Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης για τον συνθέτη της Ρωμιοσύνης
Ποιος δεν σιγοτραγούδησε έστω και μια φορά «να ’τη, να ’τη πετιέται…». Οι στίχοι από τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου «ντυμένοι» με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη έγιναν τραγούδια που αγκαλιάστηκαν απ’ το λαό και τον συνοδεύουν μέχρι σήμερα στην καθημερινότητα και στις αγωνιστικές του διεκδικήσεις.
Ποιος δεν σιγοτραγούδησε έστω και μια φορά «να ’τη, να ’τη πετιέται…». Οι στίχοι από τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου «ντυμένοι» με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη έγιναν τραγούδια που αγκαλιάστηκαν απ’ το λαό και τον συνοδεύουν μέχρι σήμερα στην καθημερινότητα και στις αγωνιστικές του διεκδικήσεις. Σε δύσκολες εποχές πέρασαν τα σύνορα κι έκαναν γνωστό στα πέρατα του κόσμου ότι υπάρχει και η Ελλάδα που αντιστέκεται, που ονειρεύεται και αγωνίζεται. Τα τραγούδια της Ρωμιοσύνης έχουν περάσει στο αίμα του λαού και μισό αιώνα από τη γέννησή τους τραγουδιούνται από τις νεώτερες γενιές και θα συνεχίσουν να τραγουδιούνται.
Έμεινε για πάντα ζωντανή η φωνή του Γιάννη Ρίτσου, να διαβάζει με τρόπο συγκλονιστικό «σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες…» έξω από την ισοπεδωμένη πύλη του Πολυτεχνείου…
Κάπου στα 1964 ο Γιάννης Ρίτσος έδωσε μερικά αποσπάσματα από το ποίημά του Ρωμιοσύνη στον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά από λίγο καιρό, όταν ο ποιητής άκουσε τα τραγούδια θα πει: «Ομολογώ πως η μουσική πάει πιο πέρα το ποίημα» και ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μίκης μας που σήμερα κλείνει τα 92 του χρόνια, σε μια συζήτησή του με φοιτητές θα πει: «Έκανα μια ευλαβική ερμηνεία του ποιήματος».
Τον Φλεβάρη του 1966 ο ποιητής θα μιλήσει για τη μελοποιημένη Ρωμιοσύνη και τον Μίκη, και τα λόγια του θα δημοσιευτούν στην περιοδική έκδοση Η Γενιά μας, της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (παρατίθεται στα ΑΣΚΙ, από όπου και η εικόνα με τμήμα της παρτιτούρας από τη Ρωμιοσύνη).
Στη συνέχεια θα ξεκινήσουν οι συναυλίες, τα τραγούδια θα σηκωθούν από τη φωλιά της δημιουργίας και σαν ταξιδιάρικα πουλιά θ’ αρχίσουν ένα ταξίδι που συνεχίζεται από στόμα σε στόμα.
***
Η μεγάλη αγάπη μου κ’ η περιορισμένη γνώση μου της μουσικής νομίζω πως δε μου δίνουν το δικαίωμα να έχω γνώμη για τη μουσική. Ωστόσο η γνώση μου, όσο περιορισμένη, είναι ίσως αρκετή να ξέρω πως δε γνωρίζω από μουσική και επομένως να ξέρω τα όρια της δικαιοδοσίας μου. Κι’ ίσως μια τέτοια γνώση να μην είναι ευκαταφρόνητη κ’ ίσως ακόμη να είναι αρκετά σοβαρή κι αξιοσέβαστη.
Και ταυτόχρονα, τείνοντας άθελά μου να εξηγήσω τη συγκίνησή μου, ένιωθα πάλι (όχι σκεφτόμουνα — ή, μάλλον, και σκεφτόμουνα) πως η σύνθεση αυτή του Θεοδωράκη είχε συλλάβει και είχε πραγματώσει με μιαν ακρίβεια όχι πια εκλεκτικής συνείδησης, αλλά καθολικού ενστίκτου (αυτά που αποκαλούμε ιδιοφυία) το Ελληνικό μέτρο — μιαν ισορρόπηση και μιαν ισοζυγία ανάμεσα στο ελεγειακό (που δε γίνεται ποτέ άρρυθμα θρηνητικό) και στο ηρωικό (που δε γίνεται ποτέ στομφώδες, τυπικό και αυτάρεσκο). Ένιωσα ακόμη, πως σ’ αυτή τη σύνθεση του Θεοδωράκη, η νεοελληνική μας μουσική (που την αποκαλούμε με ενα δήθεν οξύμωρο: έντεχνη – λαϊκή) έχει ξεπεράσει το στάδιο της προσπάθειας για συντήρηση ορισμένων άξιων ελληνικών παραδόσεων (βυζαντινών, δημοτικών, λαϊκών), έχει ξεπεράσει το στάδιο της ηθελημένης αναπαραγωγής και συνειδητής απομίμησης καθιερωμένων και τυπικών τρόπων και κινείται στην περιοχή μιας απ’ την αρχή και από αίσθηση αναβίωσης του Ελληνικού χώρου, του λαϊκού χαρακτήρα, σε ήθος και σε ύφος, πέρα απ’ την έννοια μιας όποιας στατικής ηθογραφικότητας.
Φοβούμαι πως αυτά είναι απαραδέκτως βαρειά και «μεγάλα λόγια», και ξέρω πως συχνά αυτά μπορούν να καταβαραθρώσουν και κείνον που τα προφέρει κ’ ίσως και κείνον προς τον οποίον απευθύνονται, γιατί τα «μεγάλα λόγια» εκσφενδονίζονται τις περισσότερες φορές με τόση ευκολία και για τόσο εύκολα έργα, που όχι μόνο έχουν χάσει κάθε σημασία, μα κ’ έχουν αποκτήσει μιαν ακριβώς αντίθετη έννοια. Ωστόσο, τι να γίνει; Κάποτε δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Μας επιβάλλονται απ’τα ίδια τα πράγματα, πηγάζουν από κάποια ζώνη του θυμικού μας, μια ζώνη αδίστακτης αγνότητας και φυσικής ειλικρίνειας, που παραμερίζει και καταργεί τους φόβους κάθε εκφραστικής υπερβολής. Κι όπως μου ’γραφε τελευταία ένας καλός φίλος απ’ το Παρίσι, στο κάτω – κάτω κι’ ο φόβος της υπερβολής και της φιλολογίας είναι μια άλλη υπερβολή και μια χειρότερη φιλολογία.
Και μετά από όλους αυτούς τους περίσκεπτους δισταγμούς (ζήτημα γενικής προσωπικής στάσης) αισθάνομαι πάλι την ανάγκη να ξαναπώ, και στον ίδιο τόνο, αυτό που αυθόρμητα, με το πρώτο άκουσμα της μουσικής, ανέβηκε στα χείλη μου: Η «Ρωμιοσύνη» του Μ. Θεοδωράκη είναι ένα έξοχο, ένα μεγάλο έργο, με εντελώς ιδιαίτερη σημασία για το μουσικό μας βίο και για ολόκληρο τον νεολληνικό πολιτισμό. Και δεν ξεχνώ καθόλου την προηγούμενη προσφορά του συνθέτη — τον « Επιτάφιο» το «Άξιον εστί», τους «Λιποτάκτες», τα «Επιφάνεια» και τους άλλους κύκλους των τραγουδιών του (τη μπαλλάντα Μαουτχάουζεν δεν την έχω ακούσει ακόμη). Μα απεναντίας μιλώ και σε σύγκριση με αυτά. Ο Μίκης με τον σπάταλο δυναμισμό και αυθορμητισμό που τον διακρίνει, πέτυχε τον καλλίτερο και ακριβέστερο χαρακτηρισμό της τελευταίας του εργασίας: «ήρθε η ώρα της ελληνικής λεβεντιάς».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