«Πρέπει να ξυπνήσει ο κόσμος και να ξεσηκωθεί, να αντιδράσει…» – Μια αδημοσίευτη αποκαλυπτική συνέντευξη του Στέλιου Καζαντζίδη στη Σεμίνα Διγενή
“Είναι 1997 και σ’ ένα στούντιο ηχογράφησης στα Κάτω Πατήσια, βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου τον Στέλιο Καζαντζίδη, από κοντά. Συναντώ τον μύθο του ελληνικού τραγουδιού σε ένα υπόγειο! Διαπιστώνω πως πρόκειται για έναν πραγματικά γοητευτικό άντρα, που όμως είναι ξεκάθαρο, στις κουβέντες, στο στήσιμο, στο χιούμορ, ακόμη και στο ντύσιμό του, πως έρχεται από μια άλλη εποχή…”
Σκέφτομαι πως κάθε φορά που μπαίνει στο στούντιο αυτός ο άνθρωπος συντελείται ένα μικρό θαύμα.
Είναι ευγενέστατος απέναντί μου, γελαστός, περιποιητικός και φαίνεται πως είναι έτοιμος να μιλήσει για όλα. Και μιλάει (όσα σοβαρά μου εξομολογήθηκε, ζητώντας μου να τηρήσω το off the record, έμειναν μεταξύ μας για πάντα). Αισθάνομαι ασφάλεια δίπλα του, γιατί από τη δισκογραφική του εταιρεία, μου έχουν πει πως του άρεσε πολύ η ιδέα να του κάνω μια ολόκληρη εκπομπή (μετά από τη γνωριμία μας, οι εκπομπές έγιναν τρεις!).
Με προτρέπει από την πρώτη στιγμή να του μιλάω στον ενικό, του λέω ναι, αλλά από το τρακ μού προκύπτει μόνο πληθυντικός. Φαίνεται χαρούμενος και αστειεύεται με όλους εκεί, που τον κοιτούν σαν θεό. Ξεκινάει να δοκιμάζει ένα τραγούδι.
Στέκεται ένα μέτρο μακριά από το αναλόγιο και το λέει. Είναι ανατριχιαστικός. Οταν, λίγο αργότερα, ο Νάκης Πετρίδης, ο μαέστρος, ελέγχει τι γράφτηκε, ακούει έναν περίεργο ήχο, σαν θρόισμα. Απομονώνουν ένα ένα τα όργανα, για να δουν τι συμβαίνει. Το θρόισμα επιμένει. Τρελαίνονται… Ωσπου καταλαβαίνουν ότι η δύναμη της φωνής του εξηνταοκτάχρονου θεού, από ένα μέτρο μακριά, κάνει το χαρτί με τους στίχους να τρέμει.
Κάποια στιγμή, λίγο πριν από τη μαγνητοσκόπηση, κι ενώ έχει τελειώσει ένα ακόμη τραγούδι, το «Ερχονται χρόνια δύσκολα», τον ρωτάω γιατί επέλεξε να πει αυτό το τραγούδι.
«Γιατί αυτό που λένε οι στίχοι, αυτό θα συμβεί σε λίγα χρόνια. Ξεκίνησε ήδη», μου λέει.
— Το πιστεύετε αλήθεια αυτό; Μήπως είστε απαισιόδοξος;
— Ναι το πιστεύω. Απαισιόδοξος; Οχι, είμαι αληθινός. Αφού περνάμε δύσκολα χρόνια. Κι αυτά και τα προηγούμενα και αυτά που έρχονται θα είναι πιο δύσκολα ακόμα. Το τραγούδι λέει: «Ερχονται χρόνια δύσκολα, γεμάτα καταιγίδες κι εμείς του κόσμου θύματα, μ’ ατέλειωτα προβλήματα και λιγοστές ελπίδες». Και πιο κάτω: «Φονιάδες μονοπώλια, παντού φωτιές ανάβουν, μας καίνε, μας δικάζουνε και την ψυχή μας βγάζουνε και ζωντανούς μας θάβουν».
— Θα τα βγάλουμε πέρα λέτε;
— Δε νομίζω, δε νομίζω. Πρέπει να γίνει ανασυγκρότηση, πρέπει να ξεσηκωθεί το σύμπαν, να δουν οι λαοί τι γίνεται. Πείνα, δυστυχία, φτώχεια και εκμετάλλευση παντού. Χρειάζεται αντίδραση.
— Κάποιοι βγαίνουν – λέτε – πλουσιότεροι από όλη αυτή την αναμπουμπούλα;
— Ε ναι, έτσι συμβαίνει πάντα, αυτά είναι τα ευκόλως εννοούμενα. Κάτι πρέπει να γίνει πάντως, δεν μπορεί οι λίγοι να πλουτίζουν και να φτάνουν στο Διάστημα κι οι πολλοί να μην έχουμε στον ήλιο μοίρα, είναι κρίμα. Είναι αμαρτία απ’ τον Θεό, αν βέβαια υπάρχει και βλέπει.
Πρέπει να ξεσηκωθεί ο κόσμος
— Τι θα πρέπει να συμβεί;
— Πάντως όχι ευχές, γιατί ο πλανήτης – έτσι όπως έχει γίνει – δεν είναι για ευχές. Δεν έρχονται στο στόμα μου, δεν μπορώ να πω ευχές. Πρέπει να ξυπνήσει ο κόσμος και να ξεσηκωθεί, να αντιδράσει, αλλιώς καήκαμε. Εγώ το μόνο που ξέρω και μπορώ να κάνω είναι να τραγουδάω. Αυτό νομίζω πως είναι αρκετό.
— Κάπως έτσι πιστεύετε, δηλαδή, κ. Καζαντζίδη, πως θα είναι η αυριανή Ελλάδα;
— Ετσι και λίγο χειρότερη.
— Σ’ εσάς πώς φέρθηκε αυτή η χώρα;
— Εμένα η πατρίδα μου με τυραννάει, με βασανίζει από τριών μηνών μωρό. Είναι ένας απ’ τους λόγους που τραγουδώ πονεμένα, γιατί τραγουδώ για μένα πρώτα και μετά για τον κόσμο. Είναι πολλά τα παράπονά μου, πάρα πολλά. Δυστυχώς το κράτος δεν υπολογίζει τον λαό, είναι για τους λίγους, για τους πονηρούς, για τους ασυνείδητους. Οσοι έχουν αξιοπρέπεια, ψυχούλα και αισθήματα είναι στην απέξω, παραγκωνισμένοι.
— Ο κόσμος σάς αγαπά και σας σέβεται – κάτι μάλλον σπάνιο για τους ανθρώπους του χώρου σας. Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς, τόσα χρόνια, να κρατήσετε μια στάση ήθους και αξιοπρέπειας;
— Σεμίνα, δεν έχω κάνει γι’ αυτό καμία προσπάθεια. Στο ορκίζομαι. Εγώ είμαι αυτός που βλέπετε, αυτός που ακούτε. Είναι η φύση μου τέτοια, δεν προσποιούμαι. Ούτε έκανα προσπάθειες για να μπορώ να είμαι αυτός ο ηθικός άνθρωπος. Είναι η φύση μου. Αυτός είμαι. Είμαι τα τραγούδια μου.
— Πόσο σας στενοχωρεί η λάσπη που μερικές φορές εκτοξεύεται εναντίον σας και πώς την αντιμετωπίζετε;
— Λένε πως πετροβολούν πάντα το δέντρο που έχει καρπούς. Ομως, την αχαριστία μερικών ανθρώπων θα τη θυμάμαι κι αν κάποτε έρθει η ώρα μου, που θα ‘ρθει, γιατί κανείς δεν είναι αιώνιος σ’ αυτόν τον τόπο, θα ‘θελα να μη βρεθούν ούτε στην κηδεία μου, τόσο με πόνεσαν και τους μίσησα. Γιατί η αχαριστία και η υποκρισία αυτών των ανθρώπων έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
(Μου αποκαλύπτει 4 – 5 γνωστά ονόματα, που λίγο μετά μου ζητάει να μην αναφερθούν)
— Αναφέρεστε σε ανθρώπους που τους βοηθήσατε ο ίδιος να σταθούν ή και να μεσουρανήσουν στον χώρο σας;
— Ακριβώς, ακριβώς. Ηρθανε μωρά, δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίνη και σήμερα για να τους δει κανείς πρέπει να περάσει από κυκλώματα κλειστά και άλλα πράγματα.
— Αναρωτιέμαι αν έχετε ζηλέψει ποτέ κάποιον ξένο συνάδελφό σας, κύριε Καζαντζίδη…
— Κάπου έμαθες ότι κάτι ξέρω, γι’ αυτό με τσιγκλάς τώρα, Σεμίνα (γελάει…) Κοίτα, όχι, δε ζήλεψα. Απλώς πρέπει να ξέρουμε τι νοοτροπία επικρατεί έξω και τι γίνεται εδώ μ’ εμάς τους καλλιτέχνες. Εμαθα κάτι πρόσφατα, από κάποιον που έκανε τον φωτισμό και τον ήχο σ’ ένα στούντιο που ηχογραφούσε έναν δίσκο η Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Αυτός ήρθε από την Αμερική, για να με γνωρίσει. Μου είπε, λοιπόν, πως κάποια στιγμή, η Στρέιζαντ εξεδήλωσε την επιθυμία, πριν μπει μέσα στο στούντιο, να της έχουν κατασκευάσει έξω, έναν τεχνητό κήπο, με κάκτους!!
— Σοβαρά τώρα, ζήτησε τέτοιο πράγμα;
— Ναι, για να φτιάχνει η ψυχική της διάθεση. «Τι λες;» του λέω! Και θυμήθηκα ότι την προηγούμενη βραδιά που τελειώναμε ένα τραγούδι μας εδώ, και ξενυχτήσαμε άγρια, μέχρι τις πρωινές ώρες, άκουσα τα σκουπιδιάρικα έξω που μαζεύανε τους κάδους και βγήκα να μιλήσουμε με τα παιδιά που καθάριζαν τους δρόμους.
— Εφτιαξε τουλάχιστον η διάθεσή σας;
— (Γελάει.) Ισως και περισσότερο από της Μπάρμπρα. Ηταν πολύ καλή παρέα τα παιδιά.
— Εσείς έχετε τον κήπο μέσα σας, έτσι δεν είναι;
— Δε βαριέσαι βρε Σεμίνα…
— Οσον καιρό ηχογραφείτε εδώ τα τραγούδια σας, έχω μάθει γίνονται διαδηλώσεις έξω.
— Ναι, έρχεται κοσμάκης.
— Εγώ ξέρω για λαϊκό προσκύνημα.
— Ερχονται να με δούνε, να μου πούνε ένα «γεια σου». Μ’ αγαπάει ο κόσμος γιατί δεν τον πρόδωσα ποτέ.
— Αλλά σας βλέπουμε σε λίγες δόσεις, σε σπάνιες δόσεις, αυτό είναι το κακό μ’ εσάς.
— Αυτός που κάνει πολλές εμφανίσεις, φθείρεται. Κι αυτός που λέει πολλά, κάνει και λάθη. Τα πολλά και τα καθόλου βλάπτουν. Να το θυμάσαι αυτό. Το μέτρο είναι το καλύτερο πράγμα.
— Είστε στα κέφια σας σήμερα.
— Εγώ να τραγουδάω ξέρω μωρέ, δεν ξέρω να μιλάω πολύ. Φοβάμαι μην κάνω καμιά γκάφα, κανένα σαρδάμ. Γιατί αυτοί που μιλάνε πολύ, συνήθως λένε και βλακείες. Χιούμορ, πάντως, νομίζω πως έχω. Χωρίς χιούμορ δεν υπάρχει ζωή. Αυτός που δεν κάνει τον άλλον να γελάσει, για μένα είναι κακός άνθρωπος.
— Μιλάτε όμορφα, αυτό έχει σημασία.
— Εντάξει μωρέ, κι αυτά τα λίγα λόγια που λέω, τα έμαθα από τα λαϊκά τραγούδια – το λέω και σ’ ένα μου τραγούδι, «από τραγούδια λαϊκά έμαθα τα ελληνικά». Είμαι της 4ης Δημοτικού κι απορώ με τον εαυτό μου πώς μπορώ και τα βγάζω πέρα μ’ εσάς που είσαστε ξυράφια.
— Δεν είμαστε ξυράφια. Αλλωστε η δική σας η ψυχή είναι πολλών πανεπιστημίων.
— Δε βαριέσαι… Αυτά είναι της ψυχής μου λόγια, δεν τα ταξινομώ, ούτε πρόβες κάνω ούτε τίποτα, ό,τι μου ‘ρθει. Είμαι αληθινός.
— Μια προσωπική ερώτηση τώρα. Θα μπορούσατε να κάνετε αυτόν τον δύσκολο δρόμο μόνος σας, κύριε Καζαντζίδη, χωρίς αυτήν τη συγκεκριμένη γυναίκα δίπλα σας;
— Την κυρα-Βάσω; Πωπωπω.. Σεμίνα χαλάς την πιάτσα με τέτοιες ερωτήσεις. Αλλά ναι, η αλήθεια είναι πως μαζί της ξέφυγα από τα δύσκολα.
— Δηλαδή;
— Δηλαδή, όλη μου τη ζωή με τραγουδίστριες είχα να κάνω. Οπως και να το δεις, η τραγουδίστρια καριέρας δεν μπορεί ποτέ ν’ ανήκει στον άντρα της, ανήκει στον κόσμο, δεν μπορεί να αφοσιωθεί στο σπίτι της.
— Μήπως υπερβάλλετε κάπως, κ. Καζαντζίδη;
— Οχι, όχι, το πιστεύω απόλυτα. Εχω πείρα σ’ αυτό το ζήτημα. Δε γίνεται ν’ αφιερωθεί σ’ αυτό. Αυτό για μένα ήταν πάρα πολύ δύσκολο, ποτέ δε μου βγήκε σε καλό. Εντάξει όμως, προς Θεού, για να μην παρεξηγηθώ, τις θαυμάζω και τις εκτιμώ όλες.
— Η κυρία Βάσω όμως;
— Ε η κυρα-Βάσω εντάξει, τι να λέμε… με προσέχει. Φροντίζει για την υγεία μου, τον ύπνο μου, τη διατροφή μου, όλα μου. Κληρονόμησα και λίγο ζαχαράκι από τη μάνα μου, που με ταλαιπωρεί – το μόνο κακό που της πήρα – όμως εκείνη φροντίζει και γι’ αυτό.
— Νομίζω είστε μαζί περίπου 8 χρόνια;
— Ναι, ναι. Παντρεμένοι είμαστε 4. Τα πρώτα 4 ήταν τα λαθραία που λένε, τα παράνομα.
— Και πώς γνωριστήκατε;
— Οι σεισμοί μάς ένωσαν. Σε τσαντίρι τη γνώρισα, σε τσαντιράκι μέσα…
— Οι Πόντιοι λέγεται πως είναι πολύ καλοί σύζυγοι.
— Πάρα πολύ καλοί είμαστε. Λέγαν παλιά «ας είναι Πόντιος κι ας έχει ένα μάτι, ας είν’ και τυφλός». Γιατί χαμογελάς; Μεγάλη ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας εμείς οι Πόντιοι ή μου φαίνεται;
Η Γεσθημανή κι ο φόβος του χασίς
— Κι η μητέρα σας, όμως, ήταν μια γυναίκα που σας επηρέασε πάρα πολύ και στην ψυχοσύνθεση και στην καριέρα και σε όλα.
— Η κυρα-Γεσθημανή, βέβαια. Είναι σωστό αυτό. Με επηρέασε πάρα πάρα πολύ. Θυμάμαι τις συμβουλές της. Δεν ήθελε με τίποτα να γίνω καλλιτέχνης. Κάποτε, όταν της πήγα τα πρώτα λεφτά, που είχε βγει ο ήλιος τρία καλάμια, είχαμε πάει σε έναν αρραβώνα, γλεντούσαν κάτι πλούσιοι ψαρομανάβηδες. Της πήγα πολλά λεφτά τότε. Να σκεφτείς, Σεμίνα, τραγουδάγαμε ατέλειωτες ώρες, τα λαιμά μας είχαν πρηστεί, ούτε μικρόφωνα την εποχή εκείνη, ούτε τίποτα. Μαζέψαμε λοιπόν αρκετά λεφτά απ’ τη χαρτούρα. Της τα πήγα, και μόλις τα είδε, με είπε «αλήτη» – για πρώτη φορά άκουσα τη λέξη «αλήτη» απ’ τη μάνα μου.
— Επειδή τραγουδήσατε;
— Οχι. Επειδή της πήγα λεφτά. Μου λέει «μεθύσατε τους ανθρώπους και τους πήρατε τα λεφτά! Γρήγορα να τους τα πας πίσω!». Τότε δούλευα σε ένα εργοστάσιο στη ΛΑΝΑΤΕΞ, έκανα ματσακόνισμα μέσα σε ένα καζάνι για έξι μήνες, με ένα σφυράκι σπάγαμε τα άλατα μέσα, φορούσαμε έναν ειδικό φακό στο κεφάλι για να βλέπουμε τα σημεία που χτυπάμε, σε σκοτάδια μέσα, και έπαιρνα ψίχουλα. Δηλαδή, αυτά τα λεφτά που της πήγα αντιστοιχούσαν σε έξι μηνών δουλειά μου. Παρ’ όλα αυτά, μου λέει «πάρ’ τα και φύγε από δω, αλήτη! Δεν ντρέπεστε που μεθύσατε τον κόσμο και του πήρατε τόσα λεφτά;».
— Ποια συμβουλή της θυμόσαστε περισσότερο; Ποια σας έχει χαράξει, σας έχει καθορίσει τη ζωή;
— Μου ‘λεγε να φοβάμαι το χασίσι. Είχε μια φοβία μ’ αυτό. Μου το ‘λεγε συνέχεια. Δεν ξέρω πού – στην πατρίδα της ίσως – είδε ανθρώπους υπό την επήρεια, σε κακή κατάσταση και της έμεινε. Δεν έβλεπε με καλό μάτι όσους κάπνιζαν και μου έλεγε κάθε μέρα «ποτέ μην το βάλεις στο στόμα σου, ποτέ!». Επειδή ήξερε ότι η δουλειά τα είχε αυτά τα χρόνια εκείνα – δεν ξέρω τώρα τι κάνουνε, γιατί λείπω πολλά χρόνια – φοβόταν μην παραστρατήσω.
— Ολοι νομίζουν ότι ο Καζαντζίδης είναι – αυτό που λέμε – ταγμένος στο κοινωνικό τραγούδι, ότι τον απασχολούν πλέον μόνο τα κοινωνικά προβλήματα. Ο έρωτας τι θέση είχε στη ζωή σας;
— Ε, κάποτε ερωτεύτηκα κι εγώ, τον τραγούδησα τον έρωτα, βέβαια απ’ την καλή του όψη, έκανα κοινωνικό ερωτικό τραγούδι. Τώρα δεν υπάρχει λόγος να πω ερωτικά τραγούδια. Τραγουδάνε σήμερα 2.000-3.000 τραγουδιστές – πόσοι είναι; – όλοι τραγουδάν τον έρωτα, να πάω κι εγώ, ένας ακόμη, να γίνουμε τρεις χιλιάδες ένας; Προτιμάω να τραγουδάω για τους μετανάστες, για τους βασανισμένους που ζουν στην Ελλάδα, για τη φτώχεια, γενικά για τα κάτω στρώματα.
Είπαμε κι άλλα πολλά (που θα διαβάσετε τον Δεκέμβρη, στη 2η ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ, από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»), τα οποία συνεχίστηκαν και στις επόμενες συναντήσεις μας. Οπως σ’ εκείνο το αυτοσχέδιο γλέντι που στήθηκε μεταξύ φίλων, σε ταβέρνα της Πάρνηθας και μετά… έγινε εκπομπή. Μαζί με τον Καζαντζίδη, ήταν και ο Παλαιολόγου, ο Σούκας, ο Καραντίνης και άλλοι κορυφαίοι δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού, που αυτοσχεδίαζαν και πρόβαραν κομμάτια που τους έρχονταν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Τραγουδούσαμε όλοι μαζί. Ηταν μια συνύπαρξη παλιών και νέων μουσικών, γύρω από έναν τραγουδιστή – θρύλο, που δεν είχε ανάγκη από πολυτελή στούντιο και πολύπλοκη τεχνική υποστήριξη για ν’ αναδειχθεί και να καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό, λίγες μέρες μετά.
Οταν είδε στην ΕΡΤ την εκπομπή ο Καζαντζίδης, είπε:
«Αντε, στο παρά πέντε είμαι για το παλκοσένικο!»
Ο Στέλιος Καζαντζίδης πέθανε 14 Σεπτέμβρη του 2001, 70 χρόνια και 14 μέρες μετά από τη γέννησή του στην προσφυγική γειτονιά της Νέας Ιωνίας.
Στα δεκατρία του χρόνια, οι ταγματασφαλίτες δολοφονούν τον οικοδόμο πατέρα του, που είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση στις γραμμές του ΕΑΜ. Ξεκινάει τότε να δουλεύει για να ζήσει τη μητέρα του και τον νεογέννητο αδελφό του. Αχθοφόρος, μικροπωλητής στις αγορές, σε οικοδομές και σε εργοστάσια. Ακολουθούν τα πέτρινα χρόνια του στρατού, όπου και βασανίζεται άγρια, ενώ για ένα διάστημα, εξορίζεται στη Μακρόνησο.
Το λαϊκό τραγούδι αποκτά τον πιο δημοφιλή βάρδο του, γύρω στο 1950, σε μια περίοδο, με νωπές τις μνήμες της Κατοχής και της Αντίστασης, αλλά και του ένοπλου αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού.
Για πενήντα χρόνια ο Στέλιος Καζαντζίδης δίνει μεγάλες ερμηνείες σε τραγούδια που αγαπήθηκαν και συγκίνησαν.
Η φωνή που σημάδεψε για μισό αιώνα την ελληνική μουσική, σίγησε εκείνον τον Σεπτέμβρη του 2001.