Στράτος Παγιουμτζής: Το αηδόνι του ρεμπέτικου «σίγησε» πάνω στο πάλκο
Ήρθε απ’ τη Μικρασία στον Πειραιά, δούλεψε ψαράς και στη συνέχεια βαρκάρης, μα μέσα του σιγόκαιγε το πάθος για το τραγούδι…Οι πιο σπουδαίοι ρεμπέτες δημιουργοί και λαϊκοί συνθέτες τον αναγνωρίζουν ως τον μεγαλύτερο τραγουδιστή.
Ο Στράτος Παγιουμτζής γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904 κι έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, στις 16 του Νοέμβρη 1971. Έφηβος ακόμα και πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, έφτασε στον Πειραιά όπου εγκαταστάθηκε και ρίχτηκε στη βιοπάλη για να ορθοποδήσει. Δούλεψε ψαράς και στη συνέχεια βαρκάρης, μα μέσα του σιγόκαιγε το πάθος για το τραγούδι…Οι πιο σπουδαίοι ρεμπέτες δημιουργοί και λαϊκοί συνθέτες τον αναγνωρίζουν ως τον μεγαλύτερο τραγουδιστή του ρεμπέτικου. Στην πιο παραγωγική ίσως δεκαετία του, 1930-1940, πολλοί συνθέτες αναδείχτηκαν από τη φωνή του. Ο Στράτος Παγιουμτζής αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση λαϊκού τραγουδιστή, που άνοιξε δρόμους για να πατήσουν οι επόμενοι. Αναδημοσιεύουμε από έναν παλιό Ριζοσπάστη (4/1/2004) το πολύ αξιόλογο αφιέρωμα του δημοσιογράφου Άρη Νικολαΐδη, που σκιαγραφεί την πορεία του σπουδαίου λαϊκού τραγουδιστή Στράτου Παγιουμτζή.
Ο Στράτος Παγιουμτζής γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. (…) Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από παιδί μπήκε στο μεροκάματο: αρχικά ψαράς κι έπειτα «γεμιτζής», δηλαδή βαρκάρης, που μετέφερε τρόφιμα και άλλα εφόδια στα καράβια που άραζαν «αρόδο» έξω απ’ το λιμάνι.
Το μεγάλο πάθος του Στράτου ήταν το τραγούδι. Όπου κι αν βρισκόταν, στη θάλασσα, στην αγορά, στην ταβέρνα, μόλις ερχόταν στα μεράκια άρχιζε το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με την Πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς μπουζουξίδικη λαϊκή ορχήστρα. Ήταν η «Τετράς του Πειραιώς», ονομασία που οφείλεται μάλλον στον «ανεκδιήγητο» Μπάτη, που συνήθιζε τους καθαρευουσιάνικους, αλλά και ξενικούς (Ζορζ Μπατέ!) όρους, σνομπάροντας τους «αριστοκράτες».
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, όμως ο Στράτος είναι ο βασικός τραγουδιστής. Ο τζουράς ή μπαγλαμάς, που συνήθως κρατάει, είναι περισσότερο επειδή στα λαϊκά πάλκα όλοι έπρεπε να παίζουν, ενώ ουσιαστικά ο ρόλος του ως οργανοπαίκτη ήταν σχεδόν ανύπαρκτος (όπως αφηγείται η Αγγέλα Παπάζογλου, στη Σμύρνη ανέβαιναν στο πάλκο τραγουδιστές χωρίς να κρατούν όργανο. Αντίθετα, στον Πειραιά, για όποιον δεν κρατούσε όργανο έλεγαν: «Αυτόν για νταή τον έχουν;»).
Την ίδια χρονιά ο Μάρκος ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο (πρώτη παρουσία μπουζουξή στην ελληνική δισκογραφία). Ο Μάρκος πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει (πίστευε ότι δεν έχει καλή φωνή!), αφού στην κομπανία βασικός τραγουδιστής ήταν ο Στράτος. Όμως ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έτσι δημιουργείται το εξής παράδοξο: Στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου να ερμηνεύονται – και – από το Στράτο, ενώ στη δισκογραφία τα ερμηνεύει ο Μάρκος μόνος του. Θα περάσουν σχεδόν τρία χρόνια μέχρι να ηχογραφήσει ο Στράτος τραγούδι του Συριανού φίλου του!
Σχεδόν παράλληλα με τον Μάρκο, ξεκινάει τη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Ηχογραφεί πρώτα το «Μπάτης ο δερβίσης» και ετοιμάζεται να ηχογραφήσει το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο».
Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν μπορεί να τραγουδήσει. Έτσι το τραγούδι ηχογραφείται με τη φωνή του Στράτου και μάλιστα στον πολύ ψηλό τόνο που είχαν προβάρει για τον Μπάτη! Στη δεύτερη στροφή του τραγουδιού αναφέρεται και το παρατσούκλι του Στράτου που θα τον ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή:
«Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης
και ο Στράτος ο “τεμπέλης”».
Ακολουθούν κι άλλα τραγούδια με τον Γιώργο Μπάτη («Οι σφουγγαράδες», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι») και το 1936 ο Στράτος τραγουδά σε δίσκους τραγούδια και του τέταρτου της παρέας, του Ανέστη Δελιά («Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.). Επίσης ηχογραφεί περίφημους μανέδες με μοναδικό προσωπικό εκφραστικό στιλ, αλλά και με στιχάκια που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για αιώνες, στοιχεία που συχνά «δένουν» τους ανατολίτικους μικρασιάτικους μανέδες με το δημοτικό μας τραγούδι.
«Ανοίξετε τα μνήματα, τα κόκαλα σκορπίστε
να δούμε αν τον πλούσιο απ’ το φτωχό γνωρίστε»
(Παρόμοιο δίστιχο αναφέρεται πέντε αιώνες πριν στο βυζαντινό «Αλφάβητο»: «Εύρε μνημείο ανοιχτό και ανατάραξέ το…», βλέπε Νέαρχου Γεωργιάδη: «Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης»).
Τα τρία – τέσσερα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας των Πειραιωτών ο Στράτος συμμετέχει στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει. Σε πολλά απ’ τα πρώτα τραγούδια του Μάρκου παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου»). Καμιά φορά χαιρετίζει και τον εαυτό του! («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου»). Δεν επρόκειτο για πράξη ματαιοδοξίας. Ήταν ο πιο απλός και ταυτόχρονα ο πιο άμεσος τρόπος κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ρεμπέτη, η ατράνταχτη απόδειξη του «εγώ παίζω εδώ».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Από τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ’ την Πύλο») και από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας («Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης («Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασσινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.).
Το 1938 ο Στράτος πάει στην εταιρία τον πιτσιρικά μπουζουξή Μανώλη Χιώτη. Θα του τραγουδήσει μάλιστα το δεύτερο τραγούδι του («Δε λες το ναι και συ») και θα τον οδηγήσει στη συνεργασία με τον Δημήτρη Γκόγκο («Μπαγιαντέρα»). Ο Στράτος τραγούδησε μερικά απ’ τα καλύτερα τραγούδια του «Μπαγιαντέρα» («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» με μπουζούκι τον Χιώτη, «Χατζηκυριάκειο» με μπουζούκι τον Βασίλη Τσιτσάνη κ.ά.).
Με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκε μερικούς μήνες νωρίτερα, ξεκινώντας μαζί του μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο με την επιτυχία τους.
Μετά την Κατοχή, όταν οι δισκογραφικές εταιρίες ξανανοίγουν, ο Στράτος συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με τους πιο αξιόλογους νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ’ ένα βράχο»), ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι») κ.ά. Θα συνεχίσει στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Ο Στράτος ήταν ένας αγαθός λαϊκός τύπος. Πλακατζής, φωνακλάς και αθυρόστομος, πράγμα που ενοχλούσε τους «καθώς πρέπει» τύπους των εταιριών, που δεν ήθελαν να τον βλέπουν ούτε …ζωγραφιστό! Εκτός αυτού, ο Στράτος αντιπροσώπευε τη γενιά του γνήσιου πειραιώτικου ρεμπέτικου. Έτσι, όταν γύρω στο ’55 οι εταιρίες «ξεφορτώνονται» τους παλιούς, ο Στράτος (μαζί με τους Μάρκο και Χατζηχρήστο) είναι απ’ τα πρώτα θύματα. Κρίμα κι άδικο, καθώς ο Στράτος βρίσκεται στην καλύτερη ίσως στιγμή της καριέρας του.
Το 1960, όταν ο Μάρκος επανέρχεται στη δισκογραφία με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, τότε επανέρχεται και ο Στράτος μέσω του φίλου του, Γιώργου Ζαμπέτα. Ο Ζαμπέτας, εκμεταλλευόμενος την «πέραση» που είχε στις εταιρίες, ξαναβάζει τον Στράτο στα στούντιο με προπολεμικά ρεμπέτικα του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων παλιών. Κάνοντας «επίδειξη δύναμης» στις εταιρίες, τον βάζει να πει και ένα μανέ (το περίφημο «Μινόρε του Στράτου»), πράγμα αδιανόητο για την εποχή.
Εκτός απ’ τη δισκογραφία, ο Στράτος επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ’ το 1934 έως το 1955. Έτσι, τη δεκαετία του ’60 θα ξαναδουλέψει με τον – επί 40 σχεδόν χρόνια – φίλο και συνεργάτη του Μάρκο Βαμβακάρη, με τον Γιώργο Λαύκα και άλλους λαϊκούς δημιουργούς.
Τον Οκτώβρη του 1971 κατάφερε να βγάλει διαβατήριο (μετά από πολλά «ζόρια», καθώς το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς και πήγε εξορία) και να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά» όπου αποθεωνόταν απ’ τους ομογενείς. Στις 16 Νοέμβρη, βεβαρημένος απ’ τη μεγάλη συγκίνηση και την υπερένταση, «έσβησε» πάνω στο πάλκο. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος (!!!) από παλιούς φίλους και συνεργάτες του (τα έξοδα της κηδείας τα πλήρωσε ο Ζαμπέτας), αφού – όπως οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες έτσι και ο Στράτος – έκανε πολλούς πλούσιους, ενώ ο ίδιος ήταν πάντα άφραγκος.
Η προσφορά του Στράτου είναι αναμφισβήτητα μεγάλη. Πολλοί δημιουργοί αναδείχτηκαν μέσα απ’ τη φωνή του, ενώ σε κάποιους άνοιξε τις πόρτες της δισκογραφίας. Τραγούδησε πολλές εκατοντάδες τραγούδια σε δίσκους, τα περισσότερα από κάθε άλλο λαϊκό τραγουδιστή. Υπάρχουν και αρκετά τραγούδια όπου αναφέρεται και ως δημιουργός, πράγμα που μπορεί να ισχύει για τους στίχους, αλλά είναι απίθανο να ισχύει και για τη σύνθεση, αφού είναι γνωστό πως ο Στράτος δεν έγραφε μουσική και μάλλον πρόκειται για «τραγούδια – δώρα» απ’ τους δημιουργούς που τους βοήθησε να καταξιωθούν. Οι μεγάλοι λαϊκοί δημιουργοί τον χαρακτήριζαν σαν το μεγαλύτερο τραγουδιστή της κλασικής εποχής του ρεμπέτικου, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «στο λαιμό του είχε φωλιές από αηδόνια».