Oh you were majesty – ή αλλιώς λίγα λόγια με αφορμή τη συναυλία των Madrugada
Γιατί τελικά η μουσική τους είναι ακριβώς αυτό – είναι η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μετά τη βροχή, είναι ο χρόνος που σταματά, είναι όλα τα συναισθήματα σε ένα, είναι μαγεία.
“ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ MADRUGADA”. Εντάξει, λέω, δεν υπάρχει τέτοιο σενάριο. Έχουν διαλυθεί εδώ και χρόνια. “Δες το, όλοι το λένε, δε νομίζω πως είναι ράδιο αρβύλα”.
“Έχει γούστο”, είπα φωναχτά κι ενώ ήμουν στη δουλειά και πληκτρολογούσα τις λέξεις κλειδιά. “Οι Madrugada για ακόμα μια φορά στην Ελλάδα, στις 7 Απριλίου του 2019”. Πρώτο κύμα (επιβεβαιωμένου πλέον) ενθουσιασμού. “Αναμένεται να παρουσιάσουν όλο το “Industrial Silence”, αλλά και άλλες επιτυχίες τους”. Το κύμα γίνεται τσουνάμι.
Περίμενα στωικά την ημέρα που θα ξεκινούσε η προπώληση για τα πολυπόθητα εισιτήρια.
Μου υποσχέθηκα αυτομάτως πως αυτή τη φορά δε θα τους έχανα. Το ίδιο βράδυ άκουσα όλο τον δίσκο στα ακουστικά μου κι είχα ένα χαμόγελο, διάολε, σα μικρό παιδί που του ‘ταξες τα χατίρια του κόσμου όλου.
Η μέρα έφτασε και έτσι φτάσαμε κι εμείς στο Γήπεδο Tae Kwon Do στο Παλαιό Φάληρο. Η ανυπομονησία δε μπορούσε να χωρέσει σε λέξεις. Ο χώρος άρχισε να γεμίζει σταδιακά και στην προκαθορισμένη ώρα ο Luke Elliot με την μπάντα του ανέλαβαν να μας εισάγουν στο μουσικό κλίμα της βραδιάς. Ο ήχος είχε τα θεματάκια του όμως οι πολύ ωραίες συνθέσεις σε έκαναν να το παραβλέπεις. Ταυτόχρονα, κάτι που δε μπορούσες να …παραδείς ήταν ο ζήλος του κύριου Luke επί σκηνής, ο οποίος τόσο συνθετικά όσο και με την παρουσία του ουκ ολίγες φορές μας έφερε στο μυαλό τον άλλο πολυαγαπημένο Nick Cave. Να τονίσω κάπου εδώ πως η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν αποτελεί παραξενιά της γράφουσας, μιας και οι διπλανές παρέες τα ίδια σχολίαζαν.
Στις 21:00 η σκηνή άδειαζε και προετοιμαζόταν να υποδεχθεί τους Madrugada. Έχοντας περάσει είκοσι χρόνια (παρά κάτι) μετά τον Αύγουστο του 1999 όταν και τα τραγούδια του “Industrial Silence” πρωτοκυκλοφόρησαν, όλος ο δίσκος παρουσιάστηκε επί ελληνικού εδάφους, επισφραγίζοντας αυτή την τόσο ιδιαίτερη και βαθιά σχέση του συγκροτήματος με το ελληνικό κοινό και την Ελλάδα σα χώρα. Το διάλειμμα πρόσταζε ανεφοδιασμό και ένα φρεσκάρισμα και κάπου εδώ φτάνουμε στην μέγιστη απογοήτευση της βραδιάς. Μια ουρά που στο πικ της μετρούσε 62 άτομα στην αναμονή για την τουαλέτα. Η ώρα περνούσε και η μουσική που ακουγόταν ανάμεσα στα συγκροτήματα είχε σταματήσει. Ε, δε θα έχανα την αρχή ρε γαμώτο, σκεφτόμουν, ενώ μέσα μου ξενέρωνα με την κακή οργάνωση στο θέμα εξυπηρέτησης των θεατών. Τις ίδιες σκέψεις μοιραστήκαμε με μια άλλη παρέα κοριτσιών, ώσπου τελικά αποφασίσαμε να μετακινηθούμε στην ουρά των ανδρών, αισθητά μικρότερη καθώς ήταν. Είχα αποφασίσει όμως να μην αφήσω τίποτα να μου χαλάσει τη διάθεση – κάποιοι όμως δεν ήταν τυχεροί σαν εμένα.
Και να σου, λίγο πριν τις 22:00 κι ενώ φτάνω στη θέση μου, η απόλυτη σιωπή για δευτερόλεπτα κι έπειτα το χειροκρότημα. Η ώρα είχε φτάσει. Οι Madrugada επί σκηνής κι ένα ντελίριο κραυγών από άτομα κάθε ηλικίας που λίγο πολύ όλοι είχαν αγαπήσει (κάποιο από) τα κομμάτια τους. Ακούσαμε φυσικά όλο το “Industrial Silence” και τον Sivert να μας εξηγεί πώς η σχέση του συγκροτήματος με την Ελλάδα κατέληξε να είναι μια ιστορία αγάπης και έρωτα. Θυμηθήκαμε τα “Black Mambo”, “Honey Bee” και “What’s on your mind?”. Και τα τραγουδήσαμε σα να ήταν η τελευταία φορά. Τέτοια συναισθήματα λίγοι καλλιτέχνες τα προκαλούν σε τόσο μεγάλη μερίδα κοινού ταυτόχρονα. Έτσι, έστω για λίγο, μέχρι κι η κυριούλα που συνόδευε τον γλυκύτατο κύριο πίσω μας και του έψηνε το ψάρι στα χείλη όλο το βράδυ σαν κοριτσούδι 15 χρονών, έστω για λίγο σιγομουρμούρισε τη μελωδία και κοίταξε ψηλά στην οροφή του γηπέδου, σα να κοιτά τον ουρανό. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ο χώρος γέμισε χρυσό κομφετί, την ώρα του “The Kids Are On High Street” που η μπάντα αφιέρωσε στον Νίκο Τριανταφυλλίδη. Εκεί ήταν που θυμηθήκαμε για λίγο όσους είναι πλέον μακριά κι όμως είναι ακόμα εδώ.
Ο χρόνος έμοιαζε να σταματά όσο οι Madrugada βρίσκονταν πάνω στη σκηνή και παρόλο το χορταστικό τους set, όταν η ώρα είχε πια περάσει από 00:00, όλοι μείναμε να χειροκροτάμε λαχταρώντας ένα τραγούδι ακόμα. Ο χώρος άδειασε πολύ μετά, με το “If I Can Dream” του Elvis Presley να μας χαϊδεύει τα αυτιά γεμίζοντάς μας λίγο ακόμα με χαμόγελα.
Και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κάναμε λίγο παραπάνω από όσο περιμέναμε για να απεγκλωβιστούμε, βέβαια. Όμως άδραξα την ευκαιρία και συνέλαβα με τα μάτια μου τα παιδιά που έφευγαν από το venue χέρι – χέρι, την μικρή που ο πατέρας της είχε στους δύο ώμους του να τραγουδά ψευδίζοντας, ακόμα και το λίγο μεγαλύτερο ζευγάρι – που αν και είχε πατημένα τα 60, πατούσε κάθε 20άρη κάτω με τη γλύκα που απέπνεε.
Κι έτσι η επόμενη μέρα που ξημέρωσε, η Δευτέρα μετά τους Madrugada, δεν έμοιαζε με Δευτέρα πια. Ήταν συννεφιασμένη Κυριακή. Από εκείνες που μουσική και βροχή συγχρονίζονται και το μυαλό ξαναζεί κάθε μικρή στιγμή.
Γιατί τελικά η μουσική τους είναι ακριβώς αυτό – είναι η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μετά τη βροχή, είναι ο χρόνος που σταματά, είναι όλα τα συναισθήματα σε ένα, είναι μαγεία. Και το live της Κυριακής (που επαναλήφθηκε με την ίδια επιτυχία και τη Δευτέρα, μετά το sold out) ήταν ένα live – εγγύηση. Κι αν και τους έβλεπα πρώτη φορά και ανάμεσα στις λέξεις μου δε στριμώχνεται η αντικειμενικότητα του ρεπόρτερ, αλλά η αγάπη και ο ενθουσιασμός μιας αιώνιας έφηβης, κάθε ένας που βρέθηκε την Κυριακή στο Φάληρο, μιλά για ακόμα ένα μεστό και άρτιο μουσικό show μιας μπάντας που έχει πιάσει τον παλμό μας και ξέρει πώς να μας στροβιλίσει με τη μουσική της.