«Οι Γερμανοί μάς κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε…» • Μιχάλης Γενίτσαρης: Τραγούδια – εικόνες της Κατοχής και της Αντίστασης
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρεμπέτικου τραγουδιού και δημιουργός του θρυλικού «Σαλταδόρου», ο Μιχάλης Γενίτσαρης έχει συνδέσει το όνομά του με δημοφιλή τραγούδια «εικόνες» της Κατοχής και της Αντίστασης – Η Ιστορία πίσω από τα τραγούδια
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρεμπέτικου τραγουδιού και δημιουργός του θρυλικού «Σαλταδόρου», ο Μιχάλης Γενίτσαρης είναι ο συνθέτης που περισσότερο από κάθε άλλον έχει συνδέσει το όνομά του με τραγούδια που μάς μεταφέρουν εικόνες από τα μαύρα χρόνια της φασιστικής Κατοχής, στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, όπου ζούσε ο ίδιος και έπαιζε μουσική, και υμνούν την ηρωική Αντίσταση του λαού μας.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γεννήθηκε στις 15 του Ιούνη 1947, στην Αγία Σοφία του Πειραιά και έφυγε από τη ζωή στις 11 του Μάη 2005.
Μικρό παιδί μαγεύεται από τον ήχο του μπουζουκιού και όταν κατορθώνει να αγοράσει το δικό του ανοίγει τους πρώτους λογαριασμούς με την αστυνομία. Το 1934, στα δεκαεφτά του χρόνια, επιτίθεται και σκίζει τη στολή του αστυφύλακα που νωρίτερα του είχε σπάσει το μπουζούκι. Εκείνα τα χρόνια και αργότερα, στη δικτατορία του Μεταξά, το όργανο και οι παίχτες του μπουζουκιού δέχονταν ανελέητους διωγμούς, καθώς συνδέονταν με το περιθώριο, τον κόσμο των τεκέδων και των φυλακών. Ο Γενίτσαρης θα πληρώσει την πράξη του με έξι μήνες εγκλεισμό στις Φυλακές Αβέρωφ.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης αρχίζει να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι και να τραγουδάει από την επόμενη χρονιά. Παράλληλα με το χρόνο συνθέτει και ερμηνεύει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες, όπως «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», «Με πιάσαν επί Μεταξά», «Στα όρη βγαίνει η κάπαρη», «Θα ’ρθω νύχτα τοίχο-τοίχο» κ.ά.
Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, ερευνητής μουσικολόγος, μελετητής του ρεμπέτικου Νέαρχος Γεωργιάδης, στο βιβλίο του “Ρεμπέτικο και πολιτική” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή): «ο Μιχάλης Γενίτσαρης είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση συνθέτη με ανελικτική πορεία στις πολιτικές του ιδέες. Τα τραγούδια του είναι και σειρά από σκαλοπάτια που ξεκινούν απ’ τη ζωή της μαγκιάς του Μεσοπολέμου και φτάνουν στην κορυφή της συνειδητής, ομαδικής Αντίστασης», όπως θα διαπιστώσει και ο αναγνώστης στη συνέχεια.
Στα κέντρα που παίζει μουσική ο Γενίτσαρης τα χρόνια της Κατοχής, σύχναζαν ως επί το πλείστο άνθρωποι του υπόκοσμου, απατεώνες, μαυραγορίτες, ρουφιάνοι και συνεργάτες των καταχτητών, για τους οποίους ο συνθέτης εκφράζεται μέσα από τους στίχους του με απέχθεια και περιφρόνηση. Αντίθετα μιλάει με περίσσιο θαυμασμό και οικειότητα για τους σαλταδόρους, όπως τον Στέλιο Καρδάρα, που υπέστη φριχτά βασανιστήρια στα χέρια των Γερμανοφασιστών και των ντόπιων συνεργατών τους μέχρι να ξεψυχήσει και να περάσει στην αιωνιότητα μέσα από το τραγούδι του Γενίτσαρη.
