Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Ο σαλταδόρος»
Ίσως να μην είχε άδικο ο Μιχάλης Γενίτσαρης όταν, πρώτος, χαρακτήριζε ο ίδιος το τραγούδι του «ύμνο της Κατοχής». Ο «σαλταδόρος» έχει τραγουδηθεί όσο λίγα τραγούδια εκείνης της περιόδου και συνεχίζει να συγκινεί…
Ίσως να μην είχε άδικο ο Μιχάλης Γενίτσαρης όταν, πρώτος, χαρακτήριζε ο ίδιος το τραγούδι του «ύμνο της Κατοχής». Ο «Σαλταδόρος» έχει τραγουδηθεί όσο λίγα τραγούδια εκείνης της περιόδου και συνεχίζει να συγκινεί. Το τραγούδι άργησε πολύ να ηχογραφηθεί στην Ελλάδα, και δεν θα απέχει από την πραγματικότητα αν αυτό συσχετιστεί με όσα ακολούθησαν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Οι αιματηρές διώξεις των κομμουνιστών και των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης, η κατάληξη του εμφυλίου με την καθοριστική συμμετοχή του ξένου παράγοντα, η συνέχιση των διώξεων των αντιστασιακών για πολλά χρόνια ακόμα και η βάναυση διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας από το κράτος των νικητών, δεν άφηναν περιθώρια για να ηχογραφηθούν τραγούδια που αναφέρονταν στην αντίσταση του λαού εναντίον του φασίστα καταχτητή. Ο Γενίτσαρης έγραψε και άλλα γνωστά τραγούδια για την Κατοχή και την Αντίσταση, με πιο γνωστά ίσως το «Ένας λεβέντης έσβησε» που αναφέρεται στον τραγικό χαμό του θρυλικού πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη και το ζεϊμπέκικο «Στέλιος Καρδάρας», που αναφέρεται στην εκτέλεση του ΕΛΑΣίτη σαμποτέρ Στέλιου Καρδάρα, μετά από φριχτά βασανιστήρια που υπέστη από τους ντόπιους συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών στην Κοκκινιά.
«Ο σαλταδόρος» – Πρώτη ηχογράφηση στην Ελλάδα (1974)
Τραγουδούν: Δημήτρης Ευσταθίου και Γιώτα Σίλβα
(δίσκος 45 στροφών)
Ο μελετητής του ρεμπέτικου Κώστας Χατζηδουλής κατέγραψε στον «Ρεμπέτικη Ιστορία 1 / Περπινιάδης – Γενίτσαρης – Μάθεσης – Λελάκης» (εκδ. Νεφέλη, χ.χ.), μαρτυρία του Μιχάλη Γενίτσαρη για τον «Σαλταδόρο» που γράφτηκε το 1942, μέρος της οποίας μεταφέρουμε: «(…)Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Όπως πάγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουν. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ’ όλους, αλλά το κυριότερο, έπρεπε, αυτός που πήδαγε στ’ αυτοκίνητα, να ’τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως. Πολλοί τέτοιοι σκοτωθήκανε γιατί τους πήρανε χαμπάρι οι Γερμανοί. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ’ αυτοκίνητα, τους λέγανε σαλταδόρους. Κανονίζανε την ώρα που θα σαλτάρουνε, όταν το αυτοκίνητο έφτανε σε ανηφόρα και αναγκαστικά, έκοβε ταχύτητα ο οδηγός. Ένα μεγάλο στέκι για σαλταδόρους ήτανε στον Περαία, εκεί στη «γέφυρα του Καλαμάκη». Εγώ γνώρισα πάρα πολλούς σαλταδόρους, και πολλοί ήτανε φίλοι μου. (…)
Εκεί λοιπόν στο υπόγειο που δούλευα στην Κατοχή, το 1941-42, ερχόντουσαν πολλοί σαλταδόροι και πολλοί ήτανε φίλοι μου. Αυτοί ήτανε πάντα καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα. Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ, μου ’κάνε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι, επειδή ήτανε κονομημένος πάντα και τον κατηγοράγανε. Μου ’πε ο άνθρωπος, ότι αυτή τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος – όποιος, γιατί θέλει ψυχή επειδή οι Γερμανοί δε χάριζαν. «Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;». Τότες κι εγώ έγραψα το πρώτο στιχάκι, που λέω: «Ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε». Και ύστερα, αμέσως, έγραψα και τα άλλα στιχάκια. Το ρεφρέν που λέω: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω», το έγραψα μετά από λίγες μέρες.
«Ο σαλταδόρος» – Δεύτερη ηχογράφηση στην Ελλάδα (1976)
Τραγουδούν: Μιχάλης Γενίτσαρης και Βούλα Γκίκα
(δίσκος 33 στροφών “Ένας ρεμπέτης τραγουδά”)
Κι όταν το έπαιξα και το τραγούδησα για πρώτη φορά στο μαγαζί, έγινε χαλασμός κόσμου. Το τι έγινε, δεν μπορεί να το βάλει το μυαλό σας! Το ’παιξα 20 φορές – το λιγότερο – σ’ ένα βράδυ. Όσοι το άκουγαν στο μαγαζί κι έφευγαν, το τραγούδαγαν στο δρόμο. Και όταν πήγαιναν στη γειτονιά τους, στα σπίτια τους, τα ίδια. Ο ένας το ’λεγε, ο άλλος το άκουγε, και το μάθαινε έτσι, όλος ο κόσμος. Σε λίγες μέρες το ’χε μάθει όλη η Αθήνα και όλος ο Πειραιάς. Σε λίγες βδομάδες, όλη η Ελλάδα! Στη Θεσσαλονίκη στα μαγαζιά και παντού, τραγουδάγανε το «Σαλταδόρο», το ξέρει ο Τσιτσάνης.
Ο σαλταδόρος
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε κάν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρωΘα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε.Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα, είναι ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μάς κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μια χρήσιμη διευκρινιστική σημείωση του Στάθη Gauntlett, επιμελητή του βιβλίου «Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι», για τους στίχους των τραγουδιών που παρουσιάζονται στο βιβλίο, αλλά αφορά και τον «Σαλταδόρο»: «(…)η μορφή τους δεν αντιστοιχεί αναγκαστικά μ’ αυτή που ακούγεται στους αναφερόμενους δίσκους, αλλά παριστάνει το ποιητικό κείμενο του κάθε τραγουδιού όπως θέλησε να το παρουσιάσει ο στιχουργός στην έκδοση αυτή».
Στο μαγαζί μου, εκεί στη Ζήνωνος, στην Ομόνοια, ερχόντουσαν σαλταδόροι και ακουμπάγανε πολλά λεφτά για να το ακούσουν. Και δεν υπήρχε μαγαζί στην Αθήνα και στον Περαία, που να μη τραγουδάγανε, 50 φορές κάθε βράδυ, αυτό το τραγούδι. Αφού, όποιος μουσικός πήγαινε για δουλειά σε μαγαζί, πρώτα ο καταστηματάρχης τον ρώταγε, αν ήξερε να παίξει το «Σαλταδόρο». Ακόμα και στα συγκροτήματα που παίζανε δημοτικά τραγούδια, παίζανε κάθε μέρα το τραγούδι αυτό, που ήτανε ρεμπέτικο. Γιατί ο «Σαλταδόρος» έκανε τους πελάτες και πετάγανε χαρτούρα και παραγγέλνανε συνέχεια και αφήνανε λεφτά στα μαγαζιά. Πολλοί συνάδελφοι που δουλεύανε σ’ άλλα μαγαζιά – και μουσικοί από τα δημοτικά – ερχόντουσαν στο μαγαζί μου και τους έκανα πρόβα το «Σαλταδόρο» για να το λένε στα μαγαζιά τους. Χωρίς «Σαλταδόρο», τα μαγαζιά δεν είχανε επιτυχία, ούτε λεφτά, ούτε τίποτα.
«Ο σαλταδόρος» – Τρίτη ηχογράφηση στην Ελλάδα (1980)
Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας
(δίσκος 33 στροφών “Ρεμπέτικα της Κατοχής”)
Ακόμα και Γερμανοί που είχανε μάθει ελληνικά, τραγουδάγανε το «Σαλταδόρο» — και μη σας φαίνεται παράξενο. Για όλα αυτά λοιπόν, λέω, ότι το τραγούδι μου αυτό είναι ο Ύμνος της Κατοχής. Και όλοι, όπως ξέρω, το παραδέχονται: Όλοι! Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος, από 40-45 χρόνων σήμερα, που να μην έχει τραγουδήσει το «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω…» Κι’ όμως, αυτό το τραγούδι, με τόση επιτυχία που είχε, που το ’ξερε όλη η Ελλάδα, δεν έγινε δίσκος. Στην Αμερική γραμμοφωνήθηκε, εδώ όμως όχι. Ήτανε πολλά – δηλαδή τα αίτια – αλλά ας τα αφήσουμε…
«Ο σαλταδόρος» – Ζωντανή ηχογράφηση με τον Μιχάλη Γενίτσαρη (1983 ή 1984)
(για την τηλεοπτική σειρά “Το μινόρε της αυγής”)
Μόνο πριν από 2-3 χρόνια, έβαλα εγώ έναν, για πρώτη φορά και το είπε στο δίσκο. Ο Νταλάρας λέει ότι θα το τραγουδήσει τώρα, γιατί του αρέσει πολύ και το ’χει μάθει καλά και το λέει. Είμαι υπερήφανος πολύ που εγώ έχω γράψει τον Ύμνο της Κατοχής, και όπως δεν ξεχνιέται ποτέ η Κατοχή, έτσι δεν ξεχνιέται και ο «Σαλταδόρος» που βγήκε μέσα απ’ αυτή…».
Η πρώτη ηχογράφηση του «Σαλταδόρου» είχε γίνει στις ΗΠΑ (1947)
Το τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1947 στις ΗΠΑ, παραλλαγμένο στον τίτλο και τους στίχους (τους παραθέτουμε), με τον ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτης, το πραγματικό του επώνυμο, 1888-1997), που έζησε στην Αμερική και τραγουδούσε μόνο με την κιθάρα του. Στο τέλος ακούγεται η τραγουδίστρια που τον συνοδεύει να αναφωνεί «Γεια σου, Κατσαρέ, γεια σου!».
«Οι σαλταδόροι»
Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
κείνη που φοβήθηκα είν’ η κουμανταδούρα’ταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα, βρε
πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλαθα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε, κι έτσι θα ξαναρεφάρω
μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
’τί ’χουνε πολλά λεφτά και φίνα τη περνάμεθα σαρτάρω, θα σαρτάρω, ωχ και την τσίκα θα φουμάρω
ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, βρε
’τίρη θέλουν να με δουν για να ’φχαριστηθούνεθα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε και την τσίκα θα φουμάρω
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.
Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.
Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback