Πόλυ Πάνου – Προσωπικότητα στον κόσμο και στον χώρο του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού
«Δεν έκανα παρέκκλιση από την γραμμή του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Μπακάλης, δεν λησμονιούνται εύκολα. Όμως θα ήταν άδικο να μην πω ναι στις προτάσεις Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και Πλέσσα. Με διάλεξαν και μου εμπιστεύτηκαν μεγάλα τραγούδια τους. Κι εγώ τα τραγούδησα με την ψυχή μου.»
Η Πόλυ Πάνου υπηρέτησε με σοβαρότητα και με ήθος το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, πάντα από την πρώτη γραμμή. Ηχογράφησε πολλές εκατοντάδες τραγούδια (ρεμπέτικα, βαριά λαϊκά, έντεχνα), πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες και τραγουδιούνται στις μέρες μας.
Η μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού γεννήθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1940 και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Σεπτέμβρη 2013. Η ζωή της Πόλυς Πάνου, από το ξεκίνημά της στο πάλκο, κοριτσάκι στα 13, με την παρότρυνση και ενθάρρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, εξελίχτηκε σχεδόν μυθιστορηματικά.
Από το βιβλίο του αξέχαστου δημοσιογράφου και ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού Πάνου Γεραμάνη, με τίτλο «Η ζωή μου ένα τραγούδι» (εκδ. Καστανιώτη), μεταφέρουμε ένα απόσπασμα σχετικό με την πορεία στη ζωή και το τραγούδι της σπουδαίας ερμηνεύτριας.
Σαράντα πέντε χρόνια, χωρίς διακοπή, δεσπόζει στην σκηνή του λαϊκού τραγουδιού. Η Πόλυ Πάνου. Από το 1952, που ξεκίνησε από την Πάτρα μόλις τελείωσε το δημοτικό σχολείο, μέχρι σήμερα. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, είναι αλήθεια. Ανέβηκε στο πάλκο και μπήκε στο στούντιο της «Columbia» σε ηλικία δώδεκα-δεκατριών ετών! Πάντα με την στήριξη και την φροντίδα του Γρηγόρη Μπιθικώτση, που πρώτος ανακάλυψε το ταλέντο της και πίστεψε στην φωνή και στα προσόντα της. Πέρασε δύσκολες στιγμές, αλλά κράτησε γερά. Πόνεσε, δάκρυσε, πέρασε πολλά, αλλά η πορεία της από το 1952 μέχρι σήμερα είναι γεμάτη επιτυχίες. Τραγούδησε ρεμπέτικα, βαριά λαϊκά, έντεχνα. Οι επιτυχίες της σε δίσκους και δημόσιες εμφανίσεις δεν της άλλαξαν τον χαρακτήρα. Σήμερα η Πάνου ζει μια καινούργια νιότη. Τραγουδά σε κέντρα και σε συναυλίες. Με τα παλιά της τραγούδια κάνουν επιτυχία σημερινοί σύγχρονοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Ο Δήμος της Πάτρας ετοιμάζεται να την τιμήσει με το «χρυσό κλειδί» της πόλης. Και όλα αυτά, την στιγμή που η Πόλυ συμπληρώνει 45 χρόνια στο γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Προσωπικότητα στον κόσμο και στον χώρο του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, η Πόλυ Πάνου ζει έντονα και αδιάκοπα επί 45 χρόνια τα γεγονότα που σημάδεψαν την μεταπολεμική πορεία της λαϊκής μουσικής. Η φωνή της, αμίμητη αλλά και αναλλοίωτη από τον χρόνο, την κρατάει ακόμη και σήμερα στην κορυφή. Λίγο προτού να πατήσει τα εξήντα της χρόνια ζει μια καινούργια νιότη και δημιουργεί.
«Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις, σε βαρέθηκα
Κι αν χρυσά παλάτια τάζεις, είναι ψεύτικα…»
Βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα, σε μια εποχή δύσκολη για το είδος που τραγουδά και υπηρετεί δεκαετίες ολόκληρες. Εμφανίστηκε στη σκηνή μεγάλων κέντρων της νύχτας, αλλά και σε σύγχρονα διαμορφωμένους χώρους. Πριν από λίγες ημέρες τερμάτισε τις κοινές εμφανίσεις της με την Θεσσαλονικιά Μαριώ σε συναυλίες στην Αθήνα και την επαρχία. Προετοιμάζεται για την καινούργια δουλειά τον χειμώνα. Θα τραγουδά με τον Νίκο Δημητράτο στο «Ντουζένι» και την λαϊκή ορχήστρα του Κώστα Παπαδόπουλου. Ενώ σημειώνει μεγάλη επιτυχία η νέα εργασία της σε cd με 15 τραγούδια για τον Πειραιά, όπου συμμετέχουν ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Αργύρης Μπακιρτζής, πράγμα που θεωρήθηκε έκπληξη. Δηλαδή ξάφνιασε μια τέτοια συνεργασία. Για την Πόλυ Πάνου, όμως, αυτό θεωρείται φυσιολογικό.
«Δεν βγήκα έξω από τα νερά μου, ούτε έκανα παρέκκλιση από το λαϊκό τραγούδι. Ο Σαββόπουλος και ο Μπακιρτζής φάνηκε ότι αγαπούν ειλικρινά το ρεμπέτικο, γι’ αυτό και έγινε αυτή η επιτυχημένη συνεργασία. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε μέσα σ’ όλες τις εποχές, φτάνει να μη χάνουμε την ταυτότητά μας».
«Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν
να που δεν ξέρουν τι ‘ναι πόνος και καημός…»
Τα τραγούδια με θέματα από τον Πειραιά, που ερμηνεύει αυτή την περίοδο η Πόλυ Πάνου, δεν τα διάλεξε τυχαία. Την συνδέουν πολλά γεγονότα και αναμνήσεις. Πριν από 37 χρόνια τραγούδησε πρώτη τα «Παιδιά του Πειραιά» και δέχτηκε τα συγχαρητήρια της Μελίνας για. την θαυμάσια ερμηνεία. Η αξέχαστη μεγάλη ηθοποιός το τραγούδησε λίγο αργότερα και το έκανε πασίγνωστο σε όλη την υδρόγειο μέσα από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Ο Πειραιάς, ακόμη, εμπνέει την Πάνου σαν μεγάλο λιμάνι, της φέρνει στην μνήμη εικόνες αποχωρισμού από την αναχώρηση μεταναστών και ναυτικών, όπως η ίδια περιγράφει στην μεγάλη της επιτυχία (που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης) «Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα».
«Κάθε ώρα για μένα θα ‘ναι χρόνος
θα με τρώει της ξενιτιάς ο πόνος…»
Ο Πειραιάς, η πατρίδα του ρεμπέτικου και της μαγκιάς, έχει «δέσει» την Πόλυ με μια παιδική ανάμνηση. Όταν το 1952 ήρθε μαζί με τους γονείς της, με πλοίο από την Πάτρα, να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και να αρχίσει την μεγάλη πορεία της στο γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Μια πορεία δύσκολη, σκληρή, ανηφορική, αλλά γεμάτη επιτυχίες και δόξα που κρατά 45 ολόκληρα χρόνια.
