O Μέγας Αλέξανδρος πέθανε από πυρετό στη Βαβυλώνα – 33 χρόνια από την κυκλοφορία του Somewhere In Time
33 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ο δίσκος αυτός παραμένει ένας από τους κορυφαίους δίσκους όλων των εποχών στο χώρο της ροκ και μέταλ μουσικής
Το κείμενο αυτό ξεκίνησε σαν μια απόπειρα απάντησης-κολάφου (αδόκιμη γενική του «απάντηση-κόλαφος»;!) στο εξαιρετικό κείμενο του Sniper για το επίσης σημαντικό άλμπουμ Seventh Son of a Seventh Son. Η διαπάλη μεταξύ μας για το ποιος απ’ τους δύο -δίσκους- είναι καλύτερος είναι οξύτατη εδώ και χρόνια. Στην πορεία διαπίστωσα ότι δε θα βγάλουμε άκρη. Στην πορεία επίσης διαπίστωσα ότι έχω δίκιο: Το Somewhere In Time είναι καλύτερο από το 7th Son of a 7th Son. Αλλά αυτό το κείμενο δε θέλει να «την πει» στον Sniper. Σε αντίθεση με τα καρπούζια, μπορούμε να κρατήσουμε δύο δίσκους κάτω από μια μασχάλη. Μπορεί ο καθένας να διατηρήσει τις απόψεις του. Αρκεί να συμφωνήσει ότι το Somewhere In Time είναι καλύτερο, φυσικά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι Iron Maiden, χωρίς να είναι ακριβώς mainstream, πχ. το MTV τους έπαιζε από σπάνια έως καθόλου, έχουν καταφέρει να είναι το μεγαλύτερο αμιγώς (όχι hair/glam δηλαδή) μέταλ συγκρότημα του ντουνιά. Προέρχονται δε από μια μεγαλειώδη περιοδεία 331 ημερών και 187 συναυλιών που γύρισε όλο τον κόσμο. Προηγήθηκαν άλμπουμ-διαμάντια όπως το Powerslave το ’84 και το Number of the Beast το ’82 που όρισαν τον μεταλλικό ήχο.
Στις 29 Σεπτέμβρη του 1986 λοιπόν, κυκλοφορεί το Somewhere In Time («Κάποτε στο Χρόνο», και θα σταματήσουμε εδώ τις μεταφράσεις). Το 1986 είναι από πολλές πλευρές μια κομβική χρονιά στο μουσικό στερέωμα. Τα πλήκτρα, που μέχρι πριν κάποια χρόνια παραδίδονταν στο πυρ το εξώτερο από τους οπαδούς του σκληρού ήχου έχουν κυριεύσει όλη τη ροκ μουσική (για τα πιο σοφτ είδη δεν το συζητάμε καν) και εισβάλλουν από όλους τους πόρους και στο μέταλ. Η κατάσταση αυτή προφανώς δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους και τους Maiden, οι οποίοι ναι μεν δεν πούλησαν ποτέ το προφίλ του «ασυμβίβαστου», «τρου μέταλ» κλπ. (διότι δεν χρειάστηκε, είχαν πάντα το τέλειο μίγμα σκληρότητας και μελωδικότητας, ήταν το «τρου μέταλ» αυτόματα) αλλά πάντως μέχρι τότε είχαν κρατήσει ανόθευτο, δηλαδή «αkeyboardτο» το μουσικό τους αποτύπωμα.
Σκεφτόμενοι λοιπόν ότι «καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που δεν έκανες, αποφασίζουν να διαβούν το Ρουβίκωνα. Ή μάλλον, όχι ακριβώς. Δεν χρησιμοποιούν keyboards αλλά μια ενδιάμεση κατάσταση, τα guitar synths. Συνεπώς κάνουν το βήμα, το ποιοτικό άλμα αν προτιμάτε, αλλά δεν το «παραξηλώνουν» όπως ίσως θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής όπως στο «7th Son» (με ανερυθρίαστα dominant πλήκτρα όπως πχ. στο στα όρια του AOR «Can I Play with Madness», και το λέει αυτό ένας φανατικός του AOR).
Ο δίσκος ξεκινάει με το ημιομώνυμο Caught Somewhere In Time (η εισαγωγή του οποίου θα εμπνεύσει τους Queensryche για το Eyes of A Stranger). Guitar synths που όμως δεν ξενίζουν, από την πρώτη στιγμή. Καλπασμοί, μελωδίες κλπ. όλα εδώ. Συνεχίζουμε με το καταπληκτικό «ποπίζον» Wasted Years με την εισαγωγή-σήμα κατατεθέν και το μονό σόλο. Πλήρης γηπεδικότητα/«sing along-ότητα» με το Heaven Can Wait και ένα απ’ τα καλύτερα mid–tempo κομμάτια της υφηλίου, Το Stranger in a Strange Land, δένει το γλυκό. Ακολουθεί το υποτιμημένο διαμάντι 700 καρατίων Déjà vu (προσωπικό αγαπημένο). Ο δίσκος κλείνει με έναν θαυμάσιο ψιλοprogressive ύμνο, το Alexander the Great ο οποίος έχει και το προνόμιο να ακούγεται σε εθνικολεβέντικες φιέστες ως αποδεικτικό στοιχείο της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Ντέφι να γίνει.
To Somewhere in Time είναι ο προτελευταίος δίσκος της Χρυσής Περιόδου των Iron Maiden. Θα ακολουθήσει ο τελευταίος των μεγάλων δίσκων 7th Son of A 7th Son to ’88. Στη συνέχεια δύο «έτσι και έτσι» και αργότερα δύο «άστο καλύτερα» δίσκοι. Η αυγή του 2000 θα σημάνει την επάνοδο στο προσκήνιο, μια πορεία που συνεχίζεται με σχετική επιτυχία μέχρι σήμερα μέσα από αξιοπρεπείς κυκλοφορίες και αξιοπρεπέστατες περιοδείες.
Οπότε αν κάποτε θελήσετε να ταξιδέψετε μουσικά στο χρόνο, μην το αφήσετε στην τύχη, να είστε σαφείς. Να πάτε… Somewhere.
Λαϊκό Στρώμα