Όταν ο Ιγκόρ Στραβίνσκι επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ
Η πρώτη και τελευταία επίσκεψη του διάσημου μουσικοσυνθέτη στην ΕΣΣΔ μετά από μισό αιώνα αυτοεξορίας.
O Ιγκόρ Στραβίνσκι συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνθετών του αιώνα που μας πέρασε, χαράσσοντας νέους δρόμους στην λόγια μουσική. Όταν εγκατέλειψε τη Ρωσία το 1914, για να οριστικοποιήσει την απόφαση της διαμονής του στο εξωτερικό μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, ήταν ήδη ένας συνθέτης διεθνούς κύρους, χάρη στο “Πουλί της Φωτιάς” που είχε γράψει το 1910 για τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Νταγκίλεφ στο Παρίσι, την “Πετρούσκα” (1911), μπαλέτο βασισμένο σε μείξη φοκλόρ και μοντερνιστικών στοιχείων, καθώς η “Ιεροτελεσία της Άνοιξης” (1913), έργο που είχε προκαλέσει σκάνδαλο κατά την πρεμιέρα του. Τα επόμενα χρόνια η καλλιτεχνική του παραγωγή συνεχιζόταν αμείωτη, καθιστώντας τον τον γνωστότερο Ρώσο συνθέτη της εποχής του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα οι σοβιετικές αρχές να επιδιώξουν ήδη από το 1925 την επιστροφή του στην ΕΣΣΔ. Εκείνη τη χρονιά, η υποδιευθύντρια του Ωδείου της Μόσχας Ναντέζντα Μπριούσουβα, του έστειλε επιστολή όπου έγραφε πως γινόταν δεκτό το αίτημα επιστροφής που είχε υποβάλει, λέγοντας πως θα δινόταν αμνηστία για τυχόν παρελθούσες αντεπαναστατικές πράξεις, αλλά όχι και για μελλοντικές, παράλληλα εγγυώνταν την πλήρη ελευθερία του να ταξιδεύει στο εξωτερικό κατά βούληση. Ο ίδιος απάντησε δηλώνοντας έκπληκτος για το “ευγενικό γράμμα”, καθώς δεν είχε απευθυνθεί σε οποιονδήποτε με παρόμοια αιτήματα.
Τα επόμενα χρόνια η αντισοβιετική του στάση ενισχύθηκε, ενώ σε αντίτυπο του πρώτου βιβλίου που γράφτηκε για εκείνον στην ΕΣΣΔ, με τίτλο “Ένα βιβλίο για τον Στραβίνσκι”, το οποίο έλαβε το 1930, σημείωνε στο περιθώριο των σελίδων διάφορα σαρκαστικά σχόλια, με συχνότερο το “αυτά είναι για κομμουνιστές”. Το 1957, ευρισκόμενος σε περιοδεία στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, όταν άκουσε τα νέα για την εκτόξευση του Σπούτνικ, ήταν τόσο εξοργισμένος που απαγόρευσε βάσει μαρτυρίας συνεργάτη του έστω και την απλή αναφορά στο σοβιετικό επίτευγμα. Αλλά και τον Ιούνη του 1961, όταν έλαβε πρόσκληση επίσκεψης στην ΕΣΣΔ από το μουσικοσυνθέτη Τίχων Κρέχνικοφ, ο οποίος είχε έρθει μαζί με το συνάδελφό του Κάρα Κάραγιεφ σε φεστιβάλ του Λος Άντζελ, αρνήθηκε και μάλιστα σε επιστολή σε παλιό του φίλο, δήλωνε πως θεωρούσε τη μουσική των δυο συνθετών “απίστευτο σκουπίδι” κι ότι “ήταν φριχτό που έπρεπε να χαμογελά ενώ ήθελε να ξεράσει”. Στην ίδια επιστολή ειρωνευόταν και την “προσωπολατρεία του Σοστακόβιτς” στην ΕΣΣΔ, παρότι ο εν λόγω συνθέτης θαύμαζε βαθιά τον Στραβίνσκι κι όταν ο τελευταίος πέθανε σαν σήμερα το 1971, ήταν ο μόνος Σοβιετικός που έστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην οικογένειά του.
Λίγο καιρό αργότερα όμως, στα τέλη του 1962, ο Στραβίνσκι, που συνειδητά είχε ταχθεί υπέρ της πολιτισμικής προπαγανδιστικής εκστρατείας των δυτικών, εμφανιζόμενος μάλιστα στο πλευρό του ζεύγους Κένεντι στο Λευκό Οίκο λίγους μήνες πριν, αποδέχτηκε τελικά την πρόσκληση επιστροφής στην πατρίδα του μετά από σχεδόν μισό αιώνα. Για τρεις βδομάδες ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ κι εκεί διηύθυνε έργα του στη Μόσχα και το Λένινγκραντ, εμφανίστηκε στη Σοβιετική τηλεόραση, επισκέφτηκε μια έκθεση αφιερωμένη προς τιμήν του, συνάντησε συνθέτες, μουσικούς και συγγενείς του. Το μόνο μέρος που δεν του επιτράπηκε να επισκεφτεί ήταν το Ουστίλογκ, όπου βρισκόταν τα κτήματα της οικογένειας. Λίγο πριν αναχωρήσει για το Παρίσι, με μεσολάβηση του Κρέχνικοφ, ο Στραβίνσκι συναντήθηκε με το Νικήτα Χρουστσόφ, ο οποίος κατά τη μαρτυρία του Κρέχνικοφ του πρότεινε να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ, με την υπόσχεση να το δοθεί πίσω η οικογενειακή του περιουσία. Ο Κρέχνικοφ μάλιστα προσθέται πως ο Στραβίνσκι ήταν θετικός στην πρόταση και πως ο ίδιος ρώτησε τη σύζυγό του Βέρα αν ο άντρας της επιθυμούσε να ταφεί στην ΕΣΣΔ, δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να επαληθεύουν τη μαρτυρία του Κρέχνικοφ, ο οποίος εξάλλου χωρίς επιτυχία προσπάθησε και στα επόμενα χρόνια να πείσει τον Στραβίνσκι να επισκεφτεί τη Μόσχα. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη και τελευταία μετεπαναστατική του επίσκεψη στα πάτρια εδάφη φαίνεται να συγκίνησε το συνθέτη, καθώς σε γεύμα που παρέθεσε η Κατερίνα Φούρτσεβα, υπουργός πολιτισμού της ΕΣΣΔ, στο τέλος μιας φορτισμένης ομιλίας τόνισε πως: Ένας άνθρωπος έχει μόνο μια γενέτειρα, μια πατρίδα, μια χώρα-μπορεί να έχει μόνο μία χώρα-και το μέρος που γεννήθηκε είναι ο σημαντικότερος παράγοντας στη ζωή του”. Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία συνεργάτη του, στη διάρκεια του ταξιδιού του εμφανίστηκε μεταμελημένος για τον ξεριζωμό και την αυτοεξορία του περισσότερο απ’οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. Οι πολιτικές του αντιπάθειες ήταν πολύ ισχυρές για να καμφθούν από αυτό το ξέσπασμα νοσταλγίας, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του οι συναισθηματικοί του δεσμοί με τη γλώσσα και τα αντικείμενα της πατρίδας του, που βρισκόταν σκόρπια στην οικεία του, παρέμεναν πολύ δυνατοί.