«Ο στρατιώτης, ο χωροφύλακας και η πόρνη» – Το ζεϊμπέκικο του Μάνου
Το 1971, ο Μάνος Λοΐζος γράφει το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» για την ομώνυμη, αριστουργηματική ταινία του Αλέξη Δαμιανού, και από τότε το ορχηστρικό θα αποκτήσει διαστάσεις θρύλου.
Και όμως, το πιο φημισμένο ζεϊμπέκικο του ελληνικού τραγουδιού γράφτηκε από έντεχνο συνθέτη! Το 1971, ο Μάνος Λοΐζος γράφει το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» για την ομώνυμη, αριστουργηματική ταινία του Αλέξη Δαμιανού, και από τότε το ορχηστρικό θα αποκτήσει διαστάσεις θρύλου.
Ο περίφημος χορός στην ταβέρνα εκφράζει πολύ περισσότερα από ένα φαντάρο που διεκδικεί προκλητικά την πόρνη από τον νταβατζή της, πρώην χωροφύλακα.
Παραπέμπει, περισσότερο σε ένα αρχέγονο, ακατέργαστο θεατρικό μονόπρακτο όπου διαδραματίζονται παράλληλες και αντιφατικές συγκρούσεις.
Η εκρηκτική ερωτική έλξη, το ριψοκίνδυνο κάλεσμα του άντρα, η θρασεία ανταπόκριση της γυναίκας, οι διφορούμενοι ρόλοι «πελάτης – πόρνη», όλα δημιουργούν μια ερωτική πολεμική ατμόσφαιρα, παράλληλα με τη σύγκρουση που εξελίσσεται ανάμεσα στον φαντάρο και τον νταβατζή-ιδιοκτήτη. Πρόκληση, προσβολή, μυρίζει ο αέρας θάνατο, κι εκείνος χορεύει ακροπατώντας στη λάμα ενός σουγιά, και πετώντας πάνω από τις φλόγες της ερωτικής φωτιάς που καίει γλυκά μέσα του.
Ο Δαμιανός έχει γυρίσει τη σκηνή πριν ο Λοΐζος γράψει τη μουσική της «Ευδοκίας». Ο πρωταγωνιστής, Γιώργος Κουτούζης, χορεύει Βαμβακάρη (κάποιοι λένε «τα ματόκλαδά σου λάμπουν», κάποιοι άλλοι «την άτακτη») με τις οδηγίες του Δαμιανού.
Σε δεύτερο χρόνο, ο Λοΐζος βλέπει το φιλμ με τον βουβό χορό και γράφει μία από τις πιο γήινες, από τις πιο σπαραχτικές, αλλά και συνάμα φωτεινές συνθέσεις του.
Μετουσιώνει όσα δεν λέγονται, σε νότες, σε ένα ζεϊμπέκικο που ακουμπάει τον λαϊκό και τον έντεχνο εαυτό του συνθέτη ενωμένους στην εντέλεια.
Αν κάτι πάντα χαρακτήριζε τον Λοΐζο, ήταν η απίστευτη ευαισθησία και τρυφερότητα που είχαν τα κομμάτια του, οι μελωδίες που κρύβονταν ακόμα και πίσω από τις πιο επικές δημιουργίες του.
Για κάποιο λόγο, στη θρυλική «Ευδοκία», ισορροπεί τον δυναμισμό και την ευαισθησία του με τρόπο απρόσμενο. Φτιάχνει έναν ρυθμό που πατάει βαριά στη γη, χωρίς κρότο και βροντήγματα. Είναι ένα πάτημα βαρύ και γλυκό συνάμα, διχασμένο, όπως, ο έρωτας που γεννιέται ανάμεσα στον πελάτη και στην πόρνη, δύο σώματα που ανακαλύπτουν ότι δεν ποθούν να ενώσουν μόνο τη σάρκα τους αλλά και τις ψυχές τους. Είναι ένα πάτημα, μπορεί αιματηρό, σκληρό, μα και ένας λυγμός, ένα φως απελευθέρωσης, που φτάνει γλυκά στη γη.
Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», πενήντα χρόνια μετά, είναι πλέον μύθος.
Ίσως γιατί εδώ, ο Μάνος είναι πιο «λαϊκός έντεχνος» από ό,τι στις περισσότερες δημιουργίες του.
Είναι ο Λοΐζος του «Στρατιώτη», του «Ακορντεόν», του «Λιώνουν τα νιάτα μας», αλλά και ο Λοΐζος του «Δεν θα ξαναγαπήσω», της «Ελισσώς» και του «Σ’ ακολουθώ».
Είναι το μείγμα της πολύπλευρης ιδιοσυγκρασίας του και των ακουσμάτων του.
Το σκληρό φως του Δαμιανού; Ο ελεεινός χωροφύλακας; Το αδιέξοδο του αντισυμβατικού έρωτα; Το μοιραίο τέλος που δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος; Είναι κάτι από όλα αυτά που τον οδήγησαν στην έκφραση του είναι του μ’ αυτόν τον δισυπόστατο τρόπο; Ή μήπως όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι απλά κουτές και άχρηστες;
Λες και γνωρίζει κανείς από ποια θεϊκή πηγή κυλάει η έμπνευση!
Λες και οι αναλύσεις, τα λόγια κι οι εικασίες, αγγίζουν το βίο μιας δημιουργίας.
Είναι λόγια. Μόνο λόγια είναι όλα αυτά.
Από εμάς τους ταπεινούς, μνημόσυνο για εκείνους τους σπουδαίους που σφράγισαν τις αναμνήσεις μας, και συνεχίζουν να συντροφεύουν τις στιγμές κάθε γενιάς που ακολουθεί.
Ο Μάνος Λοΐζος πέθανε σαν χτες, το 1982, σε ηλικία 45 ετών.