«Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω, με μισθοφόρους και πραιτοριανούς…»
Με τα πιο όμορφα τραγούδια της Μαρίας Δημητριάδη στην πλώρη μας («το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα…») θα τραβάμε κουπί για τις πιο όμορφες θάλασσες (που «δεν ταξιδέψαμε ακόμα…») και όσο οι καρδιές μας θα χτυπούν, ένας τους χτύπος θα ΄ναι πάντα η φωνή της…
Η Μαρία Δημητριάδη δεν ήταν, μόνο, η τραγουδίστρια με την υπέροχη φωνή και τις εμβληματικές ερμηνείες, αλλά κι ένα κομμάτι της δικής μας διαδρομής, όπως αυτή «κύλησε» στο πέρασμα του χρόνου ανάμεσα στις μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας, στις μικρές και μεγάλες σκηνές των ονείρων μας, στους μικρούς και μεγάλους δρόμους των αγώνων μας.
Η φωνή της ταυτίστηκε με το πολιτικό-επαναστατικό τραγούδι. Τα τραγούδια της, από τα πρώτα φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, τα χρόνια του ΄70 – ΄80 – χρόνια γεμάτα αγωνιστικό παλμό και ανάταση – μέχρι και σήμερα, δεν έπαψαν ποτέ να μας συντροφεύουν.
Η Μαρία Δημητριάδη γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα και ξεκίνησε να τραγουδά από παιδί. Στα 16 της κιόλας χρόνια κάνει τον πρώτο της δίσκο – τα «Κορίτσια στον ήλιο». Μετά ήρθαν ο «Ήλιος ο Πρώτος» και το «Χρονικό» του Γ. Μαρκόπουλου. Στο ενδιάμεσο γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίο είχαν σε κατ’ οίκον περιορισμό και κάνει μαζί της συνέχεια πρόβες… Ακολουθεί ο δίσκος – συνεργασία της με τον Σταύρο Ξαρχάκο «Ένα πρωινό η Παναγιά μου»… Και μετά συναυλίες με τον Θεοδωράκη σε όλο τον κόσμο, για δύο χρόνια…
Στη συνέχεια, οι δίσκοι της με τους Γιάννη Γλέζο, Νίκο Μαμαγκάκη. Ήδη, είχε γνωρίσει τον Θάνο Μικρούτσικο και μετά τη μεταπολίτευση δίνει φωνή στα πρώτα του τραγούδια, τα «Πολιτικά». Με αυτόν το δίσκο ξεκινά η συνεργασία τους, που συνεχίστηκε με τις δισκογραφικές δουλειές «Καντάτα για τη Μακρόνησο», «Φουέντε Οβεχούνα», «Τροπάρια για φονιάδες», «Τα τραγούδια της λευτεριάς» και παράλληλα συναυλίες, που δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικά γεγονότα, αλλά και μέσο κοινωνικοπολιτικής πάλης.
«Κάναμε πολιτική δουλειά, καθώς οι συναυλίες μας δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικά γεγονότα αλλά και μέσο πάλης. Πηγαίναμε στη Λάρυμνα πρωί πρωί, χειμώνα, σε ένα σινεμά καλοκαιρινό και τραγουδούσαμε. Κάθε Κυριακή πρωί τραγουδούσαμε σε κινηματογράφους της Αθήνας για απεργούς, παρόλο το ξενύχτι της προηγούμενης νύχτας στις μπουάτ…» έλεγε η ίδια. Γιατί η Μαρία, εκτός από θαυμάσια ερμηνεύτρια ήταν και μια αυτόφωτη προσωπικότητα, με θέσεις και λόγο κοφτερό σα μαχαίρι. Έπαιρνε ξεκάθαρη θέση απέναντι στα ζητήματα που αφορούσαν τον επαγγελματικό της κλάδο αλλά και την κοινωνία, ήταν ταγμένη με το μέρος των καταπιεσμένων, του λαού, των πολλών. Και όχι μόνο δεν μάσαγε ποτέ τα λόγια της, μα τα έκανε και πράξεις.
Συνέχισε με το «Δελτίο καιρού», με τραγούδια πολλών συνθετών σε πρώτη εκτέλεση, με τα «Λιανοτράγουδα» του Μίκη, με τον πρώτο δίσκο του Γιώργου Σταυριανού, με την «Ελένη» του Χατζιδάκι, με το «Εμπάργκο» του Μικρούτσικου, με άλλους τραγουδιστές κ.ά. Για ν’ ακολουθήσουν και πάλι δυο πολύ μεγάλες περιοδείες με τον Μίκη.
Μετά την αποχή της για κάποια χρόνια, έρχονται δύο χρόνια δουλειάς στο Βελιγράδι, την περίοδο του εμπάργκο. Κάνει συναυλίες κι ένα δίσκο, που με τη βοήθεια του υπουργείου Πολιτισμού της πρώην Γιουγκοσλαβίας τα έσοδά του πηγαίνουν στους πρόσφυγες.
Η Μαρία Δημητριάδη αντιστάθηκε με πείσμα και συνέπεια στην ευκολία, στο συμβιβασμό, στο βόλεμα. Ήταν πάντα παρούσα μέσα στα γεγονότα, τραγούδησε σε γήπεδα, σε σινεμά, σε εργοστάσια, έξω από γιαπιά, σε πλατείες, στους δρόμους, στους εργατικούς – αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες του λαού μας, στις συναυλίες αλληλεγγύης προς τους αγωνιζόμενους και διωκόμενους λαούς, για τους απεργούς, στα μπλόκα των αγροτών.
Με τη μεγάλη, συγκλονιστική φωνή της, συνέχισε να τραγουδά για τους ανθρώπους που εξακολουθούν να έχουν οράματα. Σ’ αυτούς αφιέρωσε και τον δίσκο της «Δον Κιχώτες», των Π. Καρασούλου – Θ. Οικονόμου, το 2002.
Η Μαρία Δημητριάδη συμπορεύτηκε με το ΚΚΕ στηρίζοντας τις θέσεις του και παλεύοντας μαζί του. Δεν έκανε πίσω, δε λύγισε. Αυτή την πορεία ακολούθησε στη σύντομη ζωή της. Αταλάντευτη, ακόμα κι όταν, συχνά, χρειάστηκε να πληρώσει βαρύ προσωπικό τίμημα.
«Χωρίς να υπερηφανεύομαι δηλώνω ότι δεν έχω κάνει ποτέ ούτε μισή υποχώρηση στη δουλειά μου. Ούτε μισή! Και αυτό το πληρώνω. Υπήρξαν φορές που δεν είχα να καπνίσω τσιγάρο. Αλλά υποχώρηση δεν έχω κάνει. Ούτε μία καλημέρα δεν έχω πει σε κάποιον που δε θέλω να του την πω…», έλεγε πριν από χρόνια σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη.
Γι’ αυτό την αγαπήσαμε όπως αγαπάμε έναν δικό μας άνθρωπο ― η Μαρία ήταν δικός μας άνθρωπος. Το πρόωρο φευγιό της άφησε μια γεύση πικρή που δεν την ξεπλένει εύκολα ο χρόνος. Στις 7 του Γενάρη 2009, σίγησε για πάντα η ασυμβίβαστη φωνή της. Η σπουδαία ερμηνεύτρια έφευγε από τη ζωή σε ηλικία 58 χρόνων, στην εντατική του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» όπου νοσηλευόταν.
Με τα πιο όμορφα τραγούδια της στην πλώρη μας («το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα…») θα τραβάμε κουπί για τις πιο όμορφες θάλασσες (που «δεν ταξιδέψαμε ακόμα…») και όσο οι καρδιές μας θα χτυπούν, ένας τους χτύπος θα ΄ναι πάντα η φωνή της…
«Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω
Με μισθοφόρους και πραιτοριανούς
Τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω
Και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς…»