Πώς είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη…
Αν για κάποιους είναι συνδεμένος με την εφηβεία τους και νιώθουν σήμερα πως ωρίμασαν (ή απλά γέρασαν) και τον έχουν ξεπεράσει, για τους περισσότερους είναι κομμάτι αναπόσπαστο του εαυτού τους, πρώτος και παντοτινός μουσικός έρωτας.
Τον αποκαλούν συχνά “αιώνιο έφηβο”, ροκά κι άλλα παρόμοια, που με τον καιρό πολυφορέθηκαν και μοιάζουν πλέον ξύλινα. Η αλήθεια είναι πως έχει γίνει πια ένα “έφηβο γεράκι” -λόγω ηλικίας, και όχι λόγω μύτης-ράμφους- που “κρατάει (ρε φίλε) γερά”. Τα χρόνια περνούν, η φωνή έχει σπάσει, αλλά τον ακολουθεί παντού ένας στρατός φανατικών θαυμαστών, που του φωνάζουν πάντα “Βασίλη ζούμε, για να σε ακούμε”.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1950, σε ένα χωριό της Αρκαδίας, κι αποτύπωσε πολλά χρόνια αργότερα τη στιγμή στη “Σφεντόνα”.
“Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό Τετάρτη μεσημέρι
γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιας μαμής το χέρι.
Οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι:
“Πώς είναι έτσι το παιδί, και τι μεγάλη μύτη!”
Ήρθε στον κόσμο ένα χρόνο μετά το τέλος του εμφυλίου, κι είχε πατέρα οικοδόμο Μακρονησιώτη, που έφυγε με την οικογένειά του για την πρωτεύουσα, όταν ο Βασίλης ήταν επτά χρονών. Καταπιάστηκε από μικρός με την κιθάρα, τη μουσική, τα συγκροτήματα, ακόμα και με ιταλικό στίχο. Επηρεάστηκε από διάφορα ακούσματα της δεκαετίας του 60′, για να τον επηρεάσει καθοριστικά το έργο του Σαββόπουλου. Μετά τη θητεία του στο στρατό, όπου ήταν στην ίδια σειρά με το Μητροπάνο, απορρίφθηκε από διάφορες δισκογραφικές εταιρίες, για να φύγει χωρίς δεκάρα στην τσέπη για τη Γερμανία, εν μέσω χούντας, για να γίνει ένα παιδί της γενιάς του κι ένας “τυπικός” καλλιτέχνης της Μεταπολίτευσης, που έπεσε με τα μούτρα στο απαγορευμένο, ριζοσπαστικό πολιτικό τραγούδι. Άφησε μάλιστα στο κλίμα της εποχής μακριά κόμη, την οποία δεν αποχωρίστηκε ποτέ έκτοτε, μολονότι είναι εμφανώς ταλαιπωρημένη, φτάνοντας μάλιστα να τραγουδάει στις συναυλίες του “σας αγαπάω, μα δεν κουρεύομαι…”
Αυτό που δεν ήταν τυπικό, ήταν η χαρακτηριστική φωνή του, μία από τις πιο εμβληματικές φωνές στο ελληνικό τραγούδι, η οποία είχε την τύχη να γνωριστεί και να συνεργαστεί με τους κορυφαίους συνθέτετς και στιχουργούς. Ο Παπακωνσταντίνου τραγουδάει στις μπουάτ, στις μεγάλες συναυλίες μετά την πτώση της δικτατορίας, σε διεθνείς περιοδείες. Του δίνει ευκαιρίες ο Μίκης Θεοδωράκης που τον βάφτισε “νέο Μπιθικώτση της Ελλάδας” και ερμηνεύει τα τραγούδια “της εξορίας”. Συνεργάζεται με το Λοΐζο στα “τραγούδια του δρόμου” (Γ’ Παγκόσμιος, Στρατιώτης), το Θάνο Μικρούτσικο στο “Σταυρό του Νότου” (Γουίλι, Μαχαίρι), με τον Μπακαλάκο στα “Αγροτικά”. Λέει τραγούδια του Αντώνη Βαρδή, στον πρώτο προσωπικό δίσκο του που έχει για τίτλο το όνομά του, του Λάκη Παπαδόπουλου και του Νικόλα Άσιμου, που αργότερα ένιωσε προδομένος, λέγοντας πως ο Βασίλης τον εκμεταλλεύτηκε. Είπε στίχους του Αλκαίου, του Τριπολίτη, του Θ. Παπακωνσταντίνου, του Ιωάννου, του Γιαννόπουλου, και δικούς του.
Κανείς άλλος δεν είχε την τύχη να συνεργαστεί με ένα ευρύ φάσμα τόσο μεγάλων προσωπικοτήτων και σπουδαίων τραγουδοποιών, σε μια εξίσου σπουδαία και πιο αισιόδοξη εποχή.
