«Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή…» – Αφιέρωμα στον Κώστα Τριπολίτη στην Κεντρική Σκηνή του 50ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή

«Εγώ δηλώνω αδυναμία να πω με λόγια τι είναι η ζωή, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τη ζήσω… Μεγάλωσα, ωρίμασα, συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος δεν αλλάζει. Αν αλλάζει όμως θέλω να είμαι μέσα…»

Την Τετάρτη 18 Σεπτέμβρη, στην Κεντρική Σκηνή του Φεστιβάλ, στις 21.30, οι επισκέπτες θα απολαύσουν ένα οφειλόμενο αφιέρωμα σε έναν εξαιρετικό και κατεξοχήν πολιτικό στιχουργό: Τον Κώστα Τριπολίτη.

«Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή», είναι ο στίχος του Τριπολίτη που δίνει τον τίτλο του αφιερώματος. Την επιμέλεια έχει κάνει ο Διονύσης Τσακνής, την ενορχήστρωση ο Θύμιος Παπαδόπουλος. Συμμετέχουν: Φωτεινή Βελεσιώτου, Βιολέτα Ικαρη, Γιώργος Νταλάρας, Μάκης Σεβίλογλου, Διονύσης Τσακνής.

***

Ο Κώστας Τριπολίτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου 1953. Ο ίδιος διηγείται για τα πρώτα νεανικά του χρόνια: «Ημουν ο πιο μικρός μαθητής της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Στα 14 είδα από κοντά τα τανκς και έμαθα απέξω όλα τα εμβατήρια, υποχρεωτικώς. Η δικτατορία μάς εκπαίδευε καλά… Μπήκα στη Φιλοσοφική, στο ΕΑΤ ΕΣΑ και στην Ασφάλεια, τότε στη Μεσογείων. Την πρώτη την εγκατέλειψα εγκαίρως. Τις σχέσεις μου με τα άλλα δύο ευαγή ιδρύματα τις κράτησα έως τη μεταπολίτευση. Είμαι ικανοποιημένος που έκανα ό,τι και οι περισσότεροι φοιτητές της ηλικίας μου: Δεν κάθισα στα αυγά μου, ήσυχος».

Σπούδασε Ιατρική με ειδίκευση ψυχιάτρου, επάγγελμα που δεν άσκησε ποτέ αλλά το δηλώνει ως… χόμπι, σπούδασε επίσης Κινηματογράφο και Γλωσσολογία, ενώ βιοπορίστηκε συχνά από την τέχνη της φωτογραφίας. Τελικά τον κέρδισε η συγγραφή.

Οταν βρέθηκε στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού ο στόχος του δεν ήταν τα χρήματα ή η δημοφιλία. Οπως και ο Αλκαίος, βρέθηκε σε αυτόν τον χώρο χωρίς να το επιδιώξει, γράφοντας ποίηση που κάποιος θέλησε να μελοποιήσει. Ο Τριπολίτης παραδέχεται ότι γράφοντας ποίηση κινδυνεύει το έργο να μένει κιτρινισμένο στα ράφια του βιβλιοπωλείου, ενώ με τη στιχουργική και τη μελοποίηση γίνεται κτήμα της μάζας. Παραδέχεται επίσης ότι έχει κάνει υποχωρήσεις γιατί η στιχουργική είναι ακριβώς μαζικό προϊόν. Ο ίδιος θεωρεί ότι το καινούριο που έφερε στη στιχουργική ήταν ένας λυρισμός κρυμμένος κάτω από τραχιές λέξεις, που μπορούσε να εκφράσει τις εξελίξεις της κοινωνίας στην εποχή του.

Ο ίδιος έχει πει σε συνεντεύξεις του: «Η δουλειά μου είναι να ακούω τον τρέχοντα λόγο, να συλλέγω αποσπάσματα από τον τρέχοντα λόγο και να τα οργανώνω κατά τον τρόπο που εγώ νομίζω». «Πιστεύω στον τρέχοντα, στον άμεσο λόγο, τον οποίο δεν θα τον βρω σε ένα γραφείο ή στην εφημερίδα και στην τηλεόραση αλλά στον τεκέ, στο πορνείο, στην αγορά, στο λιμάνι, εκεί δηλαδή που βράζει η ζωή. Εκεί πρέπει να είμαι για να μαζεύω το υλικό μου, οπότε αν είμαι αναγνωρισμένος, αδρανοποιούμαι γιατί οι άνθρωποι γίνονται επιφυλακτικοί μαζί μου, οπότε δεν μπορώ να ζήσω τη λαλιά τους. Κάθε συγγραφέα η πατρίδα είναι η γλώσσα του και εκεί θέλω να ζω». Κι αυτή η πατρίδα απαιτεί σκληρή δουλειά γιατί «η δουλειά της βιβλιοθήκης είναι αυτή που στο τέλος αποδεικνύει κατά πόσο ένας άνθρωπος εξ αντικειμένου μπορεί και πρέπει να καταπιαστεί με τη γραφή». Και η πορεία του Κώστα Τριπολίτη αντανακλά αυτήν τη δουλειά για δεκαετίες.

