Σεργκέι Προκόφιεφ-Τα πρώτα βήματα, η καταξίωση στη Δύση και ο “νόστος” στην ΕΣΣΔ
Θετικά διακείμενος αρχικά έναντι της Οχτωβριανής Επανάστασης, αποφάσισε λίγο μετά να ασχοληθεί με τη σταδιορομία του στο εξωτερικό, για να γυρίσει τελικά στα μέσα της δεκαετίας του ’30 στην ΕΣΣΔ, όπου και παρέμεινε παρά τις επιμέρους προστριβές με τις αρχές ως το θάνατό του
Ο Σεργκέι Προκόφιεφ υπήρξε ένας από τους πιο δημιουργικούς συνθέτες του αιώνα που μας πέρασε, με το έργο του να περιλαμβάνει όπερες, μπαλέτα -με διασημότερο το Ρωμαίος και Ιουλιέτα- συμφωνικά έργα καθώς και μουσικές επενδύσεις θεατρικών έργων. Θετικά διακείμενος αρχικά έναντι της Οχτωβριανής Επανάστασης, αποφάσισε λίγο μετά να ασχοληθεί με τη σταδιοδρομία του στο εξωτερικό, για να γυρίσει τελικά στα μέσα της δεκαετίας του ’30 στην ΕΣΣΔ, όπου και παρέμεινε, παρά τις επιμέρους προστριβές με τις αρχές, ως το θάνατό του.
Ο Προκόφιεφ γεννήθηκε στις 23 Απρίλη 1891 σε ένα χωριό από αγροτική οικογένεια, η μητέρα του ωστόσο ήταν πιανίστρια και του έδωσε τα πρώτα του μαθήματα, ενώ τον έφερε σε επαφή με σημαντικούς δασκάλους μουσικής στη Μόσχα. Εκείνοι τον προετοίμασαν για εισαγωγή στο ωδείο της Αγίας Πετρούπολης. Στο Ωδείο ξεχώρισε με την πρωτοτυπία των συνθέσεών του, λαμβάνοντας το βραβείο Ρουμπινστάιν για την εξαιρετική εκτέλεση του έργου που είχε συνθέσει ο ίδιος με τίτλο “Κονσέρτο για πιάνο αρ. 1 σε Λα Μινόρε”. Το 1908 ξεκίνησε τις δημόσιες εμφανίσεις ως πιανίστας και λίγο αργότερα ως συνθέτης στη Μόσχα μεταξύ 1911 και 1912. Επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του μεγάλου συμπατριώτη του Ιγκόρ Στραβίνσκυ, παρότι δεν συμμεριζόταν όλες του τις μοντερνιστικές αναζητήσεις. Μελέτησε επίσης την σύγχρονή του ρωσική ποίηση καθώς και τη ζωγραφική των Σεζάν και Πικάσο.
Το 1914 γνώρισε τον ιμπρεσάριο μπαλέτου Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ιδρυτή των Ρωσικών Μπαλέτων, γνωστό για την συνεργασία του με το Στραβίνσκυ, που για μιάμιση περίπου δεκαετία υπήρξε στενός του σύμβουλος. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου συνέγραψε μπαλέτα, όπερες και κονσέρτα. Το 1917, χρονιά των Επαναστάσεων του Φλεβάρη και του Οκτώβρη, ο Προκόφιεφ, ενθουσιασμένος με το κλίμα στη χώρα, υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός μουσικά. Το καλοκαίρι συμμετείχε στο Συμβούλιο Εργατών της Τέχνης, αποκομμένος ωστόσο στον Καύκασο, επιστρέφοντας στην Πετρούπολη το 1918. Θεωρώντας πλέον πως οι συνθήκες δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει το έργο του απρόσκοπτα, ζήτησε και έλαβε άδεια ταξιδιού στο εξωτερικό από τον επίτροπο πολιτισμού Ανατόλι Λουναστσάρσκι.
Περνώντας από το Βλαδιβοστόκ στο Σαν Φραντσίσκο, έδωσε πριν από αυτό σειρά συναυλιών στο Τόκιο και τη Γιοκοχάμα, ενώ στη Νέα Υόρκη γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως “ο μπολσεβίκος πιανίστας”. Το 1921 ολοκλήρωσε τη σύνθεση της όπερας “Η αγάπη των τριών πορτοκαλιών”, η οποία ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στην Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη, αλλά και την ΕΣΣΔ. Στην Αμερική γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του νεαρή τραγουδίστρια ισπανικής καταγωγής Λίνα Γιουμπέρα, με την οποία αργότερα απέκτησαν δυο γιους. Το 1920 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε σημαντική επιτυχία χάρη στη συνεργασία του με τον Ντιαγκίλεφ, αλλά και χάρη στην απήχηση του Κοντσέρτου για Πιάνο αριθμός 3 (1921), που θεωρείται από τα κορυφαία δείγματα προσωπικού στυλ του συνθέτη.
Έζεση για ένα διάστημα στη Βαυαρία, για να συνέλθει από τις κουραστικές περιοδείες και πρεμιέρες, ανασυντάσσοντας τις καλλιτεχνικές του δυνάμεις. Εκείνα τα χρόνια άρχισε να συνθέτει την όπερα “Φλεγόμενος Άγγελος”, την οποία ολοκλήρωσε μετά από κοπιώδη δουλειά το 1927, δεν είχε όμως την τύχει να τη δει να ανεβαίνει όσο ήταν εν ζωή. Το 1923 επέστρεψε στο Παρίσι και μετά τις κρτικές που δέχτηκε το Κοντσέρτο για βιολί νο. 1, αφιερώθηκε σε πιο πρωτοποριακούς πειραματισμούς, που διακρίνονται σε έργα όπως η Συμφωνία νο2 σε Λα Μινόρε και η Συμφωνία Νο.3 σε Ντο Μινόρε, που βασίζεται σε υλικό από την όπερα “Φλεγόμενος Άγγελος”. Σημαντική επιτυχία είχαν τα μονόπρακτα μπαλέτα που έγραψε για τον Ντιαγκίλεφ, το “Le Pas d’acier” (1927) απεικόνιζε σκηνές από τη σοβιετική Ρωσία, καθώς και “Ο Άσωτος Υιός” (1929) , με το βιβλικό του θέμα και τη λυρική μουσική του.
Το 1927 ο Προκόφιεφ περιόδευσε στην ΕΣΣΔ όπου έγινε ενθουσιωδώς δεκτός, ενώ και οι περιοδίες του στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν τεράστια επιτυχία. Επιστρέφοντας ολοένα και συχνότερα στην ΕΣΣΔ, πήρε τελικά την απόφαση να επανεγκατασταθεί οριστικά στη χώρα το 1936, έχοντας λάβει τη διαβεβαίωση από τις σοβιετικές αρχές πως θα μπορούσε ελεύθερα να πραγματοποιεί περιοδείες στο εξωτερικό, η τελευταία από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το 1938. Η σοβιετική περίοδος του Προκόφιεφ ήταν πληθωρική κι έδωσε μερικά από τα καλύτερα έργα του, καθώς τότε πέτυχε την ιδανική σύζευξη μεταξύ κλασικής μουσικής παράδοσης και των καινοτομιών του 20ου αιώνα, ενισχύοντας παράλληλα τα ρεαλιστικά και επικά χαρακτηριστικά των έργων του.
Τη δεκαετία του ’30 συνέθεσε ορισμένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του, όπως το Κονσέρτο για Βιολί νο. 2 σε Σολ Μινόρε (1935), το μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1936), βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, η Καντάτα για τα 20χρονα της Οχτωβριανής Επανάστασης, βασισμένη σε κείμενα των Μαρξ, Λένιν και Στάλιν, όπως και η καντάτα “Η πρόποση” 1939″, προς τιμήν των εξηκοστών γενεθλίων του Σοβιετικού ηγέτη, ο οποίος όπως γνωρίζουμε από τις προσωπικές του σημειώσεις έκανε ό,τι μπορούσε για να επιστρέψει ο Προκόφιεφ στην ΕΣΣΔ. Το τελευταίο του ταξίδι στη Δύση είχε προορισμό το Χόλυγουντ, όπου άντλησε πείρα την οποία χρησιμοποίησε κατά τη συνεργασία του με το Σεργκέι Αϊζενστάιν στο έπος “Αλέξανδρος Νέφσκι” (1938). Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου άφησε την οικογένειά του για την ποιήτρια Μίρα Μέντελσον, την οποία παντρεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας. Συμμετέχοντας στην πολεμική προσπάθεια του σοβιετικού λαού, συνέχισε να συνθέτει παρά τη συνεχή μετακίνησή του από μέρος σε μέρος για λόγους ασφαλείας ως το 1944. Το 1942 τελείωσε την πρώτη μορφή της μεγαλειώδους όπερας Πόλεμος και Ειρήνη, την οποία επεξεργάστηκε μετέπειτα για μια 10ετία. Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στα γεγονότα του έπους του Τολστόι για την απόκρουση της εισβολής του Ναπολέοντα το 1812 και το Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Την ίδια εποχή η αναγκαστική λόγω πολέμου διαμονή στα Ουράλια και τον Καύκασο τον έφερε σε επαφή με παραδοσιακές μελωδίες των περιοχών αυτών, που αντανακλώνται μεταξύ άλλων στην κωμική όπερα “Χαν Μπουζάι”, που έμεινε ωστόσο ανολοκλήρωτη.
Το 1945 έπαθε βαριά διάσειση λόγω πτώσης, που ζημίωσε ανεπανόρθωτα την υγεία του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1948 του ασκήθηκε κριτική από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος για φορμαλισμό στο έργο του “Η μεγάλη φιλία”, με την προτροπή να γράφει σε ύφος πιο προσιτό για το λαό. Ήταν η εποχή που στα πολιτιστικά δρώμενα της ΕΣΣΔ τον κύριο λόγο είχε ο Αντρέι Ζντάνοφ, για τον οποίο παραδίδεται ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό, ότι γέλασε δυνατά όταν είδε τον Προκόφιεφ να αγνοεί επιδεικτικά τον επικεφαλής της κομματικής επιτροπής ελέγχου όταν του σύστησε να μη μιλά με τον διπλανό του. Το έργο του ωστόσο συνέχισε να ανεβαίνει απρόσκοπτα στην ΕΣΣΔ, καθώς ο ίδιος, παρά τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, συνέχισε να δουλεύει ακούραστα ως το τέλος.
Κύκνειο άσμα του υπήρξε η “Λυρική Συμφωνία νο.7” σε Ντο Μινόρε το 1952, χρονιά κατά την οποία έλαβε τιμητική σύνταξη. Έφυγε από εγκεφαλική αιμορραγία στις 5 Μάρτη 1953, πάνω από παρτιτούρες ημιτελών συνθέσεων. Είχε την “ατυχία” ο θάνατός του να συμπέσει με εκείνον του Ιωσήφ Στάλιν, για το λόγο αυτό πέρασε τότε απαρατηρήτος, ωστόσο συνέχισε να τιμάται ως ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της ΕΣΣΔ καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, ενώ το 1957 του απονεμήθηκε μετά θάνατον το βραβείο Λένιν.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
2 Trackbacks