Τα τραγούδια της ξεπερνούν την χιλιάδα, για να μην πούμε ότι φτάνουν τα 2.000! Φαίνεται παράξενο, αλλά είναι πραγματικότητα ότι η Πόλυ Πάνου ανέβηκε επαγγελματικά στο λαϊκό πάλκο σε ηλικία δώδεκα-δεκατριών χρόνων. Η ιστορία της, που μοιάζει πολύ με κινηματογραφική ταινία, αρχίζει από το 1952, από το σπίτι της στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας. Ο άνθρωπος που την ανακάλυψε και την βοήθησε ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Η συνάντηση του λαϊκού τροβαδούρου με το «παιδί-θαύμα» του τραγουδιού έγινε αναπάντεχα. Η μικρή Πολύτιμη Κολοπάνα (αυτό είναι το πραγματικό της όνομα) τραγουδούσε από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Στην έκτη όμως, λίγο πριν από το Πάσχα, πήρε μέρος σε έναν διαγωνισμό νέων ταλέντων. Ανάμεσα σε 262 παιδιά, βγήκε πρώτη. Και τα βραβεία που πήρε ήταν κάτι κατσαρολικά, που με πολλή χαρά τα πήγε στην μητέρα της. Στο σπίτι της, όμως, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Βρισκόταν στην Πάτρα με ολιγομελές συγκρότημα και τραγουδούσε στην «Αλάσκα» (ταβέρνα του Μαρούδα). Το τρίτο βράδυ, όμως, τον εγκατέλειψε η τραγουδίστρια που είχε μαζί του, η Εβελίνα. Ο Γρηγόρης δεν έκρυψε την στενοχώρια του. Κι ένας φίλος του, κουρέας, του πρότεινε να ακούσει το κοριτσάκι από τα Ψηλά Αλώνια, που ήρθε πρώτο στον διαγωνισμό τραγουδιού. Εκείνος αντέδρασε λέγοντας: «Εγώ θέλω τραγουδίστρια, τι να το κάνω το κοριτσάκι του Δημοτικού;».
«Τι σου ‘κανα και πίνεις, τσιγάρο στο τσιγάρο
κι είν’ τα πικρά σου μάτια στο πάτωμα καρφιά…»
Τελικά, από τα πολλά, ο Μπιθικώτσης πείστηκε, πήγε στο σπίτι της Πόλυς, την άκουσε, ενθουσιάστηκε και με την συγκατάθεση αλλά και με την παρουσία των γονιών της την πήρε στου Μαρούδα την ταβέρνα, όπου κάθε βράδυ ο κόσμος της Πάτρας που διασκέδαζε την καταχειροκροτούσε.
«Το τραγούδι, ήταν για μένα ένα ασίγαστο πάθος, από την κούνια μου», λέει η Πόλυ Πάνου και θυμάται ότι έφευγε από το σχολείο, πήγαινε στο σπίτι της, ανέβαινε σε μια λεμονιά και τραγουδούσε με τις ώρες…
Το φθινόπωρο του 1952, η δεκατριάχρονη (πλέον) Πόλυ αφήνει την σχολική της τσάντα και την Πάτρα και ανεβαίνει στην Αθήνα με τους γονείς της. Ο Μπιθικώτσης την αναλαμβάνει σαν δικό του παιδί. Της δείχνει τα πρώτα δύσκολα βήματα στο λαϊκό τραγούδι, έναν χώρο πολύ δύσκολο εκείνη την σκληρή μετεμφυλιακή εποχή. Το ρεμπέτικο σε ύφεση και στα πάνω του το κοινωνικό (βαρύ) λαϊκό. Ο Γρηγόρης την πήρε κοντά του στο κέντρο «Ζούγκλα» της οδού Φαβιέρου. Την επέβαλε κι ας ήταν μικρή. Και όχι μόνο στο κέντρο, αλλά και στο στούντιο.
Το πρώτο τραγούδι:
Ο Μπιθικώτσης, που διακρινόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ως λαϊκός συνθέτης και μπουζουξής, έγραψε για την μικρή Πόλυ Πάνου το πρώτο της τραγούδι σε δίσκο 78 στροφών: «Πήρα την στράτα την κακιά». Η παρθενική ηχογράφηση δεν πήγε και τόσο καλά εμπορικά, αλλά γρήγορα ήρθαν κι άλλες προτάσεις για νέους δίσκους. Ηχογράφησε ένα τραγούδι του Ζαμπέτα, το «Να πας να πεις της μάνας σου», και σημείωσε επιτυχία. Και αμέσως μετά το «Αίμα νερό δεν γίνεται», του Μητσάκη, και το «Ζούμε στην παρανομία», του Χρυσίνη. Και τα επόμενα χρόνια αρχίζει ένα μπαράζ ηχογραφήσεων με τραγούδια που της έγραψαν όλοι σχεδόν οι κορυφαίοι λαϊκοί δημιουργοί: Τσιτσάνης, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαϊωάννου, Μπακάλης, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Βασιλειάδης, Μάνεσης, κ.ά.
