Πού να βρω ένα συντροφάκι…
Σκέψεις και συνειρμοί ατάκτως ερριμμένοι, με αφορμή της εμφανίσεις της «αγίας» τριάδας Λάκης Παπαδόπουλος – Σοφία Βόσσου – Βαγγέλης Γερμανός στο Κύτταρο.
Κι ο χρόνος μου γελάει σα μωρό…
Αλλά το μωρό αυτό μεγάλωσε, έχει πατήσει τα εβδομήντα και το λένε Λάκη Παπαδόπουλο. Και δε σταματά να πειράζει τους πάντες γύρω του, όπως τη Βόσσου, που δεν είναι ούτε 60, αλλά βγήκε στη σκηνή με ένα μίνι που δεν τολμούν ούτε 20άρες κι εμφανίστηκε στο Κύτταρο χωρίς εμφανή κυτταρίτιδα, αλλά με τα πόδια της σε κοινή θέα. Κι ο Λάκης έλεγε και ξανάλεγε πως ο γιατρός στο τραπέζι της Βόσσου έκανε πολύ καλή δουλειά κι ότι είχε χρόνια να δει τέτοια «μπουτάκια». Κι όταν αυτή το ‘ριξε στην πλάκα, πως θ’ αρχίσει να νιώθει σαν κοτόπουλο με τόσα «μπουτάκια» που άκουσε, ο Λάκης της απάντησε πως μια ζωή «κοτάρα» τη θυμότανε. Γιατί τα παιδιά – ακόμα και τα 70χρονα – μπορεί να γίνουν μερικές φορές πολύ σκληρά μες στην αφέλειά τους και να σου πουν κατάμουτρα αυτό που σκέφτονται – από μικρό κι από τρελό εξάλλου μαθαίνεις την αλήθεια.
Κι η αλήθεια είναι πως «με τρομάζει ένα αύριο που θα ‘ναι σα χθες». Ή ένα «σήμερα» που ντύνεται με τα χρώματα και τους ήρωες του χθες – σαν αποτυχημένα πορτρέτα του Ντόριαν Γκρέι – για να τραφεί με τις ξινισμένες δάφνες του παρελθόντος ή γιατί δεν έχει να αντλήσει έμπνευση από το παρόν και ελπίδα από το μέλλον. Κι όσοι με το χρόνο δε γίναν φίλοι – όπως έκανε ο Λάκης που μένει πάντα παιδί – μπορεί να γίνουν φαιδρό θέαμα, όσο θέλουν να υπηρετήσουν περασμένα μεγαλεία και την τότε εικόνα τους – στην κυριολεξία.
Πατάνε όμως και σε μια ανάγκη του κόσμου να επιστρέψει σε παλιές, εξιδανικευμένες εποχές, που αν δεν ήταν καλύτερες, άφηναν πάντως μια ελπίδα για «ακόμα καλύτερες μέρες»…
Κι ας τυλίγει τη θύμησή τους μια άχλη και μια νοσταλγία, μαζί με το μουσικό τους εποικοδόμημα.
Κι ας μοιάζουν πια τέτοιες εμφανίσεις με προσκλητήριο νεκρών-ζωντανών, για μια δρακογενιά που σταδιακά αποχωρεί και βιολογικά από το προσκήνιο: Αρλέτα, Μπουλάς, Λουκιανός… Όλοι μου οι φίλοι… δεν υπάρχουν πια.
Κι ας κάθισαν κι οι τρεις κάτω σε κάποια φάση, γιατί τους γονάτισε ο πανδαμάτωρ χρόνος, αλλά ο Λάκης ακόμα και καθιστός ξεσηκώνει το κοινό με μια κιθάρα και κρατούσε στο πόδι τον κιθαρίστα απ’τον οποίο είχε πάρει το όργανο.
Ναι, αλλά τι πολιτικό νόημα μπορεί αν βρει κανείς στη μικροαστική αναπόληση του παρελθόντος και της ένδοξης μεταπολίτευσης – στη μουσική ιστορία της οποίας εντάσσεται οργανικά και το Κύτταρο;
Μπορεί να πιαστεί από συνειρμούς για να δει αυτά που θέλει να δει ως πολιτικές προεκτάσεις:
Πχ το Βαγγέλη Γερμανό, που δεν έγινε ποτέ λαϊκός, “με κλαρίνα που τρυπούν τη φαντασία“, για να τον βαφτίσουν γερμανοτσολιά. Και μας τραγουδά σα δραπέτης “τις αλυσίδες μου τώρα θα σπάσω“, γιατί μόνο αυτές έχουμε να χάσουμε, πριν όμως το γυρίσει μοιρολατρικά στο “Σκλάβος σου για πάντα“. Κι η αλήθεια είναι πως χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια απλή υπόθεση εργασίας “αν μ’αγαπούσες λίγο” για να μπορεί να πει “απόκληρος δε θα ‘μαι πια“.
Και η Βόσσου τραγουδούσε το ’91 στη Eurovision (το κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι που θα ‘λεγε κι ο Γκόρμπι): “Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη (της Πράγας) στα ξαφνικά”. Αν και μόνο ξαφνικά δεν ήταν για όσους έβλεπαν τα σημάδια της Περεστρόικα – κι άλλα προγενέστερα.
Έδινε όμως ένα συμβολικό όρκο πίστης στα ιδανικά, για τα οποία αρνείται να υπογράψει δήλωση μετανοίας…
Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο
Κι αν η καρδιά μου ράγισε αν η ζωή ναυάγησε…
Κι αν όλ’ αυτά που ζήσαμε μια νύχτα τα σκορπίσαμε
Μόνο μια λέξη θα ‘θελα μονάχα να σου πω
Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο
Όλα τα τραγούδια για το Κόμμα έχουν γραφτεί…
Κι ευτυχώς δεν εξαφανίστηκε εδώ το κομμουνιστικό κίνημα κι έχει ένα αποκούμπι για να στηριχτεί ο εργαζόμενος λαός, όταν γυρνάει απ’ τα μπαρ κι απ’ τα ξενύχτια της αλλοτρίωσης. Πού να βρω ένα συντροφάκι…
Κι ο Λάκης έπαιζε με το κοινό που συμπλήρωνε το κενό ανάμεσα στους στίχους “όχι”, “όχι”, “ναι” για να τους φέρει ένα κουκουέδικο, πολιτικό παράδειγμα.
-Τι ψηφίσαμε το καλοκαίρι του ’15;
-Όοοχι
-Και τι βγήκε;
-Ναιαιαι
-Αυτά τα σκουληκιάρικα τα τρώει το γατόνι;
-Όχι, όχι! Ναι-αιαιαιαι…
(Καλά, για το δημοψήφισμα του ’15 ειδικά, αμάσητα)
Και να αποδεικνύει έτσι πως δεν κυκλοφορούν πολλοί καλύτεροι κωμικοί απ’ αυτόν στο stand – up comedy.
Αύριο Παρασκευή δίνουν τη δεύτερη και τελευταία παράσταση, σαν εισαγωγή στα αποκριάτικα που θα ακολουθήσουν, που κι αυτά θα έχουν νοσταλγική νότα και ρετρό νότες, κι ίσως να ‘ναι κι ο Μικρούτσικος (ο Ανδρέας), ενώ τις προάλλες ήταν ο άλλος Μικρούτσικος (ο γιος του Ανδρέα, όχι ο Θάνος), που τον είχε κάνει με τη Μαρία Δημητριάδη (όχι με τη Βόσσου, που είναι δεξιάντζα), ενώ αυτός ήταν στο ΕΚΚΕ, αλλά ως μαοϊκός είχε συνεργαστεί με το Ρασούλη που ήταν τροτσκιστής κι έλεγε μπερδεμένος: Κι εγώ δεν είμαι με τη Μαίρη, αλλά μαζί της έχω γιο.
Μεγάλο μπέρδεμα, σαν την ιδεολογική – πολιτική σύγχυση του ’89. Τότε που η Μαίρη (Δημητριάδη) είχε πάει σε μια συναυλία στη μνήμη του Παύλου Μπακογιάννη στο Ολυμπιακό Στάδιο μαζί με το Μίκη, το Χατζηδάκι, τον Ξαρχάκο, τη Μοσχολιού, τη Βόσσου κι άλλα πουλέν της ΝΔ. Φαντάσου να τους τραγουδούσε “το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον” και να παραληρούν από κάτω οι Ρέιντζερς και οι Κένταυροι, ίσως με τον Πάνο Καμμένο ανάμεσα στο κοινό, με σφιγμένες τις σιδηρογροθιές.
Αυτά όμως ήταν τριάντα χρόνια πριν, και παραγράφτηκαν απ’ τη μετέπειτα πορεία της Μαρίας Δημητριάδη και του ΚΚΕ μαζί της. Σε αντίθεση με τα πρόσφατα καμώματα της αδερφής της, της Αφροδίτης Μάνου και το εθνικιστικό παραλήρημα για τη Μακεδονία. Και σε αντίθεση με τις μουσικές επιτυχίες εκείνης της δεκαετίας που μένουν χαραγμένες στη μνήμη.