Ρε Σωκράτη τι λες τώρα…
Μπορεί το επίθετό του να παρέπεμπε ίσως σε ένα διαφορετικό στιλ φωνής, τραγουδιών και συναυλιών, αλλά αυτό ουδόλως απασχολεί τους φανατικούς οπαδούς του, που τον ακολουθούν παντού, του φωνάζουν συνθήματα, δεν τον αφήνουν να κατέβει από τη σκηνή και περιμένουν να παίζει κάθε φορά ως τις 4 τα ξημερώματα -ενίοτε και αργότερα.
Μπορεί το επίθετό του να παρέπεμπε ίσως σε ένα διαφορετικό στιλ φωνής, τραγουδιών και συναυλιών, αλλά αυτό ουδόλως απασχολεί τους φανατικούς οπαδούς του, που τον ακολουθούν παντού, του φωνάζουν συνθήματα, δεν τον αφήνουν να κατέβει από τη σκηνή και περιμένουν να παίζει κάθε φορά ως τις 4 τα ξημερώματα -ενίοτε και αργότερα.
Ο Σωκράτης Μάλαμας γεννήθηκε στις 29 Σεπτέμβρη του 1957 στη Χαλκιδική και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του μεταξύ Θεσσαλονίκης και Γερμανίας, όπου πήγαν οι γονείς του. Ο ίδιος είχε ως όνειρό του την κλασική κιθάρα, δεν ολοκλήρωσε όμως ποτέ τις σπουδές του σε ανώτερο επίπεδο -ούτε καν στο Πολυτεχνείο, όπου είχε εγγραφεί στο Τμήμα των Ηλεκτρολόγων Μηχανικών. Παρέμεινε έτσι ένα γοητευτικό κράμα “μορφωμένου αυτοδίδακτου”, είτε λόγω της “απείθαρχης τεμπελιάς” του, είτε λόγω των δύσκολων κι αβέβαιων νεανικών του χρόνων. Αναγκάστηκε να παίξει σε αρκετά σκυλάδικα για να βιοποριστεί κι ενώ είχε ήδη αποκτήσει τον πρώτο του γιο, στα 23 του χρόνια. Δεν αγάπησε ποτέ αυτόν το χώρο, πήρε όμως αρκετά λαϊκότροπα στοιχεία που βρήκαν θέση στο έργο του και τις εμφανίσεις του.
Παράλληλα εμφανιζόταν σε μπουάτ και συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με το Νίκο Παπάζογλου, που ανέδεειξε τον ταλέντο του και τον βοήθησε να ηχογραφήσει τον πρώτο δίσκο του στα 32 του χρόνια κι ενώ είχε γνωρίσει στο ενδιάμεσο αρκετές απορρίψεις πχ από μια δισκογραφική που δεν έβρισκε αρκετά εμπορική τη δουλειά του -που είχε μια αρκετά σκοτεινή αίσθηση τότε- αλλά και από το Χατζιδάκι.
Έκτοτε, τα πράγματα πήραν το δικό τους δρόμο κι ο ένας δίσκος έφερε τον άλλο, για να γνωρίσει την καθιέρωση με το τραγούδι “να βάλω τα μεταξωτά” που ερμήνευσε η Μελίνα Κανά. Μόνο η “Πριγκιπέσα” κατάφερε να ξεπεράσει σε επιτυχία και καθολική αναγνώριση αυτό το κομμάτι, που ακούγεται μέχρι και σήμερα κι έχει γνωρίσει πολλές εκτελέσεις έκτοτε.
Έχει πολλές αξιόλογες δικές του συνθέσεις, αλλά η απογείωση προέκυψε μέσα από τη συνεργασία του με το Θανάση Παπακωνσταντίνου, τόσο δισκογραφικά, όσο και σε συναυλίες που άφησαν εποχή. Οι δυο τους κατέληξαν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, σχεδόν σα φράση-κλισέ: “Θανάσης-Μάλαμας…”. Και η φετινή τους περιοδεία, όπου ξανάσμιξαν μετά από αρκετά χρόνια, θεωρήθηκε το συναυλιακό γεγονός της χρονιάς, αναγκάζοντάς τους να αυξήσουν τις προγραμματισμένες παραστάσεις τους, για να ικανοποιήσουν τη δίψα του κοινού.
Οι συναυλίες του Μάλαμα είναι συνήθως ένα λαϊκό πανηγύρι, μια διονυσιακή έκρηξη, με τον ίδιο να βγαίνει από τα όρια του εαυτού του και να γίνεται ένα με το κοινό, να τους βλέπει όλους σαν “πουλάκια μου”, να πίνει στην υγειά τους, να μεθάει πολλές φορές επί σκηνής, αλλά να συνεχίζει μέχρι τελικής πτώσης.
Ο Σωκράτης Μάλαμας δηλώνει αριστερός και άθεος, αλλά με ένα δικό του ουτοπικό και μεταφυσικό τρόπο, εξόχως αντιφατικό, με κάποιες θολές αναφορές στην αυτοκυβέρνηση. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του αναγνώριζε πως είναι “αποτυχημένος ως πολιτική σκέψη”, δεν έχει τριβή με την πολιτική, τοποθετείται για κάποια ζητήματα, αλλά “ο πολιτικός λόγος είναι κάτι διαφορετικό”. Ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε αρνητικά προς τις βίαιες, εξώστρεφες αντιδράσεις και τα επεισόδια, θεωρώντας επαναστατική πράξη “να στραφούμε στον εαυτό μας”:
Πρέπει να δημιουργηθεί μια κίνηση ώστε ο άνθρωπος να αρχίσει να κοιτάει και μέσα του. Αν μου έλεγες ότι μαζεύτηκε μια ομάδα και ασχολήθηκε με ένα ποίημα του Οκτάβιο Παζ και τα συμπεράσματα του είναι αυτά, θα έλεγα ότι ναι αυτή είναι μια επαναστατική κίνηση.
Ρε Σωκράτη, τι λες τώρα…
Παλιότερα ο Μάλαμας συμμετείχε και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, αν και αυτό μοιάζει πλέον αρκετά μακρινό, όχι μόνο από την άποψη της χρονικής απόστασης. Ενώ πολύ πιο πρόσφατα, η συγκέντρωση για το “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα είχε κλείσει με το δικό του τραγούδι για “τα παιδιά μες στην πλατεία”, και το “υπονοούμενο”: Όσα κοστίζουν μια δραχμή, γι’ άλλους κοστίζουν μια ζωή…