Παράλληλα η Πόλυ Πάνου (η «μικρή», όπως την αποκαλούσαν) «πιάνει» μόνιμα καρέκλα και πρώτη θέση στο λαϊκό πάλκο των κέντρων «Τριάνα του Χειλά», «Λουζιτάνια», «Ροσινιόλ», «Τζίμης ο Χονδρός», «Φαληρικόν». Οι μεγάλες επιτυχίες έρχονται με τραγούδια όπως: «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» (το είπε σε δίσκο προτού η «Στέλλα» να βγει στις οθόνες) και «Δαχτυλίδι», του Γιώργου Μητσάκη. Είναι το τραγούδι που την καθιέρωσε ως πρώτη φίρμα του λαϊκού τραγουδιού το 1957.
«Πάρε το δαχτυλίδι μου που γράφει τ’ όνομά μου
και πίστεψε πως σ’ αγαπώ με όλη την καρδιά μου…»
Ακολούθησαν τα: «Άλλα μου λεν τα μάτια σου» (Δερβενιώτη-Μάνεση), «’Ενα σφάλμα έκανα» (Δερβενιώτη-Μουρκάκου), «Μελαχρινή Τσιγγάνα» (Χιώτη), «Φέρτε μια κούπα με κρασί» (Καλδάρα), «Τα λιμάνια» (Τσιτσάνη). Από το 1955 ως το 1965 η Πόλυ Πάνου βρισκόταν πάντα στην κορυφή. Ήταν αναμφισβήτητα η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια, ο «Θηλυκός Καζαντζίδης», όπως την είχε αποκαλέσει ο Πάνος Γαβαλάς, κι εκείνη ευχαρίστως είχε αποδεχθεί κι αποδέχεται ακόμη αυτόν τον τίτλο.
Και, όπως δηλώνει η ίδια:
«Δεν ξέφυγα ποτέ από το δικό μου στυλ. Ούτε έκανα παρέκκλιση από την γραμμή του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Μπακάλης, δεν λησμονιούνται εύκολα. Όμως θα ήταν άδικο να μην πω ναι στις προτάσεις Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και Πλέσσα. Με διάλεξαν και μου εμπιστεύτηκαν μεγάλα τραγούδια τους. Κι εγώ τα τραγούδησα με την ψυχή μου. Ήταν για μένα μια μεγάλη στιγμή στην πορεία μου στο τραγούδι, όταν ερμήνευα “Τα παιδιά του Πειραιά”, “Σε ποιο βουνό”, “Του λιμανιού το καλντερίμι”, “Τι να την κάνεις τη ζωή”, και ακόμα “Του αγοριού απέναντι”. Με τον Ξαρχάκο μάλιστα συνεργαστήκαμε άριστα στο “Αμάν-Αμάν”, στο θέατρο και στην δισκογραφία. Όταν τραγουδώ αυτά τα τραγούδια, νιώθω μια μεγάλη αίσθηση».
Όταν ρωτήθηκε πρόσφατα αν τα έντεχνα τραγούδια που ερμήνευσε ήταν δύσκολα, απάντησε: «Δεν ήταν καθόλου δύσκολα για μένα. Όταν μου αρέσει ένα τραγούδι, δίνομαι ολοκληρωτικά στην ερμηνεία του. Κι ένας καλλιτέχνης που εμπνέεται από κάποιες μελωδίες που τον αγγίζουν, κάνει τα πάντα για να ακουστεί όσο το δυνατόν καλύτερα στον κόσμο που τον θαυμάζει».
Με τα έντεχνα τραγούδια (αυτά τα λίγα, τα μετρημένα) που είπε η Πόλυ Πάνου, έδειξε την άλλη πλευρά της, γιατί ο κόσμος την είχε (και την έχει) συνηθίσει στις ερμηνείες τις δυνατές τραγουδιών με κοινωνικό περιεχόμενο και όχι μόνο διασκεδαστικό. Ιδιαίτερη διάσταση έχει δώσει η Πόλυ Πάνου σε τραγούδια που αναφέρονται στις παραστρατημένες κοπέλες των οίκων ανοχής «Δώσε μου μια συμβουλή», «Ένα σφάλμα έκανα», «Η αμαρτωλή», «Στης αμαρτίας το στρατί», κ.ά.), χωρίς ωστόσο να έχουν τον χαρακτήρα του μελό.
«Κι αν ο καθένας εύκολη κι ανήθικη με λέει,
για το κατάντημα μου αυτό η κοινωνία φταίει…»
Η ίδια έχει μάθει να λέει πάντα στην ζωή της την αλήθεια και να είναι ειλικρινής. Παρ’ όλα αυτά δεν θεωρεί σωστό να βγάζει προς τα έξω τα προσωπικά της ζητήματα ή προβλήματα. Η καλλιτεχνική της πορεία ήταν δεμένη και με την ιδιωτική της ζωή, γιατί όπως πιστεύει κάτι διαφορετικό θα ήταν αδύνατο γι’ αυτήν. Τώρα ζει στο σπίτι της στο Παλαιό Ψυχικό με συντροφιά τον δεκαεξάχρονο γιο της Βαγγελάκη, που του έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Κοντά της έχει και την μητέρα της Διονυσία, που περνά άσχημες στιγμές (από μια χρόνια ασθένεια) τον τελευταίο καιρό. Πολύτιμη βοηθός της η φίλη της Γιώτα. Το σπίτι της είναι ο μοναδικός χώρος που την ξεκουράζει. Ακούει μουσική και είναι πάντα ενημερωμένη για το σύγχρονο ρεπερτόριο και τις νέες κυκλοφορίες. Καμιά φορά, όταν έχει διάθεση, βλέπει σε βίντεο παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου σε ορισμένες από τις οποίες εμφανιζόταν η ίδια και τραγουδούσε άλλοτε με τον Τσιτσάνη ή τον Παπαϊωάννου, άλλοτε με τον Γιάννη Καραμπεσίνη, με τον οποίο συνεργάστηκαν επί πολλές δεκαετίες. Κάποιες στιγμές η Πόλυ «σκαλίζει» τα κουτιά και τα συρτάρια με τις χιλιάδες φωτογραφίες και τα γράμματα που της έστελναν θαυμαστές της από όλη την Ελλάδα και από όλο τον κόσμο, όπου ζουν και υπάρχουν Έλληνες.
Μέσα από τις φωτογραφίες ξαναζεί ευτυχισμένες στιγμές από τους δύο γάμους της. Τον Αύγουστο του 1964 με τον επιχειρηματία-ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων και συνθέτη Στέλιο Πελαγίδη (που έχει φύγει από την ζωή) και το 1971 με τον εκδότη-δημοσιογράφο Γιάννη Μπίθα. «Δύο γάμοι ήταν αρκετά μεγάλες εμπειρίες για μένα», λέει με περίσκεψη η Πόλυ Πάνου. «Το τρις εξαμαρτείν θα μου πήγαινε πολύ». Και όταν η Πόλυ μιλά για τους δύο γάμους που έκανε (και δεν το μετάνιωσε), ψιθυρίζει τα λόγια ενός τραγουδιού του Γιάννη Καραμπεσίνη (που η ίδια τραγούδησε και έκανε μεγάλη επιτυχία):
Τι αξία έχει ο γάμος στην αγάπη μας μπροστά,
είναι κι άλλοι παντρεμένοι που όμως ζούνε χωριστά.
Μια στιγμή πάντως που δεν θα ξεχάσει σε όλη της την ζωή η Πόλυ Πάνου, είναι όταν ξεκινούσε για να τραγουδήσει την πρώτη βραδιά στην Πάτρα, το 1952. Φόρεσε ένα φουστανάκι μπλε (ταφτά) με ένα λευκό φιογκάκι. Φωτογραφήθηκε και η φωτογραφία τυπώθηκε σε ένα μικρό φέιγ βολάν που έγραφε: «Ελάτε απόψε να ακούσετε την μικρή Πατρινοπούλα, το “παιδί θαύμα”, που τραγουδά πλάι στον λαϊκό τροβαδούρο Γρηγόρη Μπιθικώτση».