Σταδιακά φτιάχνει το δικό του προσωπικό στιλ, με πιο ηλεκτρικούς ήχους, που τον καθιερώνει στη δεκαετία του 80′ και τον κάνει τον αγαπημένο τραγουδιστή της νεολαίας. Βγάζει δίσκους που αφήνουν εποχή, όπως το “Φοβάμαι”, τη “Διαίρεση”, τα “Χαιρετίσματα”, το “Χορεύω”. Δίνει προσωπικές συναυλίες που γεμίζουν κλειστά γήπεδα, στάδια και μεγάλους χώρους, αποτελώντας πολιτιστικά γεγονότα-σταθμούς, που δε συγκρίνονται με τίποτα παρόμοιο από όσα ακολούθησαν. Συνεχίζει να κινείται στον απόηχο του ριζοσπαστισμού και της συλλογικότητας της Μεταπολίτευσης, παράλληλα όμως στρέφεται στην εσωτερική αναζήτηση, σε μελαγχολικά τραγούδια πχ με στίχους Καρυωτάκη, για να καταγγείλει την αποξένωση και να εκφράσει ένα σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό. Παραμένει στρατευμένος καλλιτέχνης, ταυτισμένος με το μαζικό κίνημα, αλλά εκφράζει ταυτόχρονα άλλες ανησυχίες και την ατομική άρνηση σε κάποια τραγούδια.
Μη μου λες για εξερευνήσεις και για χώρες μακρινές
Μη μου λες για κατακτήσεις και για μαζικές δομές
Πες μου μόνο πώς περνούν τη νύχτα σε ένα υπόγειο σκυφτό
Η σειρήνα πάνω ουρλιάζει και η σύριγγα αδειάζει
Και το αίμα χύνεται ζεστό…
Είναι η εποχή που του γίνεται και συντροφική κριτική για κάποια τραγούδια. “Χαιρετίσματα σε ποια εξουσία, άραγε; Και στη σοσιαλιστική μήπως…;”
Τα επόμενα χρόνια παραμένει ενεργός και δημιουργικός, πάντα στην κορυφή των προτιμήσεων του κόσμου και της νεολαίας, χωρίς όμως να φτάνει την ποιότητα των προηγούμενων δίσκων του. Οι συναυλίες του ξεπουλάνε, ο ίδιος κάνει αξιόλογες δουλειές, αρχίζει σταδιακά όμως μια φθίνουσα πορεία, που επιταχύνεται μετά το καλλιτεχνικό διαζύγιο με το Χριστόφορο Κροκίδη. Ο Παπακωνσταντίνου παίρνει μέρος στις συναυλίες των Scorpions και των Deep Purple, έχει αξιοσημείωτες εκλάμψεις, τα πλήθη των πιστών οπαδών του τον ακολουθούν παντού, φαίνεται όμως να μένει στις δάφνες του παρελθόντος, βγάζοντας δουλειές κατώτερες των προσδοκιών του κοινού που τον αγάπησε.
Είναι σταθερά ενεργός και πολιτικά ανήσυχος, όχι όμως χωρίς αντιφάσεις στις τοποθετήσεις του και τις πράξεις του. Δηλώνει συχνά την εκλογική του στήριξη στο ΚΚΕ, τάσσεται όμως υπέρ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, φλερτάρει με το πατριωτικό ΕΠΑΜ του Καζάκη, δεν αποφεύγει τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά κάθε φορά που επιστρέφει στο Φεστιβάλ, όλα ξεχνιούνται, και γίνεται ένα μαζικό λαϊκό προσκύνημα για χάρη του, ακόμα και τώρα που πλησιάζει τα 70. Σήμερα, ο Β. Παπακωνσταντίνου κλείνει τα 68 και τα γιόρτασε χτες βράδυ επί σκηνής, με τη συναυλία που έδωσε στο Θέατρο Πέτρας, με το Λ. Μαχαιρίτσα.
Σε προσωπικό επίπεδο, είχε ένα γάμο με τη Μαρία Λεβίδη, ενώ έκανε και δεύτερο γάμο με την Ελένη Ράντου, με την οποία έχουν μια κόρη, τη Νικολέττα. Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας και η προσωπική μάχη που δίνει ο καλλιτέχνης με την κατάθλιψη.
Ο Βασίλης Παπανωνσταντίνου ακολούθησε κατά μία έννοια την άνοδο και την πτώση της Μεταπολίτευσης. Ήταν μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της, κατάφερε όμως να δημιουργήσει και το δικό του προσωπικό στιλ, που τον κάνει δημοφιλή μέχρι σήμερα. Κι αν για κάποιους είναι συνδεμένος με την εφηβεία τους και νιώθουν σήμερα πως ωρίμασαν (ή απλά γέρασαν) και τον έχουν ξεπεράσει, για τους περισσότερους είναι κομμάτι αναπόσπαστο του εαυτού τους, πρώτος και παντοτινός μουσικός έρωτας. Κι αν η φωνή που μάγεψε και ταξίδεψε τόσους και τόσους, δε βγαίνει πια όπως παλιά, παρόλα αυτά ο Βασίλης πάντα θα έχει πιστούς που θα μαζεύονται για να του πουν ρυθμικά πως “ζούνε για να τον ακούνε…”.