Τραγούδια που σε κάνουν να θυμάσαι…

Στη δισκογραφία τον πρωτοσυναντάμε το 1979 που συνεργάζεται με τον Γιώργο Χατζηνάσιο στον δίσκο «Εικόνες» και το 1981 στο «Χωρίς Ταυτότητα». Την επόμενη χρονιά, στίχους του συναντάμε σε 5 δίσκους: «Επιβάτης» (Μ. Θεοδωράκης), «Πίσω απ’ τη βιτρίνα» (Γ. Χατζηνάσιος), «Ραντάρ» (Μ. Θεοδωράκης), «Σκουριασμένα χείλια» (Στ. Κραουνάκης), «Φράγμα» (Δ. Μούτσης). Στον τελευταίο συμπεριλαμβάνονται τα εμβληματικά «Delenda Est (Ερηνούλα μου)», αλλά και η «Νταλίκα» και το «Δε λες κουβέντα», που απογείωσε με τη φωνή της η Σωτηρία Μπέλλου και στίχους του θέλησε να γράψει στον τάφο της.

«Γράφω όταν έχω κάτι να πω», λέει ο ίδιος, για να εξηγήσει γιατί η επόμενη εμφάνισή του στη δισκογραφία έρχεται το 1986. Τότε έβγαλε το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα» με τον Αντώνη Βαρδή.

Την επόμενη χρονιά συναντιέται δισκογραφικά με τον Διονύση Τσακνή στον δίσκο «Το τρίτο μάτι», καθώς και με τον Θάνο Μικρούτσικο, όπου ξεκινάει μια συνεργασία που δίνει καρπούς σημαντικούς δίσκους όπως «Ολα από χέρι καμένα» (1988), «Συγνώμη για την άμυνα» (1992) και τραγούδια όπως το «Αρλεκιν» και «Οι ακροβάτες». Με τον Διονύση Τσακνή συνεργάζεται ξανά το 2002 στον δίσκο «Γέφυρες».

«Υπάρχουν τα τραγούδια που σε κάνουν να θυμάσαι και υπάρχουν τραγούδια που σε κάνουν να ξεχνιέσαι, ενδεχομένως και τα δυο να είναι χρήσιμα, εγώ θέλω να ανήκω στην πρώτη κατηγορία», λέει ο Κώστας Τριπολίτης και σίγουρα το έχει πετύχει. Γράφει τραγούδια με βαθιά κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα, καταγγέλλει ότι «ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος», όπως γράφει στο «Ανεμολόγιο», που ο ίδιος χαρακτήρισε μία λίγο – πολύ εξιστόρηση της αριστεράς, η οποία θεωρήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ότι οδεύει προς την ήττα.

Ο ίδιος δεν μένει άπραγος, πιστεύει ότι «η ζωή αξίζει μόνο και μόνο για να μάχεσαι» και δηλώνει: «Εξακολουθώ να εξεγείρομαι ενάντια στην όποια εξουσία, ενάντια στον καθημερινό φασισμό. Οπου και όποτε αυτός εκφράζεται και με οποιονδήποτε τρόπο αυτός εκφράζεται».

«Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς και όπως λένε και οι παλιοί, οι έμπειροι ιστιοπλόοι, όταν κανείς βρίσκεται σε τρικυμία ή σε ενδιαφέροντα καιρό – όπως παραφράζω εγώ – οφείλει να έχει και περισυλλογή και να βραδυπορεί. Και επ’ αυτού βρισκόμαστε. Το ότι βραδυπορώ όμως δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθώ να εξεγείρομαι (…) Εξακολουθώ να συνεγείρομαι. Να συνεγείρομαι όποτε και όταν βλέπω ότι οι λαοί καταβάλλουν αγώνες και οι αγώνες αυτοί είναι νικηφόροι (…) Πιστεύω στη διαρκή δράση και όχι μόνο στη διαρκή δράση γενικά και αόριστα αλλά σε εκείνη τη δράση η οποία προϋποθέτει την κοινή προσπάθεια με πολλούς άλλους ανθρώπους», έχει πει σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του.

Η ειρωνεία είναι μόνιμο χαρακτηριστικό των στίχων του. Μέσα από αυτή καταγγέλλει τον καταναλωτισμό, τον μικροαστισμό, τις παθογένειες των σύγχρονων κοινωνιών…

«Η μηχανή η μαγκίτικη που “Κυριακές” μουσκεύει πουλιέται για την γκλαμουριά και των αστών τα σκεύη» («Του Τσιτσάνη η συννεφιά», από τις «Γέφυρες» με τον Διονύση Τσακνή).

«Ετσι σκυφτός να προχωράς κι όλο να λες τα μάλιστα… Τα όνειρα, τα βήματα και το κορμί σου τράβα τα στο σινεμά, στην ψησταριά, στην ντισκοτέκ τα Σάββατα» («Τα Σάββατα», από το «Χωρίς ταυτότητα» του Γιώργου Χατζηνάσιου).

Οι στίχοι του μας ξεσηκώνουν, μας κάνουν να θυμόμαστε, να αναζητούμε να μάθουμε, να προβληματιζόμαστε, να σκεφτόμαστε. Μια θάλασσα τέτοιων τραγουδιών, λοιπόν, θα πλημμυρίσει την Κεντρική Σκηνή του Φεστιβάλ στο ξεκίνημά του, την πρώτη μέρα των εκδηλώσεων.

Και αντί άλλου επιλόγου, διαλέγουμε να κλείσουμε με δικά του λόγια, μέχρι να συναντηθούμε την Τετάρτη με τα τραγούδια του:

«Εγώ δηλώνω αδυναμία να πω με λόγια τι είναι η ζωή, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τη ζήσω».

«Μεγάλωσα, ωρίμασα, συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος δεν αλλάζει. Αν αλλάζει όμως θέλω να είμαι μέσα».

902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: