«Σήκω Μαργιόλα, από τη γη κι από το μαύρο χώμα…» Του έρωτα και του θανάτου

Δεν υπάρχει πιο εμβληματικό, πιο όμορφο, πιο σπαρακτικό, πιο ερωτικό μοιρολόι από την Μαργιόλα. Στην Ήπειρο η Μαργιόλα αρχίζει γάμους, τελειώνει κηδείες και συμμετέχει σπαρακτικά σε ζωντανούς αποχωρισμούς, όπως αυτούς των ξενιτεμένων.

«Σήκω Μαργιόλα, από τη γη κι από το μαύρο χώμα…» Του έρωτα και του θανάτου

Ένας άντρας μοιρολογάει πάνω στον τάφο της γυναίκας του. Δεν υπάρχει πιο εμβληματικό, πιο όμορφο, πιο σπαρακτικό, πιο ερωτικό μοιρολόι από την Μαργιόλα. Στην Ήπειρο η Μαργιόλα αρχίζει γάμους, τελειώνει κηδείες και συμμετέχει σπαρακτικά σε ζωντανούς αποχωρισμούς, όπως αυτούς των ξενιτεμένων.

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, κάπου εκεί στα 1819, σ’ ένα χωριό των Ιωαννίνων, τη Βελτσίστα,* άρχισε τη ζωή του ένα όμορφο ζευγάρι. Η νύφη μόλις 19 χρονών και ο γαμπρός λίγο μεγαλύτερος και με καλή δουλειά. Η Μαρία (Μαργιόλα) και ο Βασίλης. Λίγους μήνες μετά χαίρονταν με την είδηση του ερχομού του πρώτου τους παιδιού.

Μια μέρα η Μαρία, όμορφη κοπέλα, τράβηξε την προσοχή ενός Τούρκου χωροφύλακα. Την κυνήγησε και προσπάθησε να την βιάσει. Μερικοί συγχωριανοί της άκουσαν τις φωνές και έτρεξαν να την βοηθήσουν. Η Μαρία ταραγμένη γύρισε στο σπίτι της και διηγήθηκε το περιστατικό στον άντρα της.

Προσβλημένος αυτός ήθελε να σκοτώσει τον Τούρκο, αλλά μπήκαν στη μέση οι προύχοντες του χωριού και προσπάθησαν να τον εμποδίσουν από φόβο μήπως η δολοφονία του Τούρκου συμπαρασύρει με αντίποινα όλη την κοινότητα. Τον συμβούλευσαν  να κάνει υπομονή και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή.

Πέρασε ένας χρόνος. Η Μαρία γέννησε το γιό τους και η οικογένεια ήταν ευτυχισμένη. Ήταν Γενάρης του 1821 όταν έγιναν τα βαφτίσια και γλέντησαν με την ψυχή τους. Μετά το γλέντι οι προύχοντες συναντήθηκαν κρυφά και τον συμβούλευσαν να παραπλανήσει τον Τούρκο και αφού τον οδηγήσει έξω από τον σταθμό να τον σκοτώσει.

Ο Βασίλης παρέσυρε τον Τούρκο κοντά στο αρχαίο κάστρο του χωριού και εκεί τον έσφαξε και τον άφησε γυμνό.

Όταν οι άλλοι Τούρκοι βρήκαν τον συνάδελφό τους νεκρό και γυμνό άρχισαν τις έρευνες αλλά κανείς δεν άνοιγε το στόμα του. Έτσι πέρασε ένας χρόνος χωρίς να ενοχλήσει κανείς τον Βασίλη μέχρι τη στιγμή που η Πύλη επικήρυξε τον δολοφόνο του Τούρκου γιατί ήταν η δολοφονία του μεγάλη προσβολή.

Τότε φόβος μεγάλος έπιασε τους προύχοντες όχι μόνο για τον Βασίλη αλλά και για τη δική τους συμμετοχή. Μόλις νύχτωσε τον κάλεσαν κρυφά και αφού τον ενημέρωσαν για την κατάσταση, τού ανακοίνωσαν την απόφασή τους να τον φυγαδεύσουν στη Ρουμανία με ψεύτικο όνομα.

Μια τέτοια αποστολή όμως δεν ήταν εύκολη εκείνα τα χρόνια και χρειάζονταν πολλά χρήματα. Μετά από μεγάλο προβληματισμό σκέφτηκαν να κάνουν έρανο για δήθεν επισκευές σε δυό εκκλησιές του χωριού. Πήραν την έγκριση του Μητροπολίτη, μάζεψαν τα χρήματα και αφού άφησαν ένα μικρό ποσό στις δυό εκκλησιές, το υπόλοιπο τον έδωσαν σε κάποιον άνθρωπο με το όνομα Ρόβα, αρχηγό καραβανιού, με τη συμφωνία να πάρει μαζί του τον Βασίλη.

Με βαριά καρδιά αποχαιρέτισε την οικογένειά του και ξεκίνησε για το μακρύ ταξίδι. Τα χρήματα όμως ήταν λίγα και ο Ρόβας τον εγκατέλειψε στην Κουμουτζίνα.**

Εκεί ο Βασίλης δούλεψε σκληρά και μόλις μάζεψε τα απαραίτητα χρήματα έφυγε για την Ρουμανία. Βρήκε δουλειά, την ίδια που έκανε στο χωριό του, σε μύλους και νεροτριβές. Χρόνο με το χρόνο γινόταν πιο πλούσιος και άνοιξε δικά του μαγαζιά.

Σαν πέρασαν δέκα χρόνια και έληξε η επικήρυξη, παρέμεινε για ασφάλεια άλλα δυό χρόνια και ύστερα από δώδεκα χρόνια πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο χωριό του. Ήταν το 1833.

Στο δρόμο της επιστροφής σταμάτησε στα Γιάννενα και μήνυσε στην γυναίκα του την είδηση της επιστροφής του. Πριν πάει όμως στο χωριό κάλεσε τη γυναίκα του, το γιό του και τη μάνα του να έρθουν να τον συναντήσουν στα Γιάννενα, να ψωνίσουν και να επιστρέψουν όλοι μαζί.

Το νέο της επιστροφής του ξεσήκωσε όλο το χωριό. Η ατμόσφαιρα έγινε γιορτινή. Η Μαρία ετοιμάστηκε για την συνάντηση και την άλλη μέρα το πρωί θα ξεκινούσαν για την πολυπόθητη συνάντηση. Είχε να δει τον άντρα της δώδεκα χρόνια.

Το βράδυ όμως, την ώρα που κοιμόταν έσπασε μια μεγάλη γρεντά μαζί με ένα τμήμα της στέγης, έπεσε και πλάκωσε την δύστυχη Μαρία. Το πρωί οι συγγενείς της την μετέφεραν μισοπεθαμένη στο γιατρό και έστειλαν την είδηση στον άντρα της, στα Γιάννενα. Μόλις που πρόλαβε να την δει. Η Μαρία ήταν 33 χρονών.

Συντριμμένος από τον πόνο κάλεσε τους οργανοπαίχτες του χωριού με πρώτο τον Λάλο Φάκο, προσωπικό βιολιστή και τραγουδιστή του Αλή Πασά. Παράγγειλε να φτιάξουν ένα τραγούδι για την Μαργιόλα του και να του αλαφρώσουν με αυτό την καρδιά από τον πόνο. Πρόσταξε να το τραγουδήσουν πάνω στο μνήμα.

– Σήκω, Μαργιόλα (ρούσα) από τη γη
κι από το μαύρο χώμα, Μαργιό-
Μαργιόλα μου.
-Με τι ποδάρια (η μαύρη) να σ’κωθώ
και χέρια ν’ ακουμπήσω, ψυχή,
καρδούλα μου.
– Κάνε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες
φ’κυάρι, Μαργιό – Μαργιόλα
μου. Ρίξε το χώμα από μεριά την
πλάκα’ πο την άλλη, ψυχή, καρδούλα
μου. Σήκω να δεις τον Τσίτο*** σου
από’ ρχεται απ’ τα ξένα, Μαργιό-
Μαργιόλα μου, σήκω να δεις τον
άντρα σου, τρεις μούλες φορτωμένες.
– Δεν έχω μάτια (η μαύρη) να τον δω
και να τον συναντήσω, ψυχή,
καρδούλα μου, δεν έχω μάτια να τον
δω, στόμα να τον φιλήσω.
– Σήκω, Μαργιόλα (ρούσα) από τη γη
κι από το μαύρο χώμα, Μαργιό -Μαργιόλα
μου, σήκω να δεις τον άντρα σου
και το παλληκαράκια.
– Δεν έχω πόδια (η μαύρη) να σ’ κωθώ,
χεράκια ν’ ακουμπήσω ψυχή,
καρδούλα μου. Πάρε Βασίλη, το
παιδί και γύρνα κει στα ξένα, στα έρημα,
τα ξάλειμμα, δεν τα’ χω μαθημένα,
ψυχή, καρδούλα μου.

Ο Βασίλης έμεινε ένα χρόνο στο χωριό και κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο και μοιρολογούσε

«Σήκω, Μαργιόλα, από τη γη κι
από το μαύρο χώμα…»

Η ζωή του δεν ήταν εύκολο να συνεχιστεί στον ίδιο τόπο. Πήρε το γιό του και ξενιτεύτηκε. Επέστρεψε μετά από χρόνια και πέθανε σε μεγάλη ηλικία.

«Κι είναι το κλαρίνο που αρχίζει πρώτο τον λυπητερό σκοπό, «από χαμηλά», σκούζει γλυκά, «ψηλώνει» σιγά – σιγά και κατόπι το «χαμηλώνει» μέχρι που « το σβήνει» σχεδόν, για να ξεκινήσει αμέσως ο τραγουδιστής «Ωρέ, σήκω Μαργιόλα, από τη γη…», για να μερακλώσουν οι ακροατές, να συμμετάσχουν στο δρώμενο, να θυμηθούν «τα πεθαμένα τους», να συγκινηθούν, να κλάψουν, να βιώσουν το πλούσιο σε συναισθήματα τραγούδι, το εμβληματικό αυτό ηπειρώτικο μοιρολόι.» ( Παύλος Γκαλντέμης)

 

* Σημερινή Κληματιά του Δήμου Ζίτσας
** Η Κομοτινή
*** Τσίτος, το επίθετο του άντρα

Η ιστορία στηρίχτηκε στο άρθρο του Παύλου Γκαλντέμη, ΜΑΡΓΙΟΛΑ: Η πολυτάραχη ζωή και το περίφημο τραγούδι της…δημοσιευμένο στην τοπική εφημερίδα των Ιωαννίνων «Πρωινός Λόγος» τον Μάρτιο του 2012)

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: