Σωτηρία Μπέλλου: «Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει…»
Η Σωτηρία Μπέλλου αναμετρήθηκε με τη ζωή ενός ανθρώπου που βάδιζε πάντα κόντρα στον άνεμο, όμως τις περισσότερες φορές χέρι χέρι με τις αγωνίες του λαού.
Έναν Αύγουστο ξεκίνησε και τέλειωσε η ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου. Στις 22 του Αυγούστου 1921 γεννήθηκε στη Χαλκίδα, και στις 27 του μήνα, το 1997 έφυγε από τη ζωή· αδάμαστη και ασυμβίβαστη, όπως πορεύτηκε για εβδομήντα έξι χρόνια.
«Μέσα σε όλες τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το φαινόμενο Μπέλλου, υπάρχει εκείνο που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ και από κανέναν: η μοναδικότητα της φωνής της και η απαράμιλλη ερμηνευτική της κατάθεση, που την κατατάσσουν στον κατάλογο εκείνων που μόχθησαν, θυσίασαν, πρόσφεραν στην εξέλιξη της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού και θα εξουσιάζουν τη μνήμη του λαού και του τόπου μας. (…) Αναμετρήθηκε με το χρόνο, με τις σκληρές και δύσκολες εποχές του τόπου μας, με τη γλυκόπικρη ζωή και τη μεγάλη ψυχή του λαού μας, αλλά κυρίως αναμετρήθηκε με τη ζωή ενός ανθρώπου που βάδιζε πάντα κόντρα στον άνεμο, όμως τις περισσότερες φορές χέρι χέρι με τις αγωνίες του λαού», σημειώνεται στον πρόλογο του βιβλίου της Σοφίας Αδαμίδου «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» (εκδ. Λιβάνη), της βιογραφίας της Σωτηρίας Μπέλλου.
Η ζωή της Μπέλλου πέρασε από σαράντα κύματα: φτώχεια, αγώνας για την επιβίωση, αντίσταση, εμφυλιοπολεμικές διώξεις, πίκρες, πάθη και τραγούδι, πολύ τραγούδι.
«Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει…»
Παντρεύεται στα 17, αλλά ο γάμος της σύντομα θα διαλυθεί. Στις 29 του Οκτώβρη 1940 φτάνει στην Αθήνα όπου θα κάνει πολλές δουλειές για να ανταπεξέλθει, ενώ παράλληλα θα παίζει με την κιθάρα της και θα τραγουδάει σε ταβέρνες.
«Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές», θα πει πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη, την εφημερίδα που η ίδια διακινούσε κρυφά εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Οι Γερμανοί την πιάνουν και τη φυλακίζουν. Τον Δεκέμβρη του 1944 παίρνει μέρος με τον ΕΛΑΣ στις μάχες της Αθήνας και τραυματίζεται. Στη συνέχεια δίνει τη μάχη της επιβίωσης. Μέχρι που θα συναντηθεί με τον Τσιτσάνη. Η ζωή της θα αλλάξει, όχι όμως και η ίδια η Σωτηρία.
Ηχογραφεί τα πρώτα της τραγούδια και γρήγορα καθιερώνεται ως λαϊκή τραγουδίστρια.
Το 1948 τραγουδάει με τον Τσιτσάνη στου «Τζίμη του Χοντρού», ένα κέντρο της οδού Αχαρνών. Μαζί τους στο πάλκο είναι και οι Περιστέρης, Κασιμάτης, Κερομύτης, Ρούκουνας κ.ά. Η Σωτηρία θα αρνηθεί να τραγουδήσει το «βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι χίτες», «Του αϊτού ο γιος», που της παρήγγειλλαν να πει από ένα τραπέζι. Για την άρνησή της θα υποστεί άγριο ξυλοδαρμό, θα φύγει από το μαγαζί και θα θυμάται πάντα ότι κανείς από τους άντρες συναδέλφους της δεν σηκώθηκε να την υπερασπιστεί.
«Τον πόνο έχω αδελφό μα τον κρατώ βαθιά κρυφό…»
Η Σωτηρία Μπέλλου συνεργάστηκε με μεγάλη επιτυχία με τους Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Γαβριήλ, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη, Ροβερτάκη, Κολοκοτρώνη, Μπακάλη, Μπαγιαντέρα, Βασιλειάδη κ.ά. σε τραγούδια που δεν θα πάψουν να τραγουδιούνται, όπως «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Άνοιξε, άνοιξε» και πολλά πολλά ακόμα.
Δεν θα διστάσει όμως να ερμηνεύσει με την χαρακτηριστική, ανεπανάληπτη, εμβληματική φωνή της, και τραγούδια των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Μούτση (Το φράγμα), Ανδριόπουλου (Λαϊκά προάστια), Λάγιου (Αη Λαός), Αρ. Κουνάδη, Β. Δημητρίου.
«Ό,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στο «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει… Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω… Άντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε… Ύστερα, όλα τα τραγούδια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει. Ορισμένα τα ‘χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Έχω ένα που το ‘χει γράψει ο Τσιτσάνης: “Ποια καρδιά δε θα ραΐσει”. Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει…»
Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος. Και στα πάνω και στα κάτω της έδινε τη βοήθειά της δίχως να το σκεφτεί. Κάποιες φορές που χρειάστηκε η ίδια βοήθεια δεν την είχε. Με αυτό το παράπονο έφυγε από τη ζωή.
«Δεν μας επιτρέπεται πια να καταλογίσουμε κανένα λάθος σ’ αυτό τον άνθρωπο, που έδωσε αμέτρητες μάχες για την προσωπική του ελευθερία. Τα μόνα, ίσως, λάθη ήταν τα πάθη της. Αλλά κι αυτά τα ονομάζουμε έτσι στη δική μας γλώσσα. Στην ξύλινη γλώσσα της λογικής από την οποία λίγοι μπορούμε να ξεφύγουμε. Όμως, οφείλουμε σεβασμό στους ανθρώπους που «ξεφεύγουν» γιατί θέλουν να είναι ελεύθεροι» («Πότε ντόρτια, πότε εξάρες», ό.π.).