«Πού το βρήκες ρε Νταράλα αυτό; Τι ωραία φωνή!»
«Ποια ήταν αυτή η Καίτη Γκρέυ που τραγούδησε; Εκπληκτική τραγουδίστρια…Δε μου λες κορίτσι μου, από πού τη βγάζεις αυτή τη φωνή;…»
Στην Ελλάδα των αρχών του ’50, με το χυμένο αίμα ακόμα νωπό, χιλιάδες κομμουνιστές και αγωνιστές να βιώνουν την εκδικητική μανία των νικητών του εμφυλίου, στις φυλακές, στα ξερονήσια, και μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, και χιλιάδες ξεριζωμένους από τον τόπο τους και κυνηγημένους λόγω των πολιτικών φρονημάτων τους να διεκδικούν την επιβίωση, το λαϊκό τραγούδι έρχεται με ορμή να εκφράσει τον πόνο, τα βάσανα και τις αγωνίες των φτωχών ανθρώπων, την – τις περισσότερες φορές καμουφλαρισμένη για το φόβο της λογοκρισίας – διαμαρτυρία τους, και την ελπίδα τους για καλύτερες μέρες.
Η Καίτη Γκρέυ ανεβαίνει στο λαϊκό πάλκο στο κέντρο «Αραπάκια», στο Βύρωνα. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Τάκη Μπίνη και το συγκρότημά του. Γνωρίζεται με τον Λουκά Νταράλα που την καλεί να τραγουδήσει στο ραδιόφωνο, όπως συνηθιζόταν τότε για τους λαϊκούς τραγουδιστές. Η γνωριμία τους είναι ταυτόχρονα η βάση πάνω στην οποία θα πατήσει η ερμηνεία της Γκρέυ ενός από τους μεγαλύτερους λαϊκούς ύμνους, το «Βουνό», που θα αποτελέσει και το εφαλτήριο προς την καθολική αναγνώριση και καταξίωση.
Η ίδια περιγράφει με γλαφυρό τρόπο εκείνες τις στιγμές στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Καίτη Γκρέυ – Αυτή είναι η ζωή μου» που επιμελήθηκε ο ποιητής Γιώργος Χρονάς και κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις Πανός.
***
«Με φωνάζει λοιπόν ο Λουκάς ο Νταράλας και μου λέει, έλα δω, κοριτσάκι μου. Έμαθα ότι τραγουδάς πολύ όμορφα. Έρχεσαι, μου λέει, στο Σταθμό, να μου πεις κανά τραγούδι; Λέω, κύριε Νταράλα, εγώ είμαι λέω, πολύ λίγο καιρό τραγουδίστρια. Τι σημασία έχει αυτό; Μου λέει.
Είχανε λοιπόν ένα δωμάτιο από μέσα από τού Μάριου, – τότε εκεί στην Ίωνος μπαίνανε τα συγκροτήματα και κάνανε πρόβες. Με πήρε λοιπόν από μέσα. Μόλις μ’ άκουσε σ’ ένα τραγούδι, τι λες κορίτσι μου! Εσύ, μου λέει, έχεις πολύ ωραία φωνή. Αφού κάναμε λοιπόν δυό-τρία τραγούδια πρόβα, μου λέει, να σου περάσω κ’ ένα καινούργιο τραγούδι πούχω γράψει να το πεις στο Σταθμό; Να μου το λανσάρεις στο Σταθμό; Γιατί είσαι πολύ ωραία τραγουδίστρια. Λέω, να μου το περάσετε, κύριε Νταράλα. Πραγματικά, μου περνάει λοιπόν το «Βουνό».
Δείτε στην Κατιούσα:
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Το βουνό» (Με το βουνό θα γίνω φίλος)
Την άλλη μέρα πήγαμε στο Σταθμό. Τότε ήτανε διευθυντής ο κύριος Φατσέας. Ο Φατσέας πάντα είχε ένα ραδιάκι, θυμάμαι, και καθόταν στο γραφείο μέσα και παρακολουθούσε τις εκπομπές, που κάνανε τότες τα συγκροτήματα. Όταν όμως μ’ άκουσε έμενα έφυγε απ’ το γραφείο του κ’ ήρθε στη τζαμαρία, στο Σταθμό, απ’ έξω απ’ την τζαμαρία, και με κοίταγε παράξενα. Εγώ δεν… Ήμουνα τότε σαράντα οκάδες; Μπορεί νάμουνα και σαράντα. Τόσο λεπτούλικο, αλλά ήμουνα, είχα ωραίο κορμάκι, ήμουνα λεπτή, αλλά είχα πολύ, ήμουνα πολύ καλλίγραμμο κορμάκι. Με κοίταγε παράξενα, σου λέει, μια σταλιά αυτό, από πού τη βγάζει αυτή τη φωνή; Όταν τελείωσα λοιπόν την εκπομπή, έπαιρνε ο κόσμος τηλέφωνο τον κύριο Φατσέα και τον ρωτούσε, ποια ήταν αυτή η Καίτη Γκρέϋ που τραγούδησε; Εκπληκτική τραγουδίστρια. Πού το βρήκες του λέει, ρε, τού Νταράλα. Πού το βρήκες αυτό; Τι ωραία φωνή! Με κοιτάει, μου λέει, δε μου λες κορίτσι μου, από πού τη βγάζεις αυτή τη φωνή; Δε μ’ έπιανε το μάτι του, ας πούμε, που μ’ έβλεπε – μια σταλιά.
Γέλασα. Τού λέει, Λουκά θα την ξαναφέρεις αυτή τη μικρή να τραγουδήσει. Πολύ ωραία φωνή.
Αφού φύγαμε με το Λουκά, πήγαμε στο μπαράκι [Σημ. Κατ.: το Μπαράκι του Μάριου, εμβληματικό στέκι των μουσικών-καλλιτεχνών της εποχής]. Άντε, πάμε να σε κεράσω και μια λεμονάδα, μου λέει. Πήγαμε στο μπαράκι. Με κοιτάγανε περίεργα οι μουσικοί. Γιατί όλοι οι μουσικοί εκεί κριτικάρανε ο ένας την εκπομπή του αλλουνού που γινότανε. Δε μου λες, κοριτσάκι μου, εσύ τραγούδησες με το συγκρότημα του κυρίου Νταράλα; Μάλιστα, τούς έλεγα. Συγχαρητήρια, κορίτσι μου. Έχεις πολύ ωραία φωνή. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Όλοι μου δώσανε συγχαρητήρια. Και κει με πλησιάζει ο Μπάμπης ο Βασιλειάδης. Μου λέει, κορίτσι μου, εσύ τραγούδησες με τον κύριο Νταράλα; Λέω, μάλιστα. Μου λέει, έρχεσαι αύριο να σε πάω στην «Κολούμπια»; Λέω, εγώ… Οι άλλοι τώρα απέναντι, που κάθονταν στα τραπεζάκια, μου γνέφουν -ναι. Και κείνη την ώρα μου λέει ό άνθρωπος, εγώ λέγομαι Μπάμπης Βασιλειάδης. Και είμαι μες στην «Κολούμπια» στιχουργός. Τότε, ο Μπάμπως ο Βασιλειάδης ήτανε και μεγάλος στιχουργός. Λέω, έρχομαι, αφού μου γνέφουνε κ’ οι άλλοι: να πας. Και την άλλη μέρα, με πήρε ο Βασιλειάδης ο Μπάμπης και με πήγε στη Λυκούργου, οδός Λυκούργου.
Τότε δεν υπήρχανε ούτε μικρόφωνα για να περάσεις ακρόαση, ούτε τίποτα. Είχε ένα δωμάτιο μ’ ένα πιανάκι κ’ ένα μπουζουκάκι, και ήτανε η επιτροπή καμιά δεκαπενταριά, έτσι όπως μιλάμε τώρα, του έλεγε, πες μου ένα ζεϊμπέκικο. Τούς είπα ένα ζεϊμπέκικο. Πες μου ένα χασάπικο, μου λέει ο Λαμπρόπουλος, ο κύριος Αρεταίος κι ο κύριος Μηλιόπουλος. Αφού τους είπα διάφορα στυλ τραγούδια που μου είπανε, με πήρε αμέσως ο κύριος Μηλιόπουλος μέσα, μούκανε δύο χρόνια συμβόλαιο και μου λέει, τώρα, αυτή τη στιγμή, θα φύγεις και θα πας στου κυρίου Μητσάκη το σπίτι. Πάρε τη διεύθυνση, ήδη θα τον έχω πάρει εγώ τηλέφωνο θα πας να σου περάσει τραγούδι.
Πραγματικά, εγώ παίρνω το λεωφορείο, έμενε στην Πετρούπολη ο Μητσάκης, χτυπάω την πόρτα, μόλις βγήκε ό Μητσάκης μου λέει, έλα, κορίτσι μου, σε περιμένω. Εσύ είσαι η Καίτη Γκρέϋ; Ο Μητσάκης είχε στίβες τα τραγούδια μπροστά του. Ήδη του είχαν τηλεφωνήσει απ’ την «Κολούμπια». Με πήρε μέσα, και μου κάνει πρόβες σ’ ένα τραγούδι, το πρώτο μου τραγούδι, «Το δικό σου το μαράζι θα με φάει». Μου λέει, θάρθεις αύριο να κάνουμε άλλη μία προβίτσα, να και τόμαθες το τραγούδι, γιατί βλέπω ότι τ’ αρπάς γρήγορα-γρήγορα, αλλά να κάνουμε άλλη μια προβίτσα. Την άλλη μέρα πήγα, έκανα μία πρόβα, και πήγαμε στην «Κολούμπια» το πρωί για να το γραμμοφωνήσω. (…) και γραμμοφώνησα το πρώτο μου τραγούδι με μεγάλη συγκίνηση.»
Δείτε στην Κατιούσα:
«Όποιος μεγάλωσε στα ξένα χέρια…» – Καίτη Γκρέυ: Ζωή σαν λαϊκό τραγούδι