Στις 11 του Γενάρη 1944 Αμερικανοί και Άγγλοι βομβαρδίζουν τον Πειραιά, έχοντας σκοπό δήθεν να πλήξουν γερμανικούς στρατιωτικούς στόχους. Στην πραγματικότητα όμως ο στόχος τους ήταν να τσακίσουν το ήδη αναπτυγμένο απελευθερωτικό κίνημα που καθοδηγούνταν από το ΚΚΕ-ΕΑΜ και να το καταστήσουν ακίνδυνο, ανήμπορο να αντιταχτεί στα όσα προσχεδίαζαν για τη συνέχεια… Ο σφοδρός βομβαρδισμός του Πειραιά… από τους συμμάχους, επέφερε το θάνατο σε άγνωστο αριθμό ανθρώπων και ανυπολόγιστες καταστροφές. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης συγκλονισμένος γράφει τότε το τραγούδι «Επιδρομή στον Πειραιά».
Το μάθατε στον Πειραιά επιδρομή μεγάλη
ερίξανε τα σπίτια μας πω πω ζημιά μεγάλη
Μέρα και νύχτα ρίχνανε μπόμπες τα ’ρεοπλάνα
κι έχαν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Μπόμπες πολλές ερίξανε μέσα στο τελεωνείο
και τον Περαία κάνανε σωστό νεκροταφείο
Σκορπούσανε το θάνατο και ρίχνανε αράδα
και το λιμάνι γκρέμισαν και την Αγια Τριάδα
Ο ίδιος ο Γενίτσαρης, στις αφηγήσεις του στον ερευνητή και μελετητή του λαϊκού τραγουδιού, Κώστας Χατζηδουλή, λέει τα εξής: «Το 1944, λίγο μετά την επιδρομή που κάνανε στον Πειραιά και βομβαρδίζανε νύχτα και μέρα, κατέβηκα κι εγώ στον Περαία. Αυτό που είδα με τάραξε πολύ και ακόμα δεν το ξεχνάω. Είδα τον Πειραιά, ένα σωστό νεκροταφείο. Παντού γκρεμισμένα, σκοτωμένοι, ερείπια — δέν είχε μείνει τίποτα όρθιο. Οι Άγγλοι είχανε βομβαρδίσει, με πολύ μεγάλη μανία. Η σκηνή αυτή που δεν έφευγε απ’ το μυαλό μου, μ’ έκανε και όταν πήγα στο σπίτι, έκατσα και έγραψα αμέσως το τραγούδι. Από τότες είναι έτοιμο, χωρίς να το κάνω μέχρι τώρα δίσκο. Μετά, το άλλαξα λίγο και στον πρώτο στίχο έλεγα: «Ερίξανε τα σπίτια μας οι Αγγλοαμερικάνοι» (Κώστα Χατζηδουλή, «Ρεμπέτικη Ιστορία 1», εκδ. Νεφέλη).
Το τραγούδι «Επιδρομή στον Πειραιά», όπως και άλλα του Μιχάλη Γενίτσαρη που παρουσιάζονται στην ανάρτηση κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 1980, στο δίσκο «Ρεμπέτικα της Κατοχής», ερμηνευμένα από τον Γιώργο Νταλάρα.
Το 1943 ο Μιχάλης Γενίτσαρης γράφει τους στίχους και τη μουσική για το ζεϊμπέκικο «Οι λαδάδες».
Όσοι πουλάνε ακριβά οι παλιομασκαράδες
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς όπως τους δυο λαδάδες.
Που τους κρεμάσαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι περνάγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι μην το περνάτ’ αστεία
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.
Ο συνθέτης, για το τραγούδι αυτό, αφηγείται: «Τα χρόνια της Κατοχής, θυμάμαι που δούλευα στην Αθήνα, στην οδό Ζήνωνος, σ’ ένα μαγαζί που είχε ανοίξει ο Βλάχος και μετά το πήρα εγώ. Δούλευα εκεί εγώ, ο Μπιρ-Αλλάχ, ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος και άλλοι. Στο μαγαζί αυτό, μαζευόντουσαν διάφορες φάτσες: μαυραγορίτες, σαλταδόροι, κι’ ό,τι θες. Εμείς είμαστε σε πολύ μεγάλη, να πούμε, αδιέξοδο, γιατί δεν μποράγαμε να μιλήσουμε. Δουλεύαμε να κονομήσουμε για να φάμε, στα χρόνια της δυστυχίας. Το κέντρο, όπως είπα, φιλοξενούσε και σαλταδόρους και μαυραγορίτες που τότες είχανε κάνει την εμφάνισή τους και κλέβανε ό,τι βρίσκανε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
Μια μέρα, μαθαίνω ότι στον Περαία, στα Ταμπούρια, πιάσανε κάτι μαυραγορίτες που παίρνανε λάδια από τα νησιά. Τούς μαρτυρήσανε κάτι ταγματασφαλίτες, γιατί δεν τους δίνανε μερτικό να φάνε κι αυτοί. Τούς πήρανε οι Γερμανοί και τους κρεμάσανε τους λαδάδες σε μια πλατεία, στην Αθήνα. Ήταν ο Κοιλάκος, ο Παναγιωτούρος, και οι δύο Μανιάτες. Τούς κρεμάσανε οι Γερμανοί και υποχρέωναν όποιον πέρναγε να τους φτύνει τα πτώματα. Αυτοί έκαναν αδικίες. Ο κόσμος πέθαινε από την πείνα κι αυτοί θησαυρίζανε. Μ’ ένα τενεκέ λάδι, σου αρπάγανε το σπίτι και σ’ αφήνανε στο δρόμο.
Τότες, έγινε ντόρος με τούς λαδάδες και εγώ αποφάσισα να τούς γράψω ένα τραγούδι, που χτύπαγε τους μαυραγορίτες — αυτούς τους λαδάδες…» (Κ. Χατζηδουλή, ό.π.).
Ένα ακόμα τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη ανάλογης θεματολογίας, που τραγουδήθηκε την περίοδο της Κατοχής είναι το ζεϊμπέκικο «Στη φυλακή θα λιώσω». Το ύφος του δημιουργού αν και αναφέρεται σε απατεώνα διαφέρει από άλλα. Τον βλέπει μάλλον περισσότερο με οίκτο παρά με συμπάθεια, πάντως σίγουρα όχι με απέχθεια και περιφρόνηση. Ίσως επειδή πρόκειται για πρόσωπο με το οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, ίσως επειδή στην προκειμένη περίπτωση εξαπάτησε έναν πλούσιο και όχι φτωχούς και πεινασμένους ανθρώπους του λαού.
Με πιάσαν’ ένα απόγεμα μες στο Μεταξουργείο
γιατί πούλαγα νερό για λάδι, ένα δοχείο.
Αχ, τώρα πώς θα γλιτώσω, μες στη φυλακή θα λιώσω.
Κι αμέσως με δικάσανε δυο χρόνια τον καημένο
και με κλείσανε στου Συγγρού σαν λέων λυσσασμένο.
Εκ’ είδα μάνα μου πολλούς, γδυτούς και πεινασμένους
κι’ από τον τύφο κρούσματα βγάζανε πεθαμένους.
Τρέξε μανούλα βγάλε με και δεν το ξανακάνω
δυο χρόνια μες στή φυλακή ι δόλιος θα πεθάνω.
Αντιγράφουμε και την ιστορία του τραγουδιού: «Χρόνια κατοχής δυστυχισμένα, που όποιος δεν τα έζησε, δεν ξέρει τι ήτανε. Στου Βλάχου δούλευα, στην Αθήνα και ένα βράδυ έρχεται ένας Μενιδιάτης, ο Γιώργος ο Βρεττός, μ’ έναν Ιταλό λιποτάχτη. Ο Γιώργος δεν φόραγε στρατιωτικά ρούχα, φόραγε πολιτικά, αλλά ήτανε πολύ πονηρός και πολύ μεγάλος κλέφτης. Αυτοί οι δύο λοιπόν κάνανε μια πολύ έξυπνη δουλειά: Φτιάχνανε δοχεία του λαδιού, βάζανε ένα κατοστάρι λάδι — εκατό δράμια — και στον υπόλοιπο τενεκέ βάζανε νερό, γιατί στή γωνιά του τενεκέ κολλάγανε ένα καπλαμά, ιδιαίτερο απ’ το δοχείο. Το λάδι το βάζανε μόνο από εκεί που ήτανε το καπάκι, και έτσι πουλάγανε νερό, αντί για λάδι.
Θυμάμαι, που ήτανε ένας πολύ πλούσιος, ο Σάκας, και σ’ αυτόνε πήγε ο Ιταλός και του είπε ότι έχει 50 δοχεία λάδι. Ο Σάκας μάσησε και τ’ αγόρασε. Του τα πάνε στην αποθήκη, πληρωθήκανε και φύγανε. Μετά, τότες εκεί στο Μεταξουργείο, πιάσανε το φίλο μου το Βρεττό γι’ αυτή τη δουλειά. Δικάστηκε δυο χρόνια και τότες έγραφα το τραγούδι, με αιτία το περιστατικό που είπα…» (Κ. Χατζηδουλή, ό.π.).
Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ο Μιχάλης Γενίτσαρης εκφράζεται με απέχθεια για τους ρουφιάνους και μαυραγορίτες. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του τραγουδιού «Μαυραγορίτες» που ο συνθέτης έγραψε το 1941:
Μικροί – μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά με δίχως πορτοφόλι.
Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες, τσουβάλια κουβαλούν, κανέναν δεν ψηφάνε.
Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες -ψάχνουν για να βρουν, να γδάρουνε κορμάκια.
Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας.
Ίσως να μην είχε άδικο ο Μιχάλης Γενίτσαρης όταν, πρώτος ο ίδιος, χαρακτήριζε «ύμνο της Κατοχής» το τραγούδι του «Σαλταδόρος». Έχει τραγουδηθεί όσο ελάχιστα τραγούδια εκείνης της περιόδου και συνεχίζει να είναι δημοφιλές στις μέρες μας. Ο «Σαλταδόρος» αν και γράφτηκε το 1942, άργησε πολύ να ηχογραφηθεί στην Ελλάδα. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1947 στις ΗΠΑ, παραλλαγμένο στον τίτλο και τους στίχους, με τον ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό που έζησε στην Αμερική και τραγουδούσε μόνο με την κιθάρα του. Δεν απέχει από την πραγματικότητα αν αυτό συσχετιστεί με όσα ακολούθησαν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Οι αιματηρές διώξεις των κομμουνιστών και των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης, η κατάληξη του εμφυλίου με την καθοριστική συμμετοχή του ξένου παράγοντα, η συνέχιση των διώξεων των αντιστασιακών για πολλά χρόνια ακόμα και η βάναυση διαστρέβλωση της ιστορίας από το κράτος των νικητών, δεν άφηναν περιθώρια για να ηχογραφηθούν τραγούδια που αναφέρονταν στην αντίσταση του λαού εναντίον του φασίστα καταχτητή.
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε κάν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε.
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα, είναι ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μάς κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού στην Ελλάδα, με τον Δημήτρη Ευσταθίου:
Μεταφέρουμε αποσπάσματα της μαρτυρίας του Μιχάλη Γενίτσαρη στον Κώστα Χατζηδουλή για τον «Σαλταδόρο»: «…Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Όπως πάγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουν. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ’ όλους, αλλά το κυριότερο, έπρεπε, αυτός που πήδαγε στ’ αυτοκίνητα, να ’τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως. Πολλοί τέτοιοι σκοτωθήκανε γιατί τους πήρανε χαμπάρι οι Γερμανοί. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ’ αυτοκίνητα, τους λέγανε σαλταδόρους. Κανονίζανε την ώρα που θα σαλτάρουνε, όταν το αυτοκίνητο έφτανε σε ανηφόρα και αναγκαστικά, έκοβε ταχύτητα ο οδηγός. Ένα μεγάλο στέκι για σαλταδόρους ήτανε στον Περαία, εκεί στη «γέφυρα του Καλαμάκη». Εγώ γνώρισα πάρα πολλούς σαλταδόρους, και πολλοί ήτανε φίλοι μου. (…)
«Ο σαλταδόρος» – Δεύτερη ηχογράφηση στην Ελλάδα (1976)
Τραγουδούν: Μιχάλης Γενίτσαρης και Βούλα Γκίκα
»Εκεί λοιπόν στο υπόγειο που δούλευα στην Κατοχή, το 1941-42, ερχόντουσαν πολλοί σαλταδόροι και πολλοί ήτανε φίλοι μου. Αυτοί ήτανε πάντα καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα. Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ, μου ’κάνε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι, επειδή ήτανε κονομημένος πάντα και τον κατηγοράγανε. Μου ’πε ο άνθρωπος, ότι αυτή τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος – όποιος, γιατί θέλει ψυχή επειδή οι Γερμανοί δε χάριζαν. «Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;». Τότες κι εγώ έγραψα το πρώτο στιχάκι, που λέω: «Ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε». Και ύστερα, αμέσως, έγραψα και τα άλλα στιχάκια. Το ρεφρέν που λέω: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω», το έγραψα μετά από λίγες μέρες. Κι όταν το έπαιξα και το τραγούδησα για πρώτη φορά στο μαγαζί, έγινε χαλασμός κόσμου. Το τι έγινε, δεν μπορεί να το βάλει το μυαλό σας! Το ’παιξα 20 φορές – το λιγότερο – σ’ ένα βράδυ. Όσοι το άκουγαν στο μαγαζί κι έφευγαν, το τραγούδαγαν στο δρόμο. Και όταν πήγαιναν στη γειτονιά τους, στα σπίτια τους, τα ίδια. Ο ένας το ’λεγε, ο άλλος το άκουγε, και το μάθαινε έτσι, όλος ο κόσμος. Σε λίγες μέρες το ’χε μάθει όλη η Αθήνα και όλος ο Πειραιάς. Σε λίγες βδομάδες, όλη η Ελλάδα! Στη Θεσσαλονίκη στα μαγαζιά και παντού, τραγουδάγανε το «Σαλταδόρο», το ξέρει ο Τσιτσάνης.
«Ο σαλταδόρος» – Ζωντανή ηχογράφηση με τον Μιχάλη Γενίτσαρη (1983 ή 1984)
(για την τηλεοπτική σειρά “Το μινόρε της αυγής”)
»Στο μαγαζί μου, εκεί στη Ζήνωνος, στην Ομόνοια, ερχόντουσαν σαλταδόροι και ακουμπάγανε πολλά λεφτά για να το ακούσουν. Και δεν υπήρχε μαγαζί στην Αθήνα και στον Περαία, που να μη τραγουδάγανε, 50 φορές κάθε βράδυ, αυτό το τραγούδι. Αφού, όποιος μουσικός πήγαινε για δουλειά σε μαγαζί, πρώτα ο καταστηματάρχης τον ρώταγε, αν ήξερε να παίξει το «Σαλταδόρο». Ακόμα και στα συγκροτήματα που παίζανε δημοτικά τραγούδια, παίζανε κάθε μέρα το τραγούδι αυτό, που ήτανε ρεμπέτικο. Γιατί ο «Σαλταδόρος» έκανε τους πελάτες και πετάγανε χαρτούρα και παραγγέλνανε συνέχεια και αφήνανε λεφτά στα μαγαζιά. Πολλοί συνάδελφοι που δουλεύανε σ’ άλλα μαγαζιά – και μουσικοί από τα δημοτικά – ερχόντουσαν στο μαγαζί μου και τους έκανα πρόβα το «Σαλταδόρο» για να το λένε στα μαγαζιά τους. Χωρίς «Σαλταδόρο», τα μαγαζιά δεν είχανε επιτυχία, ούτε λεφτά, ούτε τίποτα.
Η πρώτη ηχογράφηση του «Σαλταδόρου» είχε γίνει στις ΗΠΑ (1947)
Παραλλαγμένο στον τίτλο και τους στίχους, με τον ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό
»Ακόμα και Γερμανοί που είχανε μάθει ελληνικά, τραγουδάγανε το «Σαλταδόρο» — και μη σας φαίνεται παράξενο. Για όλα αυτά λοιπόν, λέω, ότι το τραγούδι μου αυτό είναι ο Ύμνος της Κατοχής. Και όλοι, όπως ξέρω, το παραδέχονται: Όλοι! Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος, από 40-45 χρόνων σήμερα, που να μην έχει τραγουδήσει το «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω…» Κι’ όμως, αυτό το τραγούδι, με τόση επιτυχία που είχε, που το ’ξερε όλη η Ελλάδα, δεν έγινε δίσκος. Στην Αμερική γραμμοφωνήθηκε, εδώ όμως όχι. Ήτανε πολλά – δηλαδή τα αίτια – αλλά ας τα αφήσουμε… Μόνο πριν από 2-3 χρόνια, έβαλα εγώ έναν, για πρώτη φορά και το είπε στο δίσκο. Ο Νταλάρας λέει ότι θα το τραγουδήσει τώρα, γιατί του αρέσει πολύ και το ’χει μάθει καλά και το λέει. Είμαι υπερήφανος πολύ που εγώ έχω γράψει τον Ύμνο της Κατοχής, και όπως δεν ξεχνιέται ποτέ η Κατοχή, έτσι δεν ξεχνιέται και ο «Σαλταδόρος» που βγήκε μέσα απ’ αυτή…».
