτε στους μαθητές του: “Δεν πρέπει να γράφεις μουσική αν μπορείς να μη γράφεις”. Ο ίδιος δεν μπορούσε να μη γράφει. Είχε πάθος με τη δημιουργία. Είμαι βέβαιος ότι η πιο ακριβοδίκαιη κρίση για αυτόν ακούστηκε στις 14 Αυγούστου 1975 πάνω από τη σορό του. Ο Γκεόργκι Βασίλιεβιτς Σβιρίντοφ -ένας από τους καλύτερους και πιο αγαπημένους μαθητές του- είπε:
“Τρυφερός, υποχωρητικός, καμιά φορά αναποφάσιστος στην καθημερινή του ζωή, αυτός ο άνθρωπος ήταν ουσιαστικά σκληρός σαν πέτρα. Η προσήλωσή του στο σκοπό του δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε άλλο”.
Το 1936, αυτή την τρομερή γι’ αυτόν (αλλά και για όλη τη χώρα) περίοδο, συκοφαντημένος και ταπεινωμένος ο Σοστακόβιτς δήλωσε: “Αν μου κόψουν και τα δυο χέρια, θα πιάσω ένα φτερό με τα δόντια και θα γράψω μουσική!”
Και το εννοούσε!