Σεργκέι Ραχμάνινοφ-Ο τελευταίος των ρομαντικών
Απαράμιλλος βιρτουόζος του πιάνο, είδε την αξιόλογη συνθετική του ικανότητα να υποφέρει από τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και από την αποκοπή από τις ρωσικές του ρίζες, λόγω της αντίθεσής του στην Οχτωβριανή Επανάσταση.
O Σεργκέι Ραχμάνινοφ γεννήθηκε στις 20 Απρίλη 1873 κοντά στη λίμνη Ιλμέν της περιοχής του Νόβγκοροντ. Η οικογένειά του διέθετε σημαντική περιουσία και είχε έντονο στρατιωτικό υπόβαθρο, καθώς ο πατέρας του ήταν απόστρατος αξιωματικός του τσαρικού στρατού και η μητέρα του κόρη στρατηγού. Η στρατιωτική σταδιοδρομία φαινόταν να είναι προδιαγεγραμμένη για το νεαρό Σεργκέι μέχρι που ο πατέρας του έχασε όλη την περιουσία της οικογένειας σε ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις και μετά εγκατέλειψε την οικογένεια. Το μουσικό ταλέντο του νεραού ανακαλύφθηκε από τον πιανίστα Αλεξάντρ Σιλότι, ξάδερφο του Ραχμάνινοφ, που του πρότεινε να λάβει μαθήματα μουσικής στη Μόσχα, κοντά στο διάσημο καθηγητή Νικολάι Ζβέρεφ. Ο Ζβέρεφ έπαιξε μεγάλο ρόλο στη μουσική εξέλιξη του Ραχμάνινοφ, ενώ η μουσική του εκπαίδευση εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο όταν γράφτηκε στο Ωδείο της Μόσχας. Από εκεί αποφοίτησε στα 19 του χρόνια, έχοντας κερδίσει χρυσό μετάλλιο για τη μονόπρακτη όπερα “Αλέκο”, βασισμένης στο ποίημα του Πούσκιν “Τσιγγάνοι”. Η φήμη του ως συνθέτη και πιανίστα εδραιώθηκε με το Πρελούδιο σε Ντο μείζονα (1892), το οποίο έγινε το αγαπημένο του κοινού για τα επόμενα χρόνια, καθώς και με το Κοντσέρτο για πιάνο αριθμός 2 σε Ντο ελάσσονα (1901), που αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία μετά από μια περίοδο καλλιτεχνικής αδράνειας.
Ο Ραχμάνινοφ υπέφερε από ψυχολογικά προβλήματα και είχε συχνά επεισόδια κατάθλιψης, κυρίως μετά από αποτυχίες, όπως κατά την πρεμιέρα της Συμφωνίας αρ.1 σε Ρε μινόρε, η οποία καταδικάστηκε από τους κριτικούς. Η εμπειρία αυτή σε συνδυασμό με μια ατυχή ερωτική σχέση την ίδια περίοδο, έδωσαν το οριστικό χτύπημα στον ψυχισμό του συνθέτη, ο οποίος κατέφυγε στον ψυχίατρο Νικολάι Νταλ, ο οποίος τον βοήθησε να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του. Ως ανταμοιβή, ο Ραχμάνινοφ του αφιέρωσε το Κοντσέρτο για Πιάνο αριθμός 2.
Μετά την πρώτη Ρωσική επανάσταση του 1905, ο Ραχμάνινοφ, αν και πολιτικά ανενεργός, μετακόμισε με την οικογένειά του στη Δρέσδη, όπου συνέθεσε τρία από τα σημαντικότερα έργα του, τη Συμφωνία αριθμός δύο σε Μι ελάσσονα, το συμφωνικό ποίημα “Το νησί των νεκρών” και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.3 σε Ρε ελάσσονα. Με το τελευταίο έργο περιόδευσε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, κερδίζοντας πολύ μεγαλή αναγνώριση για τη δεξιοτεχνία του. Αν και του έγινε πρόταση για τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, ο ίδιος επέλεξε να επιστρέψει στη Ρωσία το Φλεβάρη του 1910.
Σημαντικό έργο της δεύτερης παραμονής του στη Ρωσία είναι η χορωδιακή συμφωνία “Οι καμπάνες” βασισμένης σε μια ρωσική μετάφραση του ομώνυμο ποιήματος του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Αρνητικά διακείμενος απέναντι στην Οχτωβριανή Επανάσταση, περνούσε τον καιρό του μεταξύ Ελβετίας και ΗΠΑ. Δεν κατόρθωσε ωστόσο ποτέ να μάθει αγγλικά, κι έζησε απομονωμένος με την οικογένεια και λίγους φίλους του. Νοσταλγούσε τη Ρωσία κι αυτό είχε αρνητικές επιπτώσεις στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Δεν συνέθεσε σχεδόν καθόλου νέα έργα, επεξεργάστηκε ωστόσο κάποια παλαιότερα και αφιερώθηκε σε συναυλίες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Το σημαντικότερο έργο του ήταν η “Ραψωδία πάνω σε ένα θέμα του Παγκανίνι” για πιάνο και ορχήστρα, ενώ το τελευταίο του έργο, “Συμφωνικοί χοροί για ορχήστρα”, γράφτηκε το 1940, δυο χρόνια πριν το θανατό του, σαν σήμερα το 1942. Ο Ραχμάνινοφ παρότι συνέθεσε την πλειονότητα του έργου του τον 20ο αιώνα, ανήκει μουσικά στο 19ο αιώνα, ως ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της ρομαντικής παράδοσης, με έντονη επίδραση από τον Τσαϊκόφσκι, χωρίς να τον αγγίζουν οι πειραματισμοί του μοντερνισμού.