«Ο σαλταδόρος» – Τρίτη ηχογράφηση στην Ελλάδα (1980)
Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας – “Ρεμπέτικα της Κατοχής”
Το 1944 ο Γενίτσαρης θα γράψει μουσική και στίχους για το ζεϊμπέκικο «Στέλιος Καρδάρας», συγκλονισμένος από την εκτέλεση μετά από φριχτά βασανιστήρια του ΕΛΑΣίτη σαμποτέρ Στέλιου Καρδάρα, από τους ντόπιους συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών στην Κοκκινιά.
Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά
Παλιά και Νέα Κοκκινιά
κλάψε κι εσύ τώρα ντουνιά
πιάσαν το Στέλιο, τα σκυλιά.
Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
το Στέλιο τον Καρδάρα μας,
στο Ρέντη οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε
προς τον Άγιο Διονύση
δέκα τουφέκια τού ’ριχναν
ώσπου να ξεψυχήσει.
Θεέ μου, ας προλάβαινες
να ’κανες άλλη κρίση
που ’χε μανούλα κι αδελφές
και έπρεπε να ζήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε
λες κι ήτανε κατάρα
το πιο καλύτερο παιδί
γιατί ήταν στην Αντίσταση
το Στέλιο τον Καρδάρα.
*Η τέταρτη στροφή δεν υπάρχει στο χειρόγραφο του συνθέτη, διαγραμμένη από τον ίδιο. Ο τρίτος στίχος της πέμπτης στροφής τροποποιήθηκε αργότερα κι έγινε: «Γιατί ήταν στην Αντίσταση». (*Σημ. Κώστα Χατζηδουλή).
Ο Στέλιος Σπανός ή «Καρδάρας», όπως τον γνώριζαν όλοι στην Κοκκινιά, ήταν ένας από τους ηρωικότερους σαμποτέρ της Αντίστασης που ανατίναζε γερμανικά αυτοκίνητα και αποθήκες. Ένας σαλταδόρος της Κατοχής που άρπαζε τρόφιμα απ’ τους Γερμανούς καταχτητές και τα μοίραζε στο λαό. Στέλεχος του ΕΛΑΣ και αρχηγός ομάδας της ΟΠΛΑ στην Παλιά Κοκκινιά, ο Καρδάρας μπήκε από τα δεκαοχτώ στην ένοπλη δράση, διακρίθηκε για τη γενναιότητα που επέδειξε στη μάχη της Κοκκινιάς και παρόλο το νεαρό της ηλικίας του είχε μεγάλη φήμη στους συναγωνιστές και στους εχθρούς του, έτσι που η σύντομη ζωή του αποτέλεσε θρύλο για την Κοκκινιά και ευρύτερα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν πολλές φορές να πιάσουν τον Καρδάρα αλλά δεν τα κατάφερναν. Τα κατάφεραν όμως οι ντόπιοι συνεργάτες τους…
Στις 18 του Αυγούστου 1944, μια μέρα μετά το Μπλόκο της Κοκκινιάς, «Έλληνες» ταγματασφαλίτες στήνουν ενέδρα στον Αη Γιάννη το Ρέντη και πιάνουν το αγαπημένο παιδί της Κοκκινιάς, μπροστά σε μια βρύση που πήγε να ξεδιψάσει. Τα ελληνόφωνα κτήνη έσυραν τον Καρδάρα στον Άγιο Διονύση, στον Πειραιά, και τον εκτέλεσαν, αφού πρώτα τον βασάνισαν φριχτά, φτάνοντας στο σημείο να του κόψουν τα γεννητικά όργανα. Ήταν μόλις 21 χρονών ο Στέλιος ο Καρδάρας και ο Πειραιάς θρήνησε εκείνη τη νύχτα ένα από τα καλύτερα παιδιά του, που έπεσαν στη μάχη κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έκανε τη σύντομη ζωή του Στέλιου Καρδάρα τραγούδι, που ακούστηκε για πρώτη φορά στην πλατεία Αγίου Νικολάου, στη Νίκαια, σε εκδήλωση που έκανε ο ΕΛΑΣ για να τον τιμήσει τον ήρωα.
Το τραγούδι ερμηνευμένο από τον δημιουργό του, τον Μιχάλη Γενίτσαρη
Ο συνθέτης, στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, που διέσωσε ο ακάματος μελετητής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Κώστας Χατζηδουλής, περιγράφει γεμάτος συγκίνηση, αλλά και αγανάκτηση, όλη την συγκλονιστική ιστορία του τραγουδιού: «… Το 1944, οι συνεργάτες των Γερμανών (κι όλοι ξέρουμε ποιοι ήτανε..) σκοτώσανε ένα φίλο μου, το Στέλιο τον Καρδάρα. Δυο μέτρα μπόι ήτανε και παλικάρι που δεν λέγεται, για την λεβεντιά του. Τέτοιο παιδί δεν γνώρισα άλλο, στα χρόνια μου. Παιδί λέμε, 18 χρονώ και από τους πιο μεγάλους σαμποτέρ που βγήκανε σε όλα τα χρόνια. Ήτανε ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών από τις ζημιές που τους έκανε και τον είχανε στο μάτι, γιατί τους είχε κυριολεκτικά σακατέψει από τα σαμποτάζ. Στη στεριά και στο πέλαγος τον κυνηγούσανε, αλλά αυτός, όχι μόνο ήτανε άπιαστος, αλλά συνέχιζε τις ζημιές. Και τι δεν κάνανε οι Γερμανοί για να τον πιάσουνε… Πληρωμένους χαφιέδες βάλανε, για να πάρουνε πληροφορίες πού κρυβότανε. Ο θεός της φτωχολογιάς ήτανε. Όλοι τονέ θυμούνται, ακόμα και σήμερα και λένε, για αυτά πού ’κανε για τους φτωχούς. Όλοι φάγανε απ’ τα χέρια του, όλοι είδανε τι έκανε για τους φτωχούς, ο Καρδάρας. Μια φορά, με τα πιστόλια στο χέρι, σταμάτησε ένα γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο τυριά και ανάγκασε τους δυο Γερμανούς να κατέβουν κάτω. Τους κατέβασε κι άρχισε να μοιράζει τα τυριά στον κόσμο. Έπρεπε να βλέπατε αυτή τη σκηνή. Σε λίγα λεπτά, είχε μαζευτεί μπουλούκια ο κόσμος κι έπαιρνε αυτά που μοίραζε ο Στέλιος. Μετά, τους ανέβασε στο αυτοκίνητο και τους έδιωξε, αλλά σε λίγη ώρα, είχαν έρθει όλα τα Γερμανικά Φρουραρχεία. Ο Καρδάρας όμως, άφαντος. Πολλά κατορθώματα έκανε αυτό το παιδί που έχουνε μείνει στο μυαλό όλων. Ακόμα το κουβεντιάζει ο κόσμος. Μέχρι που, γερμανόφιλοι, χαφιέδες τέτοιοι, του στήσανε ενέδρα στα περβόλια στον Άγιο Γιάννη Ρέντη. Είπαμε, ότι τον κυνηγάγανε με μανία. Δεν άφηνε αυτοκίνητα, τραίνα, αποθήκες που να μην τα ανατινάξει.
Δεν θα τονέ πιάνανε ποτές το Στέλιο, αλλά εκείνη τη μέρα ήτανε άτυχος. Πολύ άτυχος, — κι αυτό του πήρε τη ζωή. Ήτανε καλοκαίρι και πήγε σε μια στέρνα, εκεί στα περιβόλια του Ρέντη, για να πλυθεί. Έβγαλε τα ρούχα του, ακούμπησε τα πιστόλια δίπλα, και μόλις έσκυψε να πλυθεί, πέσανε απάνω τον και τονέ πιάσανε. Τον δέσανε με ένα σύρμα και τον πήγανε εκεί, προς τον Άγιο Διονύση, στη Δραπετσώνα κοντά. Πενήντα ντουφέκια πέσανε πάνω τον να βγάλουν το άχτι τους – το μίσος που τού ’χανε. Του κόψανε και τα γεννητικά όργανα. Τ’ όνομα αυτουνού του παιδιού είχε γίνει ύμνος, είπαμε, στον Περαία και όλοι κλάψανε που χάθηκε. Μεγάλος πατριώτης, ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε. Έλληνες είμαστε…
Τότες εγώ, μόλις έμαθα ότι τονέ σκοτώνανε, έκατσα και του ’γραψα τραγούδι. Το καλύτερό μου τραγούδι. Αυτό που λέω εδώ: «Αληθινοί πατριώτες – Καρδάρας». Μόλις έβαλα μουσική και το ’παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές οι άλλοι, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε εαμίτες και αντάρτες και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε, εκεί που ήτανε η μεγάλη κεντρική πλατεία. Και τότες, με κάτι παλιά μεγάφωνα που φέρανε, με βάλανε και το ’παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσανε ένα λεπτό σιγή για τη μνήμη του παλικαριού.
