Πόλυ Πάνου – Η «μικρή Πατρινοπούλα» που έγινε «ο θηλυκός Καζαντζίδης»
Σαν σήμερα, στις 27 του Σεπτέμβρη 2013, έφυγε από τη ζωή η μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού Πόλυ Πάνου. Υπηρέτησε με σοβαρότητα και με ήθος το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, πάντα από την πρώτη γραμμή, ηχογραφώντας πολλές εκατοντάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν τεράστιες επιτυχίες, τραγουδιούνται στις μέρες μας και δεν θα πάψουν να τραγουδιούνται.
Σαν σήμερα, στις 27 του Σεπτέμβρη 2013, έφυγε από τη ζωή η μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού Πόλυ Πάνου. Η Πόλυ Πάνου με την υπέροχη φωνή υπηρέτησε με σοβαρότητα και με ήθος το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, πάντα από την πρώτη γραμμή, ηχογραφώντας πολλές εκατοντάδες τραγούδια (ρεμπέτικα, βαριά λαϊκά, έντεχνα), πολλά από τα οποία έγιναν τεράστιες επιτυχίες, τραγουδιούνται στις μέρες μας και δεν θα πάψουν να τραγουδιούνται.
Η ζωή της Π. Πάνου, από το ξεκίνημά της στο πάλκο, κοριτσάκι στα 13, με την παρότρυνση και ενθάρρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, μέχρι να πατήσει στις πιο «βαριές» λαϊκές πίστες, την καταξίωση και την κατάχτηση της κορυφής για πάνω από μισό αιώνα, εξελίσσεται μυθιστορηματικά.
Ο αξέχαστος δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης, που θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί «άγιος» του λαϊκού τραγουδιού και «προστάτης» των δημιουργών του, μεθοδικά και ακούραστα κατέγραψε σε εκατοντάδες συνεντεύξεις που πήρε από συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές, κυριολεκτικά την ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού. Από το βιβλίο «Πάνος Γεραμάνης, Συνεντεύξεις – ντοκουμέντα από το Αρχείο των ‘’Νέων’’ 1988-2002», μεταφέρουμε αποσπάσματα από συνέντευξη που πήρε ο ίδιος από την Πόλυ Πάνου, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Νέα” σαν σήμερα, ακριβώς πριν από είκοσι χρόνια.
«(…)Ο άνθρωπος που την ανακάλυψε και τη βοήθησε ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Η συνάντηση του λαϊκού τροβαδούρου με το «παιδί – θαύμα» του τραγουδιού έγινε αναπάντεχα. Η μικρή Πολυτίμη Κολοπάνα (αυτό είναι το πραγματικό της όνομα) τραγουδούσε από την πρώτη τάξη του Δημοτικού. Στην έκτη, όμως, λίγο πριν από το Πάσχα, πήρε μέρος σ’ ένα διαγωνισμό τραγουδιού νέων ταλέντων. Ανάμεσα σε 262 παιδιά βγήκε πρώτη. Και τα βραβεία που πήρε ήταν κάτι κατσαρολικά, που με πολύ χαρά τα πήγε στη μητέρα της. Στο σπίτι της, όμως, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Βρισκόταν στην Πάτρα με ολιγομελές συγκρότημα και τραγουδούσε στην «Αλάσκα» (ταβέρνα του Μαρούδα). Το τρίτο βράδυ, όμως, τον εγκατέλειψε η τραγουδίστρια που είχε μαζί του, η Εβελίνα. Ο Γρηγόρης δεν έκρυβε τη στενοχώρια του. Κι ένας φίλος του, κουρέας, του πρότεινε να ακούσει το κοριτσάκι από τα Ψηλά Αλώνια, που ήρθε πρώτο στον διαγωνισμό τραγουδιού. Εκείνος αντέδρασε λέγοντας εγώ θέλω τραγουδίστρια, τι να το κάνω το κοριτσάκι του Δημοτικού.
Τελικά, από τα πολλά, ο Μπιθικώτσης πείστηκε, πήγε στο σπίτι της Πόλυς, την άκουσε, ενθουσιάστηκε και με τη συγκατάθεση αλλά και την παρουσία των γονιών της την πήρε στου Μαρούδα την ταβέρνα, όπου κάθε βράδυ ο κόσμος της Πάτρας που διασκέδαζε την καταχειροκροτούσε.
Το τραγούδι ήταν για μένα ένα ασίγαστο πάθος, από την κούνια μου, λέει η Πόλυ Πάνου και θυμάται ότι έφευγε από το σχολείο, πήγαινε στο σπίτι της, ανέβαινε σε μια λεμονιά και τραγουδούσε με τις ώρες…
Το φθινόπωρο του 1952 η 13xρovn (πλέον) Πόλυ αφήνει τη σχολική της τσάντα και την Πάτρα και ανεβαίνει στην Αθήνα με τους γονείς της. Ο Μπιθικώτσης την αναλαμβάνει πλέον σαν δικό του παιδί. Της δείχνει τα πρώτα δύσκολα βήματα στο λαϊκό τραγούδι. Σ’ έναν χώρο πολύ δύσκολο εκείνη τη σκληρή μετεμφυλιακή εποχή. Το ρεμπέτικο σε ύφεση και στα πάνω του το κοινωνικό (βαρύ) λαϊκό. Ο Γρήγορης την πήρε κοντά του, στο κέντρο Ζούγκλα της οδού Φαβιέρου. Την επέβαλε, κι ας ήταν μικρή. Και όχι μόνο στο κέντρο, αλλά και στο στούντιο.
Ο Μπιθικώτσης, που διακρινόταν στις αρχές της δεκαετίας του 50 ως λαϊκός συνθέτης και μπουζουξής, έγραψε για τη μικρή Πόλυ Πάνου το πρώτο της τραγούδι σε δίσκο 78 στροφών: «Πήρα τη στράτα την κακιά». Η παρθενική ηχογράφηση δεν πήγε και τόσο καλά εμπορικά, αλλά γρήγορα ήρθαν κι άλλες προτάσεις για νέους δίσκους.
(…) Και τα επόμενα χρόνια αρχίζει ένα μπαράζ ηχογραφήσεων με τραγούδια που έγραφαν σχεδόν όλοι οι κορυφαίοι λαϊκοί δημιουργοί. Τσιτσάνης, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαϊωάννου, Μπακάλης, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Βασιλειάδης, Μάνεσης κ.ά. Παράλληλα, η Πόλυ Πάνου (η «μικρή», όπως την αποκαλούσαν) «πιάνει» μόνιμα καρέκλα και πρώτη θέση στο λαϊκό πάλκο. Τριάνα του Χειλά, Λουζιτάνια, Ροσινιόλ, Τζίμης ο Χονδρός, Φαληρικόν. Οι μεγάλες επιτυχίες έρχονται με τραγούδια όπως: «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» (το είπε σε δίσκο προτού η «Στέλλα» να βγει στις οθόνες) και «Το δαχτυλίδι» του Γιώργου Μητσάκη. Είναι το τραγούδι που την καθιέρωσε ως πρώτη φίρμα του λαϊκού τραγουδιού, το 1957. Ακολούθησαν «Άλλα μου λεν τα μάτια σου» (Δερβενιώτη, Μάνεση), «Ένα σφάλμα έκανα» (Δερβενιώτη – Μουρκάκου), «Μελαχρινή Τσιγγάνα» (Χιώτη), «Φέρτε μια κούπα με κρασί» (Καλδάρα), «Τα λιμάνια» (Τσιτσάνη). Από το 1955 ως το 1965 η Πόλυ Πάνου βρισκόταν πάντα στην κορυφή».
Ήταν αναμφισβήτητα η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια, ο «θηλυκός Καζαντζϊδης» όπως την είχε αποκαλέσει ο Πάνος Γαβαλάς κι εκείνη ευχαρίστως είχε αποδεχθεί και αποδέχεται ακόμη αυτόν τον τίτλο: «Δεν ξέφυγα ποτέ από το δικό μου στυλ. Ούτε έκανα παρέκκλιση από τη γραμμή του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Μπακάλης δεν λησμονιούνται εύκολα. Όμως θα ήταν άδικο να μην πω «ναι» στις προτάσεις Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και Πλέσσα. Με διάλεξαν και μου εμπιστεύθηκαν μεγάλα τραγούδια τους. Κι εγώ τα τραγούδησα με την ψυχή μου. Ήταν για μένα μια μεγάλη στιγμή στην πορεία μου στο τραγούδι, όταν ερμήνευα «Τα παιδιά του Πειραιά», «Σε ποιο βουνό»,« Του λιμανιού το καλντερίμι» και «Τι να την κάνεις τη ζωή», κι ακόμα «Του αγοριού απέναντι». Με τον Ξαρχάκο, μάλιστα, συνεργαστήκαμε άριστα στο «Αμάν… Αμήν» πριν από τρία χρόνια, στο θέατρο και στη δισκογραφία. Όταν τραγουδώ αυτά τα τραγούδια, νιώθω μια άλλη αίσθηση».
Όταν ρωτήθηκε, πρόσφατα, αν τα έντεχνα τραγούδια που ερμήνευσε ήταν δύσκολα, απάντησε:
Δεν ήταν καθόλου δύσκολα για μένα. Όταν μου αρέσει ένα τραγούδι, δίνομαι ολοκληρωτικά στην ερμηνεία του. Κι ένας καλλιτέχνης που εμπνέεται από κάποιες μελωδίες που τον αγγίζουν κάνει τα πάντα για να ακουστεί όσο το δυνατόν καλύτερα στον κόσμο που τον θαυμάζει.
Με τα έντεχνα τραγούδια (αυτά τα λίγα, τα μετρημένα) που είπε η Πόλυ Πάνου, έδειξε την άλλη πλευρά της γιατί ο κόσμος την είχε (και την έχει)
συνηθίσει στις ερμηνείες τις δυνατές τραγουδιών με κοινωνικό περιεχόμενο και όχι μόνο διασκεδαστικό. Ιδιαίτερη διάσταση έχει δώσει η Πάνου σε τραγούδια που αναφέρονται στις παραστρατημένες κοπέλες των οίκων ανοχής («Δώστε μου μια συμβουλή», «Ένα σφάλμα έκανα», «Η αμαρτωλή», «Στης αμαρτίας το στρατί» κ.ά.), χωρίς ωστόσο να έχουν τον χαρακτήρα του μελό.
ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ
Ένα στοιχείο πάντως που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η Πόλυ Πάνου, στα 45 χρόνια που κρατάει τη &θέση της κορυφαίας στο λαϊκό πάλκο, διακρίνεται πάντα για τη σοβαρότητά της στην επικοινωνία με το κοινό που διασκεδάζει, που γλεντάει. Έχει τον τρόπο της να δίνει τόνο στη διασκέδαση, να δημιουργεί κέφι για ζεϊμπέκικο ή χασάπικο, αλλά πάντα σε σοβαρά πλαίσια. Ίσως αυτό να είναι και το μυστικό που την κρατά χρόνια ολόκληρα στην κορυφή. Οι εμφανίσεις της όμως δεν σταματούν στο πάλκο. Άρχισε από μικρή ταβέρνα, πέρασε σε μεγάλα μαγαζιά, τραγούδησε σε πανηγύρια, σε μεγάλα θέατρα της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Γερμανίας, ενώ ξεχώρισε για πολλές ερμηνείες σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Όλα τα τραγούδια της τα θυμάται και τα τραγουδά. Καθένα έχει την ιστορία και τη χάρη του, λέει. Εκείνα όμως που έχουν μείνει χαραγμένα στη μνήμη της και τη συνείδησή της τα ξεχωρίζει, και ας μην είναι γνωστά: «Το ραντεβού μας είναι απόψε το στερνό» (πολύ παλιό κομμάτι) κι ένα του Μανώλη Χιώτη, από τα τελευταία του (1968), «Δεν μου το ‘πες ότι ήσουν παντρεμένος».
(…) Μια στιγμή, πάντως, που δεν θα ξεχάσει σε όλη της τη ζωή η Πόλυ Πάνου είναι όταν ξεκινούσε για να τραγουδήσει την πρώτη βραδιά στην Πάτρα το 1952. Φόρεσε ένα φουστανάκι μπλε (ταφτά) με ένα λευκό φιογκάκι. Φωτογραφίστηκε και η φωτογραφία τυπώθηκε σε ένα μικρό φέιγ βολάν που έγραφε: «Ελάτε απόψε ν’ ακούσετε τη μικρή Πατρινοπούλα, το “παιδί-θαύμα”, που τραγουδά πλάι στον λαϊκό τροβαδούρο Γρηγόρη Μπιθικώτση».
Όμως μια εμπειρία από τις πιο δυνατές για την Πάνου ήταν η πρώτη περιοδεία της (συνοδεία γονιών) έξω από την Πάτρα. Πήγαν μαζί με τον Γρηγόρη και τραγούδησαν σε ταβέρνα στο Αγρίνιο, είκοσι βράδια. Γνώρισαν την αποθέωση και η εμφάνιση της μικρής μαθήτριας από την Πάτρα είχε προκαλέσει έκπληξη στον κόσμο του Αγρίνιου, αλλά και πολλά αρνητικά σχόλια από τους πουριτανούς παράγοντες της πρωτεύουσας της Αιτωλοακαρνανίας. Όσο συναισθηματική είναι η Πόλυ Πάνου, είναι το ίδιο δυναμική σαν χαρακτήρας. Αυτός ο δυναμισμός την οδήγησε σε γερή κόντρα με την Κολούμπια το 1964, την εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν επί 15 χρόνια. Για δύο χρόνια ηχογραφούσε τραγούδια της με την ελληνοαμερικανική εταιρεία NINA και στις αρχές του 1967 συνεταιρίστηκε με τον Πάνο Γαβαλά και έφτιαξαν δική τους εταιρεία, τη Βεντέτα,
Που για έναν χρόνο πήγε πολύ καλά. Χώρισαν όμως με τον Γαβαλά, ο οποίος έφτιαξε νέα εταιρεία, τη Σονάτα, και η Πόλυ με τον σύζυγό της, τον Στέλιο Πελαγίδη, κράτησαν τη Βεντέτα για άλλα δυο χρόνια, όπου ηχογραφούσαν τραγούδια ο Χιώτης, ο Αγγελόπουλος, η Βάνου και δεκάδες άλλοι νεότεροι λαϊκοί τραγουδιστές.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback