«Σ’ αφήσανε μωρή Βουλγάρα;… Κι εδώ μέσα αντάρτισσα είσαι;…»
Αύγουστο ξεκίνησε και τέλειωσε η ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου. Αδάμαστη, ασυμβίβαστη, και γενναιόδωρη πορεύτηκε για εβδομήντα έξι χρόνια… Μια ζωή που πέρασε «από σαράντα κύματα»: Φτώχεια, αγώνας για την επιβίωση, Αντίσταση, εμφυλιοπολεμικές διώξεις, πίκρες, πάθη και τραγούδι, πολύ τραγούδι…
Αύγουστο ξεκίνησε και τέλειωσε η ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου. Στις 22 του Αυγούστου 1921 γεννήθηκε, στη Χαλκίδα, και στις 27 του μήνα, το 1997, έφυγε από τη ζωή· αδάμαστη και ασυμβίβαστη, όπως πορεύτηκε για εβδομήντα έξι χρόνια.
Η ζωή της Μπέλλου πέρασε από σαράντα κύματα: φτώχεια, αγώνας για την επιβίωση, αντίσταση, εμφυλιοπολεμικές διώξεις, πίκρες, πάθη και τραγούδι, πολύ τραγούδι.
«Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει…»
Παντρεύεται στα 17, αλλά ο γάμος της σύντομα θα διαλυθεί. Στις 29 του Οκτώβρη 1940 φτάνει στην Αθήνα όπου θα κάνει πολλές δουλειές για να ανταπεξέλθει, ενώ παράλληλα θα παίζει με την κιθάρα της και θα τραγουδάει σε ταβέρνες.
«Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές», θα πει πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη, την εφημερίδα που η ίδια διακινούσε κρυφά εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Οι Γερμανοί την πιάνουν και τη φυλακίζουν. Τον Δεκέμβρη του 1944 παίρνει μέρος με τον ΕΛΑΣ στις μάχες της Αθήνας και τραυματίζεται. Στη συνέχεια δίνει τη μάχη της επιβίωσης. Μέχρι που θα συναντηθεί με τον Τσιτσάνη. Η ζωή της θα αλλάξει, όχι όμως και η ίδια η Σωτηρία.
Η ίδια διηγείται στη Σοφία Αδαμίδου, συγγραφέα της αυτοβιογραφίας της με τίτλο «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» (εκδ. Λιβάνη): «Ήμουν με τους αριστερούς της Χαλκίδας και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, οδός Βούλγαρη και Πειραιώς, τραυματίστηκα στο χέρι. Αμέσως μετά την οπισθοχώρηση δεν πρόλαβα να φύγω, έμεινα λίγο πίσω και κάτι… μην πω… με κάρφωσαν στην Εθνοφυλακή και κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, εδώ στον Άγιο Παύλο, με συνέλαβαν.
(…) «Στη Θεμιστοκλέους, όταν γύρισα τράβηξα πάλι μαρτύρια. Μια μέρα ζήτησα να μας δώσουν λίγο ψωμί περισσότερο. Η κατάσταση ήταν τραγική. Πείνα και δυστυχία. Είχαμε μια κουβέρτα δέκα γυναίκες. Όταν, λοιπόν, ζήτησα λίγο παραπάνω ψωμί, μου είπαν “Αντάρτισσα είσαι; Κι εδώ μέσα είσαι αντάρτισσα”; Με παίρνουν αμέσως και με πολλές φασαρίες με κλείνουν στο πειθαρχείο».
(…) «Μετά από καιρό περνάγαμε από μια επιτροπή και κάθε μέρα, δύο – τρεις κάθε φορά τις άφηναν ελεύθερες. Κάποια μέρα, λοιπόν, ήρθε και η δική μου σειρά. Με άφησαν ελεύθερη. Μόλις βγήκα είχα πάρει μια κουβέρτα και κάτι σχισμένα παπούτσια και βάδιζα προς την Ομόνοια. Με βλέπει ένας αξιωματικός που ήταν στη Θεμιστοκλέους και μου λέει: “Σ’ αφήσανε μωρή Βουλγάρα;” Του λέω δεν είμαι Βουλγάρα είμαι Ελληνίδα. Με πλακώνει στο ξύλο και με ξαναπάει φυλακή…»
Ηχογραφεί τα πρώτα της τραγούδια και γρήγορα καθιερώνεται ως λαϊκή τραγουδίστρια.
Το 1948 τραγουδάει με τον Τσιτσάνη στου «Τζίμη του Χοντρού», ένα κέντρο της οδού Αχαρνών. Μαζί τους στο πάλκο είναι και οι Περιστέρης, Κασιμάτης, Κερομύτης, Ρούκουνας κ.ά. Η Σωτηρία θα αρνηθεί να τραγουδήσει το «βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι χίτες», «Του αϊτού ο γιος», που της παρήγγειλλαν να πει από ένα τραπέζι. Για την άρνησή της θα υποστεί άγριο ξυλοδαρμό, θα φύγει από το μαγαζί και θα θυμάται πάντα ότι κανείς από τους άντρες συναδέλφους της δεν σηκώθηκε να την υπερασπιστεί.
«Τον πόνο έχω αδελφό μα τον κρατώ βαθιά κρυφό…»
Η Σωτηρία Μπέλλου συνεργάστηκε με μεγάλη επιτυχία με τους Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Γαβριήλ, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη, Ροβερτάκη, Κολοκοτρώνη, Μπακάλη, Μπαγιαντέρα, Βασιλειάδη κ.ά. σε τραγούδια που δεν θα πάψουν να τραγουδιούνται, όπως «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Άνοιξε, άνοιξε» και πολλά πολλά ακόμα.
Δεν θα διστάσει όμως να ερμηνεύσει με την χαρακτηριστική, ανεπανάληπτη, εμβληματική φωνή της, και τραγούδια των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Μούτση (Το φράγμα), Ανδριόπουλου (Λαϊκά προάστια), Λάγιου (Αη Λαός), Αρ. Κουνάδη, Β. Δημητρίου.
«Ό,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στο «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει… Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω… Άντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε… Ύστερα, όλα τα τραγούδια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει. Ορισμένα τα ‘χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Έχω ένα που το ‘χει γράψει ο Τσιτσάνης: “Ποια καρδιά δε θα ραΐσει”. Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει…»
Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος. Και στα πάνω και στα κάτω της έδινε τη βοήθειά της δίχως να το σκεφτεί. Κάποιες φορές που χρειάστηκε η ίδια βοήθεια δεν την είχε. Με αυτό το παράπονο έφυγε από τη ζωή.
«Αναμετρήθηκε με το χρόνο, με τις σκληρές και δύσκολες εποχές του τόπου μας, με τη γλυκόπικρη ζωή και τη μεγάλη ψυχή του λαού μας, αλλά κυρίως αναμετρήθηκε με τη ζωή ενός ανθρώπου που βάδιζε πάντα κόντρα στον άνεμο, όμως τις περισσότερες φορές χέρι χέρι με τις αγωνίες του λαού. (…) Δεν μας επιτρέπεται πια να καταλογίσουμε κανένα λάθος σ’ αυτό τον άνθρωπο, που έδωσε αμέτρητες μάχες για την προσωπική του ελευθερία. Τα μόνα, ίσως, λάθη ήταν τα πάθη της. Αλλά κι αυτά τα ονομάζουμε έτσι στη δική μας γλώσσα. Στην ξύλινη γλώσσα της λογικής από την οποία λίγοι μπορούμε να ξεφύγουμε. Όμως, οφείλουμε σεβασμό στους ανθρώπους που «ξεφεύγουν» γιατί θέλουν να είναι ελεύθεροι», επισημαίνει η Σοφία Αδαμίδου στο βιβλίο της «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες».
Πατώντας εδώ δείτε όλες τις πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις του περιοδικού για τη Σωτηρία Μπέλλου.