Όταν το τραγουδούσα, όλος ο κόσμος έκλαιγε. Κι από εκεί και μετά, έγινε παντού γνωστό το τραγούδι μου — όπως ο «Σαλταδόρος» μου, που είναι ο Ύμνος της Κατοχής. Δεν μπόραγα όμως να το γραμμοφωνήσω, από τότες. Δεν έγινε δίσκος. Μπορεί να γίνει τώρα ή αργότερα. Όσοι το ακούνε, αμέσως πάει το μυαλό τους σ’ αυτό το μεγάλο παλικάρι, στον πατριώτη…».
Το τραγούδι ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα
Δίσκος: Ρεμπέτικα της Κατοχής (1980)
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έχει συνθέσει τη μουσική και ερμηνεύσει το τραγούδι «Ένας λεβέντης έσβησε». Ο τραγικός θάνατος του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, στις 16 του Ιούνη 1945 συγκλονίζει την Ελλάδα. Ο σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης Μανώλης Χιώτης είναι μόλις 24 χρονών όταν γράφει τη μουσική για ένα τραγούδι που αναφέρεται στον χαμό του Άρη. Τους στίχους έχει γράψει ο Νίκος Μάθεσης, περισσότερο γνωστός τότε ως “Νίκος ο Τρελάκιας”. Ένας σημαντικός δημιουργός του ρεμπέτικου και άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες και ανησυχίες.
Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα.
Τι έχεις κλαψοπούλι μου κι όλο πικρά φωνάζεις;
Για πες μου ποιος σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις;
Μαράθηκαν τα λούλουδα έσβησε το φεγγάρι
ένας λεβέντης χάθηκε που τόνε λέγαν Άρη.
Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια.
Ο Χιώτης συνθέτει μια μελωδία σε ρυθμό χασαποσέρβικο και επεμβαίνει στους στίχους. Το τραγούδι σε κείνη τη μορφή παραμένει άγνωστο καθώς δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Ο Μάθεσης αποκαλύπτει στον Κώστα Χατζηδουλή την ύπαρξη του άγνωστου τραγουδιού μόλις στα 1974. Τα χρόνια έχουν περάσει και δεν θυμάται τη μελωδία του Χιώτη, που κι αυτός – από το 1970 – έχει φύγει από τη ζωή.
O Νίκος Μάθεσης θα δώσει τους στίχους στο Μιχάλη Γενίτσαρη που θα γράψει τη μουσική, και θα γεννηθεί έτσι το θαυμάσιο ζεϊμπέκικο «Ένας λεβέντης έσβησε», που θα ηχογραφηθεί με κάποιες αλλαγές στους στίχους τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής»:
Ο ίδιος αφηγείται στον Κ. Χατζηδουλή: «Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το ’γραψα. Είχε τρία τετράστιχα και όχι τέσσερα. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι, αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το ’γραψα, γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος.
Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό, η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Άρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και τον Γενίτσαρη να παίξουνε σ’ ένα χορό, στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του ’δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το «νεκροπούλι» που είχα εγώ και το ’κανε «κλαψοπούλι». Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι οι μάγκες, κοίτα τον Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης.
Το ’παμε: προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα. Βλέπεις, εγώ και σ’ αυτό το περιβόλι είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα ’χα μαζεμένα από τότες. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά άκουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι δεν αφήνανε. Γι’ αυτό τους έχω μαζέψει πολλά».
Το τραγούδι πήρε την τελική του μορφή στην ηχογράφηση με τη φωνή του Μιχάλη Γενίτσαρη. Οι στίχοι ακούγονται χωρίς παραλλαγές, όπως ακριβώς γράφτηκαν από τους δημιουργούς του και ο –τελικός– τίτλος του είναι «Ένας λεβέντης χάθηκε»: