«Όποιος μεγάλωσε στα ξένα χέρια…» – Καίτη Γκρέυ: Ζωή σαν λαϊκό τραγούδι
Οι χρονολογίες είναι για τους ερευνητές και τους ιστορικούς. Η Καίτη Γκρέυ γεννήθηκε τον προηγούμενο αιώνα. Μικρή σημασία έχει. Αυτό που θα μείνει στον αιώνα τον άπαντα είναι οι ερμηνείες της σε τραγούδια που το άγγιγμα του χρόνου δεν θα καταφέρει ποτέ να πλήξει.
Οι χρονολογίες είναι για τους ερευνητές και τους ιστορικούς. Ο φυσικός χρόνος δεν μπορεί να περιορίσει τους καλλιτέχνες και κυρίως το έργο τους εντός των συνόρων που εγκλωβίζει τους κοινούς θνητούς. Για μια μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού όπως η Καίτη Γκρέυ που προχτές γιόρτασε τα γενέθλιά της, ο «νόμος» αυτός απλά δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση.
Στις 14 του Μάη 1924, η Αθανασία Γκιζίλη αντίκριζε το φως της ζωής. Μια ζωής σκληρής από τη φτώχεια και την ανέχεια, που τα επόμενα χρόνια θα έρθει κι ο πόλεμος να την ντύσει με τα χρώματα της απώλειας και του ξεριζωμού. Γεννήθηκε στη Σάμο. Είχε δεν είχε συμπληρώσει ένα χρόνο ζωής όταν η μάνα της την έδωσε για υιοθεσία, μη μπορώντας να προσφέρει στο παιδί της ούτε τα στοιχειώδη που απαιτεί η επιβίωση. Σε μια καλύτερη ζωή ήλπιζε για το κορίτσι της, που όμως ακόμα τότε ούτε που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα. Από τη Σάμο στην Κοκκινιά. Η μάνα, η θετή, να ξενοπλένει και το μικρό κορίτσι να πλάθει στη σκέψη και τα όνειρά του εικόνες και χρώματα μιας ζωής που λαχταρούσε να ζήσει. Αντί για την ανεμελιά και τη χαρά, στα εφτά της χρόνια βιώνει τον ανελέητο πόνο της πατρικής απώλειας. «Η πρώτη μου εμπειρία από τη ζωή, πίκρα, μόνο πίκρα. Ο θάνατος του πατέρα μου. Τότε ένοιωσα τον πόνο, τον πρώτο μου πόνο…» θα πει η ίδα πολύ αργότερα.
«Είναι πικρά είναι βαριά τα ξένα χέρια
τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια…»
Επιστρέφει στη μάνα που τη γέννησε, στο χωριό στη Σάμο. Πόλεμος, κατοχή. Στον μεγάλο βομβαρδισμό των Γερμανοφασιστών καταχτητών, καταφέρνει να γλιτώσει με τη μάνα της και διαφεύγουν μαζί με άλλους κυνηγημένους από τη φρίκη του πολέμου νησιώτες στην Τουρκία. Από εκεί φτάνουν στην Αίγυπτο και στη συνέχεια στην Παλαιστίνη, όπου θα ζήσει συνολικά τρία χρόνια σε προσφυγικά στρατόπεδα. Στην Αίγυπτο θα βγάλει τα πρώτα δικά της λεφτά, βοηθώντας στις διανομές συσσιτίων.
Το 1945 φτάνει με άλλους πρόσφυγες στον Πειραιά και καταφεύγει στα Ταμπούρια όπου ξανασμίγει με τη θετή της μάνα. Η Καίτη Γκρέυ μιλάει με απέραντη αγάπη γι’ αυτή τη γυναίκα: «Δεν παύω να λέω ότι την αγάπησα όσο τίποτα στον κόσμο τη μανούλα μου τη θετή, γιατί ήτανε ένας γλυκός άνθρωπος, ήτανε η γυναίκα που με δίδαξε να ζω τίμια, να ζω καλά, να είμαι πονόψυχη, ν’ αγαπώ όλο τον κόσμο, δεν ήτανε πλούσια αλλά είχε τόσα πολλά χαρίσματα, που για μένα έμεινε ανύπαντρη σε όλη της τη ζωή…»
Και η ίδια ρίχνεται στη βιοπάλη δουλεύοντας καθαρίστρια σε χρυσοχοείο, εργάτρια στην επεξεργασία της ελιάς, σε υφαντουργείο, σε μοδιστράδικο, οικιακή βοηθός, πωλήτρια σε ζαχαροπλαστείο, ώσπου μια συνάντηση θ’ αλλάξει τη ρότα της ζωής της, χαρίζοντας στο λαϊκό τραγούδι μια από τις πιο εμβληματικές φωνές του.
Στο καφενείο «Πανελλήνιο» όπου βρίσκεται με μια φίλη της, από τα γνωστά στέκια καλλιτεχνών τότε, συχνάζει ο Τζίμης Μακούλης, τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού και διάσημος αστέρας της εποχής. Η «Κικίτσα», όπως τη φωνάζουν, τον λατρεύει και ο λόγος που βρίσκεται εκεί είναι για να τον δει από κοντά. Η συναρπαστική παρουσία της προσελκύει το διάσημο χορευτικό ζευγάρι «Ντούο Ρεξ» που της προτείνει να ασχοληθεί με το χορό και να τους ακολουθήσει. Διστάζει, όμως η φίλη της την παροτρύνει λέγοντάς της ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, παρά μόνο να ωφεληθεί. Δέχεται και αρχίζουν τα εξαντλητικά μαθήματα χορού και οι πρόβες, κάθε που σχόλαγε από το ζαχαροπλαστείο όπου δούλευε. Βγάζει τις πρώτες τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες. Μια νέα ζωή, με ελπιδοφόρα χρώματα, φαίνεται να ανοίγεται μπροστά της. Μια ζωή που κρύβει εκπλήξεις. Οι εξελίξεις ακολουθούν καταιγιστικές.
Οι χορευτικές επιδόσεις της δεν αρκούν για την εξασφάλιση του μεροκάματου, το κυνήγι του οποίου απαιτεί ο καλλιτέχνης να είναι πολυτάλαντος. Με την αιτιολογία ότι το τραγούδι θα τη βοηθούσε να κερδίσει χρόνο και παρουσία στη σκηνή, της ζητούν να την ακούσουν να τραγουδάει και τη δοκιμάζουν σε τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Το ακατέργαστο ακόμα μέταλλο της φωνής της, η γοητεία και η άνεση που βγάζει πίσω από το μικρόφωνο, ξετρελαίνουν τον μαέστρο και πιανίστα Μεταξά. Μέσα σε ένα μήνα η εκκολαπτόμενη ερμηνεύτρια δημιουργεί από το μηδέν ρεπερτόριο από σχεδόν σαράντα τραγούδια. Το ίδιο διάστημα παίρνει από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών άδεια ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο.
Η πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση ως τραγουδίστρια έρχεται μετά από προτροπή του συνθέτη Γιώργου Μυρογιάννη, στο αναψυκτήριο «Γλυφάδα», στην Πάτρα. Εκεί ακούγεται για πρώτη φορά και το ψευδώνυμο με το οποίο στη συνέχεια θα καθιερωθεί: Καίτη Γκρέυ.
Μετά από σύντομο διάστημα επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται με τον Γιάννη Βέλλα στο «Άλσος» Παγκρατίου. Εκείνο το καλοκαίρι θα γνωρίσει τελικά στο «Πανελλήνιο» το είδωλό της, τον Τζίμη Μακούλη. Παράλληλα κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Το τραγούδι του πόνου», δίπλα στους σημαντικούς ηθοποιούς Δάφνη Σκούρα και Νίκο Τζόγια.
Μετά την επιτυχία της ως ηθοποιός, πιάνει δουλειά με θίασο στο μπουλούκι του Τσάκωνα παίζοντας τη «Γκόλφω». Στα διαλείμματα των παραστάσεων τραγουδάει «ευρωπαϊκά» τραγούδια (έτσι αποκαλούσαν το ελαφρό). Μην αντέχοντας όμως την απληρωσιά και την πείνα τούς παρατάει κι επιστρέφει στην Αθήνα.
Με τη μεσολάβηση του Γιάννη Μυρογιάννη γνωρίζεται με τους Χρηστάκη, Άκη Πάνου, Λουκά Νταράλα και Γιάννη Λαουτάρη που την προτρέπουν ν’ ασχοληθεί με το λαϊκό τραγούδι.
Στην Ελλάδα των αρχών του ’50, με το χυμένο αίμα ακόμα νωπό, χιλιάδες κομμουνιστές και αγωνιστές να βιώνουν την εκδικητική μανία των νικητών του εμφυλίου, στις φυλακές, στα ξερονήσια, και μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, και χιλιάδες ξεριζωμένους από τον τόπο τους και κυνηγημένους λόγω των πολιτικών φρονημάτων τους να διεκδικούν την επιβίωση, το λαϊκό τραγούδι έρχεται με ορμή να εκφράσει τον πόνο, τα βάσανα και τις αγωνίες των φτωχών ανθρώπων, την – τις περισσότερες φορές καμουφλαρισμένη για το φόβο της λογοκρισίας – διαμαρτυρία τους, και την ελπίδα τους για καλύτερες μέρες.
Όλα τα τραγούδια που της δίνουν να πει τα «περνάει» με άνεση. Αυτό ήταν. Η Καίτη Γκρέυ ανεβαίνει στο λαϊκό πάλκο, για να μείνει και να προσθέσει το όνομά της δίπλα στα μεγάλα γυναικεία ονόματα της εποχής Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Μαίρη Λίντα, Σεβλας Χανούμ, Άννα Χρυσάφη, Ρένα Ντάλλια, Ρένα Στάμου κ.ά. Η πρώτη της δουλειά ως λαϊκή τραγουδίστρια θα είναι στο κέντρο «Αραπάκια» στο Βύρωνα.
Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Τάκη Μπίνη και το συγκρότημά του. Γνωρίζεται με τον Λουκά Νταράλα που την καλεί να τραγουδήσει στο ραδιόφωνο, όπως συνηθιζόταν τότε για τους λαϊκούς τραγουδιστές. Η γνωριμία τους είναι ταυτόχρονα η βάση πάνω στην οποία θα πατήσει η ερμηνεία της Γκρέυ ενός από τους μεγαλύτερους λαϊκούς ύμνους, το «Βουνό», που θα αποτελέσει και το μεγαλύτερο, ως τότε, εφαλτήριο προς την καθολική αναγνώριση και καταξίωση.
Ο στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο επονομαζόμενος «Τσάντας», την καλεί στην Κολούμπια για ακρόαση. Υπογράφει συμβόλαιο και αρχίζει φωνοληψίες. «Το δικό σου το μαράζι θα με φάει» πρωτοέγραψε στο στούντιο, το 1952. Πρόκειται για το διαχρονικό τραγούδι «Το μαράζι» του Γιώργου Μητσάκη, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.
Εκείνη την περίοδο συνεργάζεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Στέλιο Κερομύτη σ’ ένα μαγαζί στη Λάρισα. Έρχεται στην Αθήνα για να ηχογραφήσει το δεύτερο τραγούδι της, που έχει τίτλο «Ποτέ τη μάνα μην πικράνεις» σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Γεράσιμου Κλουβάτου. Το τραγούδι αυτό κουβαλά μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Το «Ποτέ τη μάνα μη πικραίνεις» είχε μόλις ηχογραφηθεί με τη φωνή της αξιόλογης τραγουδίστριας Μαρίας Γρύλλη, όταν η Γκρέυ έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση στο στούντιο. Ένα κρυολόγημα την είχε εμποδίσει να το προβάρει, εκτός από μια μοναδική φορά όταν της το πρωτοέπαιξε ο συνθέτης. Όμως φτάνοντας στο στούντιο επιμένει να το τραγουδήσει. Οι στίχοι του της ζωντανεύουν μνήμες που δεν πρόλαβαν ακόμα να ξεμακρύνουν. Μα το τραγούδι είναι κιόλας «έτοιμο». Η Γκρέυ άργησε. Η πίστη ότι αυτό το τραγούδι είναι «δικό» της και η χαρακτηριστική επιμονή της, πείθουν τον μαέστρο και στο στούντιο ετοιμάζονται για νέα εγγραφή. Ο Κλουβάτος δίνει το πρόσταγμα στην ορχήστρα και οι πρώτες νότες τη βοηθούν να το θυμηθεί. Χωρίς χρονοτριβή σταματάει την ορχήστρα και δηλώνει έτοιμη για την εγγραφή. Το βγάζει με την πρώτη! Τα βιώματα και η συναισθηματική της φόρτιση την οδηγούν σε μια συγκλονιστική, απαράμιλλη ερμηνεία. «Σαν τη μάνα κανείς δε σε προσέχει και χαρά σ’ όποιον την έχει» ερμηνεύει η Καίτη Γκρέυ προκαλώντας ρίγη συγκίνησης σε όσους βρίσκονται στο στούντιο. Μόλις τελειώνει η εγγραφή, η Μαρία Γρύλλη – προς τιμή της – θα πει: «Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να το πω όπως το λέει η κοπέλα, τόσο πονεμένα. Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για τη φωνή της»…
Το τραγούδι γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η επιτυχία της Καίτης Γκρέυ παίρνει τη μορφή ενός ταξιδιού με ταχεία, χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Όταν κυκλοφορεί το «Βουνό» του Λουκά Νταράλα, η δημοτικότητά της εκτοξεύεται. «Οι πρέσες δεν προλαβαίνανε να κόβουνε δίσκους, γιατί πουλιότανε τόσο πολύ που δεν προλαβαίνανε, δε φτάνανε οι πρέσες για να εξυπηρετήσουνε τις πωλήσεις των δίσκων το «Βουνό», γράφει η ίδια στις αναμνήσεις της, εξιστορώντας για πρώτη φορά την πολυτάραχη ζωή της στον ποιητή Γιώργο Χρονά, το 1983 (“Καίτη Γκρέυ – Αυτή είναι η ζωή μου”, εκδόσεις Οδός Πανός).
Οι προτάσεις από τα μαγαζιά δεν έχουν τελειωμό. Όπου εμφανίζεται η Καίτη Γκρέυ σημειώνεται το αδιαχώρητο. Όλοι θέλουν να δουν από κοντά και να ακούσουν «αυτή του τραγουδάει το Βουνό».
«Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό
ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά…»
Συνεργάζεται με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Λάκη Καρνέζη, τον Κώστα Παπαδόπουλο. Με τον Γεράσιμο Κλουβάτο τραγουδάει στο κέντρο «Ζέφυρος», στο Νέο Ηράκλειο. Εκεί θα γνωριστεί με τον νεαρό Στέλιο Καζαντζίδη. Η μεταξύ τους σύνδεση δεν περιορίζεται στην επαγγελματική συνεργασία. «Ήταν η πρώτη αγάπη της ζωής μου» θα πει η Καίτη Γκρέυ που όταν γνώρισε τον Καζαντζίδη είχε ήδη στο ενεργητικό της ένα γάμο και δυο παιδιά. Μεταξύ τους γεννιέται μια θυελλώδης σχέση που, με αμέτρητα σκαμπανεβάσματα, συγκρούσεις και αναταράξεις θα διαρκέσει περίπου έξι χρόνια και θα τους σημαδέψει και τους δυο.
Η Καίτη Γκρέυ εκτός των προαναφερόμενων ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια των Μάρκου Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργου Μητσάκη, Θόδωρου Δερβενιώτη, Μπάμπη Μπακάλη, Γεράσιμου Κλουβάτου, Γιώργου Ζαμπέτα, Κώστα Βίρβου, Χρήστου Κολοκοτρώνη, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και άλλων δημιουργών.
«Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω
θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω…»
Ερμήνευσε πολλά όμορφα τραγούδια που αγαπήθηκαν και δεν θα πάψουν να τραγουδιούνται, όπως «Το μαράζι», «Ποτέ τη μάνα μη πικραίνεις», «Το βουνό», «Πήρα την στράτα και έρχομαι», «Άνοιξε, άνοιξε», «Το λυχνάρι της αγάπης», «Μάγκικο τα δυο σου μάτια», «Κάτσε στον καναπέ μου», «Θέλω να είναι Κυριακή», «Τα ξένα χέρια», «Το ‘πες και το ‘κανες», «Άναψε το τσιγάρο», και πολλά ακόμα, ενώ έπαιξε σε αρκετές ταινίες ως ηθοποιός και τραγουδίστρια.
«Άσε να σε φιλήσω, να σε χορτάσω
η νύχτα θα περάσει και θα σε χάσω…»
Στη μακρόχρονη πορεία της συνεργάστηκε με σπουδαίους ερμηνευτές και ερμηνεύτριες, όπως (ενδεικτικά): Ρόζα Εσκενάζυ, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πόλυ Πάνου, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Αντώνης Ρεπάνης, Πάνος Γαβαλάς, Ρίτα Σακελλαρίου, Σπύρος Ζαγοραίος, Στράτος Διονυσίου, Πάνος Τζαβέλλας, Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Ελένη Βιτάλη, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Αντώνης Βαρδής, αλλά και με νεότερους όπως οι Εκείνος & Εκείνος, Χρήστος Δάντης, Στέφανος Κορκολής.
«Μια γυναίκα μόνο ξέρει να σου πει
μια γυναίκα που αγάπησε πολύ…»
Το 1983 κυκλοφορεί από μια μικρή και άσημη εταιρεία δίσκων, την Venus-Tzina, ένας δίσκος που αξίζει κάποια στιγμή να στρέψουμε πάνω του την προσοχή μας. «Θρήνοι κα αναστάσιμα» ο τίτλος του. 12 λαϊκά – πολιτικά τραγούδια με ερμηνεύτρια την Καίτη Γκρέυ, σε μουσική του αξέχαστου αγωνιστή τραγουδοποιού Πάνου Τζαβέλλα, που υπογράφει και τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών. Πρόκειται για μια συνεργασία έκπληξη, αν σκεφτεί κανείς τις «αταίριαστες» καταβολές και την πορεία των δυο καλλιτεχνών και όχι βέβαια τη χημεία τους, που, ακούγοντας τα τραγούδια του δίσκου δεν αργείς να διαπιστώσεις ότι τους δικαιώνει στο μέγιστο βαθμό.
«Λεβεντογενιά, ξεριζωμένη ελιά στο χώμα πεταμένη
Κρατάς τη φλόγα βαθιά, μες στην καρδιά κρυμμένη…»
Πίσω από τη σπουδαία φωνή και το εκρηκτικό ταπεραμέντο, πίσω από τη μυθική ερμηνεύτρια των κλασικών λαϊκών τραγουδιών – ύμνων, με την αξιοθαύμαστη πορεία, πίσω από την πιο ακριβοπληρωμένη λαϊκή τραγουδίστρια με τις εμφανίσεις στα μεγαλύτερα κέντρα της Ελλάδας και της ομογένειας ανά τον κόσμο (όταν εμφανιζόταν στη Νέα Υόρκη τη χαρακτήρισαν «τρόμο της 8ης Λεωφόρου» εξαιτίας της κοσμοσυρροής στο μαγαζί που τραγουδούσε σε αντίθεση με τα άλλα της Ν. Υόρκης), ανάσαινε και καρδιοχτυπούσε μια διαρκής συναισθηματική αναζήτηση. Η ζωή, τα βιώματα, η πορεία της μεγάλης λαϊκής ερμηνεύτριας, «ζύμωσαν» τις σπουδαίες, ανυπέρβλητες ερμηνείες της και τις μαγευτικές στιγμές που χαρίζει στους πολυπληθείς ακροατές – θαυμαστές της, από την πρώτη της ηχογράφηση στο στούντιο της Κολούμπια, και για πάντα.
Η Καίτη Γκρέυ γεννήθηκε τον προηγούμενο αιώνα, πριν από σχεδόν έναν αιώνα. Μικρή σημασία έχει. Αυτό που θα μείνει στον αιώνα τον άπαντα είναι οι ερμηνείες της, τραγουδιών που το άγγιγμα του χρόνου δεν θα καταφέρει ποτέ να πλήξει. Τραγούδια που στην εποχή τους πρωτοάγγιξαν τις ψυχές των ανθρώπων, εκφράζοντας τον πόνο και τα βάσανά τους, τις αγωνίες τους. Τραγουδώντας τους έρωτές τους, θρηνώντας τον χωρισμό και την απώλεια, συνόδευσαν τις χαρές και τις λύπες τους. Τραγούδια διαχρονικά, που με την αξεπέραστη φωνή και εκφραστικότητα της Κυρίας Γκρέυ έγιναν και θα γίνονται δάκρυα στο κλάμα μας και χαμόγελο στα χείλη μας, μεράκι στις στροφές και ώπα στα γλέντια μας. Τραγούδια που κατάχτησαν επάξια την αθανασία.
Οι εποχές και η κοινωνία από τότε που εμφανίστηκε στο πεντάγραμμο η Καίτη Γκρέυ μέχρι τις μέρες μας, όσο κι αν άλλαξαν, συνεχίζουν να συνδέονται και να επηρεάζονται από συνθήκες που παραμένουν ίδιες, όπως ο πόνος και η απώλεια που γεννούν οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές ανισότητες, αλλά και από τις ίδιες κινητήριες δυνάμεις που γεννάει η ανάγκη των ανθρώπων για πρόοδο, για το καλό και το δίκαιο. Και οι άνθρωποι, όπως τότε έτσι και σήμερα, δεν έπαψαν να επικοινωνούν μέσα από τους ίδιους διαύλους, ένας από τους οποίους είναι η τέχνη και στην περίπτωσή μας το αθάνατο λαϊκό τραγούδι.