Όμως μια εμπειρία από τις πιο δυνατές για την Πάνου ήταν η πρώτη περιοδεία της (συνοδεία γονιών) έξω από την Πάτρα. Πήγαν μαζί με τον Γρηγόρη και τραγούδησαν σε ταβέρνα στο Αγρίνιο, 20 βράδια. Γνώρισαν την αποθέωση και η εμφάνιση της μικρής μαθήτριας από την Πάτρα είχε προκαλέσει έκπληξη στον κόσμο του Αγρίνιου, αλλά και πολλά αρνητικά σχόλια από τους πουριτανούς παράγοντες της πρωτεύουσας της Αιτωλοακαρνανίας.
«Σ’ αυτό τον κόσμο όλα συμβαίνουν,
τ’ αδέλφια όμως αδέλφια μένουν…»
Όσο συναισθηματική είναι η Πόλυ Πάνου, είναι το ίδιο δυναμική σαν χαρακτήρας. Αυτός ο δυναμισμός της την οδήγησε σε γερή κόντρα με την «Columbia» το 1964, την εταιρεία που συνεργαζόταν επί 15 χρόνια. Για δύο χρόνια ηχογραφούσε τραγούδια της με την ελληνοαμερικανική εταιρεία «Νίνα» και στις αρχές του 1967 συνεταιρίστηκε με τον Πάνο Γαβαλά και έφτιαξαν δική τους εταιρεία, την «Βεντέτα», που για έναν χρόνο πήγε πολύ καλά. Χώρισαν όμως με τον Γαβαλά, ο οποίος έφτιαξε νέα εταιρεία, την «Σονάτα», και η Πόλυ με τον σύζυγό της, τον Στέλιο Πελαγίδη, κράτησαν την «Βεντέτα» για άλλα δύο χρόνια, όπου ηχογραφούσαν τραγούδια ο Χιώτης, ο Αγγελόπουλος, η Βάνου και δεκάδες άλλοι νεότεροι λαϊκοί τραγουδιστές.
«Ένα σφάλμα έκανα, πρέπει να το ξεχάσεις
γιατί αλλιώς αγάπη μου γρήγορα θα με χάσεις…»
Ένα στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η Πόλυ Πάνου, στα 45 χρόνια που κρατάει την θέση της κορυφαίας στο λαϊκό πάλκο, διακρίνεται πάντα για την σοβαρότητά της στην επικοινωνία με το κοινό που διασκεδάζει, που γλεντάει. Έχει τον τρόπο της να δίνει τόνο στην διασκέδαση, να δημιουργεί κέφι για ζεϊμπέκικο ή χασάπικο, αλλά πάντα σε σοβαρά πλαίσια. Ίσως αυτό να είναι και το μυστικό που την κρατά χρόνια ολόκληρα στην κορυφή. Οι εμφανίσεις της όμως δεν σταματούν στο πάλκο. Άρχισε από μικρή ταβέρνα, πέρασε σε μεγάλα μαγαζιά, τραγούδησε σε πανηγύρια, σε μεγάλα θέατρα της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Γερμανίας, ενώ ξεχώρισε για πολλές ερμηνείες σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Όλα τα τραγούδια της τα θυμάται και τα τραγουδά. «Κάθε ένα έχει την ιστορία και την χάρη του», λέει. Εκείνα όμως που έχουν μείνει χαραγμένα στην μνήμη της και την συνείδησή της, τα ξεχωρίζει και ας μην είναι γνωστά: «Το ραντεβού μας είναι απόψε το στερνό» (πολύ παλιό κομμάτι), κι ένα του Μανώλη Χιώτη από τα τελευταία του (1968), το «Δεν μου το ’πες ότι ήσουν παντρεμένος». «Ένα μεγάλο τραγούδι του Μητσάκη, που μου ζητάνε ακόμη και σήμερα να τραγουδώ εκτός προγράμματος, είναι το “Αν μιλούσαν τα σύννεφα”».
«Αν μιλούσαν τα σύννεφα, αν μιλούσαν κι οι δρόμοι
θα σου λέγαν αγάπη μου πως σ’ αγαπώ ακόμη…»