Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Γιούπι γιάγια» (Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά)
Μετά τα Δεκεμβριανά, ανάμεσα σε όσους προσφέρουν γη και ύδωρ στους νικητές Άγγλους βρίσκονται και Ελληνίδες διατεθειμένες να προσφέρουν ακόμα περισσότερα… Αντί των πυρωμένων «Π» και του κουρέματος, ο κόσμος της Αριστεράς βρίσκει νέους τρόπους για να στηλιτεύσει την επαίσχυντη συμπεριφορά των αγγλόφιλων γυναικών που προκαλούν με τον βίο τους…
«Να μην επιτρέπετε στις γυναίκες σας, στις αδερφές σας, στις μανάδες σας, στις κόρες σας, στους συγγενείς σας γενικά να συναναστρέφονται με τους ξένους. Να μαστιγώνετε με κάθε τρόπο και να καυτηριάζετε τις ερωτικές σχέσεις με τους ξένους. Να στιγματίζετε τις γυναίκες που παραδίνονται. Κάθε γυναίκα που παραδίνεται στους ξένους είναι κιόλας χαφιές και προδότισσα. Να μεταχειρίζεστε γι’ αυτές εξευτελιστικά επίθετα και χαρακτηρισμούς και να κάνετε γνωστό πως μετά τον πόλεμο θα χαραχτεί και στα δυο τους μάγουλα με ανεξίτηλα γράμματα ένα μεγάλο «Π», που θα σημαίνει “Πόρνη” και “Προδότισσα”», έγραφε ανάμεσα σε άλλα ο Δημήτρης Γληνός στη μπροσούρα «Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο», που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 1942
Τέτοιες μέρες, Δεκέμβρη του 1944, ο λαός της Αθήνας βρισκόταν αντιμέτωπος με την ωμή στρατιωτική επέμβαση των Άγγλων «συμμάχων», που είχε προετοιμαστεί μεθοδικά από τους ίδιους και τους εγχώριους συνεργάτες τους, με σκοπό να λυγίσουν και να υποτάξουν το ΕΑΜικό κίνημα (οργανωτής και καθοδηγητής του οποίου ήταν το ΚΚΕ) και το ένοπλο «χέρι» του, τον απελευθερωτή ΕΛΑΣ και να επιβάλλουν την εξουσία της μέχρι πριν τον πόλεμο κυρίαρχης τάξης της ντόπιας ολιγαρχίας, κόντρα σε κάθε λαϊκή απαίτηση και λαϊκό συμφέρον. Η μάχη της Αθήνας, όπως ονομάστηκε η περίοδος αυτή των 33 ημερών όπου δυνάμεις του ΕΛΑΣ και λαός πολεμούν ηρωικά ενάντια σε χιλιάδες Άγγλους, αλλά και ιθαγενείς από την Ινδία και άλλες αγγλικές αποικίες, αποτελεί μια από τις πιο ένδοξες σελίδες στην ιστορία των λαϊκών αγώνων για λευτεριά, ανεξαρτησία και κοινωνική προκοπή.
Στους μήνες που ακολουθούν τα Δεκεμβριανά, γυναίκες της Αθήνας συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με Άγγλους στρατιωτικούς. Επαναλαμβάνεται δηλαδή μια κατάσταση που είχε πάρει σάρκα και οστά στα χρόνια της φασιστικής Κατοχής (και στηλιτεύει ο Γληνός στη μπροσούρα του για το ΕΑΜ) με τους Άγγλους ένστολους αυτή τη φορά να παίρνουν τη θέση των Ιταλών και Γερμανών καταχτητών. Την περίοδο της Κατοχής υπήρξαν περιπτώσεις που γυναίκες που σχετίζονταν με τους καταχτητές διαπομπεύτηκαν δημόσια με στιγματισμό σαν αυτό που αναφέρει ο Γληνός, συνδυασμένο με – ατιμωτικό – κούρεμα.
Στη νέα κατάσταση και «φυσικά, έξω απ’ τα πλαίσια των «καλών οικογενειών» με τα «αυστηρά ήθη», τα αγγλοελληνικά ειδύλλια βρίσκονταν σε πλήρη ανθοφορία. Αν προπολεμικά σε κάθε αθηναϊκό δρόμο υπήρχε κι ένα σπίτι κρυφού ή φανερού έρωτα, μεταπολεμικά υπολογιζόταν ότι αυτή η αναλογία είχε σχεδόν πενταπλασιαστεί. Σύμφωνα με τον Κώστα Καιροφύλα, αυτό οφειλόταν στην έκλυση ηθών από την Κατοχή, αλλά και στο γενικό κλίμα ανήθικης κερδοσκοπίας που επικράτησε μεταπολεμικά και που ευνοούσε τις ερωτικές αγοραπωλησίες. Κι ένας άλλος συγγραφέας σημειώνει: «Εκείνη την εποχή στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας υπήρχαν πάμπολλα μπαράκια γεμάτα πόρνες που εξυπηρετούσανε τον αγγλικό στρατό κατοχής» (Ηλίας Πετρόπουλος)» σημειώνεται στο βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ρεμπέτικο και πολιτική (εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Ο σημαντικός μελετητής του ρεμπέτικου – λαϊκού τραγουδιού σκιαγραφεί το πορτρέτο του Άγγλου στρατιώτη, αεροπόρου, ναύτη, που συμπεριφέρεται στο ελληνικό έδαφος σαν νέος καταχτητής: «Άγγλος στρατιώτης δεν ήταν μόνο αυτός που σκορπούσε στο διάβα του χρυσές και χάρτινες λίρες, ουίσκι, τσιγάρα και κονσέρβες. Ήταν ο σύμμαχος, ο προστάτης, ο νικητής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά επίσης κι αυτός που νίκησε τον ΕΛΑΣ στην Αθήνα κι ο στυλοβάτης των πρώτων μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων. Κι είναι πολύς ο κόσμος που τρέχει πάντα να προσκυνήσει τους νικητές και κάθε νέα εξουσία, αφού προσμένει κιόλας να καρπωθεί τα οφέλη αυτού του προσκυνήματος»…
Ανάμεσα σε όσους προσφέρουν γη και ύδωρ στους νικητές Άγγλους βρίσκονται και Ελληνίδες διατεθειμένες να προσφέρουν ακόμα περισσότερα… Οι αγγλόφιλες γυναίκες προκαλούν με τον βίο τους τον κόσμο της Αριστεράς, που αντί των πυρωμένων «Π» χρησιμοποιούν νέους τρόπους για να στηλιτεύσουν την επαίσχυντη συμπεριφορά τους. Το τραγούδι «Γιούπι γιάγια» ή αλλιώς «Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά» άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα εκείνη την εποχή. Οι ειρωνικοί και σαρκαστικοί στίχοι ντυμένοι με «τη μουσική κάποιου εύθυμου αγγλικού τραγουδιού» θέλουν να σατιρίσουν «τις αγγλόφιλες γυναίκες με τα ίδια τα αγγλικά μέσα έκφρασης»:
Οι γυναίκες που ’χαν πρώτα Γερμανούς
τώρα έχουν Εγγλεζάκια
με κοντά παντελονάκια,
κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς.Γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για – για
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για.Πού τα βρήκες, βρε γυναίκα, τα παιδιά;
Το ’να μου φωνάζει «γιες!»,
τ’ άλλο μου φωνάζει «για!»,
και το τρίτο «σι, σι, σι, καλέ μπαμπά!»Το ’να είναι του Εγγλεζαρά,
τ’ άλλο είναι του Γερμαναρά,
και το τρίτο είναι το δικό μας,
γ… το κέρατό μας, γιούπι, γιούπι – για!»(Οι στίχοι όπως παρατίθενται από τον Νέαρχο Γεωργιάδη στο βιβλίο του)
Το τραγούδι διαδίδεται από στόμα σε στόμα πολύ γρήγορα και με ελαφρώς παραλλαγμένους στίχους ξεφεύγει από τα όρια της Αθήνας, ενώ δεν παύει να τραγουδιέται και τα επόμενα χρόνια και με άλλα θεματικά μοτίβα, όπως αυτό που σχετίζεται με το δημοψήφισμα του 1946, με το ερώτημα της επανόδου του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα ή όχι. Όπως είναι γνωστό, ο βασιλιάς όπως και ολόκληρη η επίσημη ελληνική κυβέρνηση επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα όταν καταλήφθηκε από τους Γερμανούς ναζί, τον Απρίλη του 1941… Την κοπάνησαν, όπως λέει ο λαός μας… κάνοντας αντίσταση από το Κάιρο της Αιγύπτου και στη συνέχεια, ο βασιλιάς, από το φιλόξενο και στοργικό απέναντι στη μεγαλειότητά του Λονδίνο…
Τότε στο τραγούδι προστίθενται οι στίχοι:
Τι τον θέλουμε παιδιά το βασιλιά
τι τον θέλουμε παιδιά το βασιλιά
να τον πάμε στο παλάτι να πουλάει Ριζοσπάστη
κι ό,τι άλλο τον διατάξει η εργατιά.
Το «Γιούπι γιάγια» παραλλαγμένο ακούγεται στην αριστουργηματική ταινία «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στην εμβληματική σκηνή στο κέντρο διασκέδασης, δυο παρέες αντιπαρατίθενται τραγουδώντας με πάθος την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1946. Από τη μια πλευρά εκφράζεται η Ελλάδα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης που απελευθέρωσε τη χώρα από το σκοτάδι του φασισμού και από την άλλη η Ελλάδα των εθνικοφρόνων, ταγματασφαλιτών, γερμανοτσολιάδων, μαυραγοριτών, δοσίλογων, προσωπιδοφόρων καταδοτών, ρουφιάνων, συνεργατών των ναζί καταχτητών. Οι πρώτοι τραγουδούν:
Γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
δεν τον θέλουμε τον βασιλιά
θέλουμε λαοκρατία, λαϊκή κυριαρχία
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για.
Για ν’ απαντήσει ο εσμός του εγκλήματος και του σκότους από απέναντι:
Γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
των Ταγμάτων Ασφαλείας τα παιδιά
με τους Άγγλους χέρι χέρι και με τα παιδιά της «Χ»
ως τη Μόσχα θε ’να κάνουν κατοχή.
(Όπου «Χ», η διαβόητη παρακρατική εγκληματική οργάνωση που λειτούργησε ως δεκανίκι των χιτλερικών καταχτητών που την εξόπλιζαν (πριν στη συνέχεια αναλάβουν να το κάνουν οι Άγγλοι) για να χτυπάει τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ).
Στην έκδοση «Τα αντάρτικα τραγούδια» (Τετράδιο, 1975) το τραγούδι παρατίθεται με τίτλο «Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά» και με τους στίχους:
Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά
Το ’να μου φωνάζει «γιες», τ’ άλλο μου φωνάζει «για»
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιάΤα κορίτσια που είχαν πρώτα Ιταλούς
τα κορίτσια που είχαν πρώτα Γερμανούς
τώρα έχουν εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια
κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν τα κλειδιά του ελληνικού κράτους παραδόθηκαν από τους Άγγλους στους νέους προστάτες Αμερικανούς, ο στίχος άλλαξε σε «κι από πίσω τους Αμερικανούς».
Τότε, όπως σημειώνει και ο Νέαρχος Γεωργιάδης, «η αγγλοφιλία απ’ την οποία διακατέχονταν οι ξενομανείς Ελληνίδες, αντικαταστάθηκε, όπως ήταν φυσικό, από την αμερικανοφιλία. Κι οι θεραπαινίδες του κρυφού ή φανερού έρωτα, που «εξυπηρετούσανε τον αγγλικό στρατό κατοχής», τέθηκαν τώρα στην υπηρεσία των Αμερικανών»…
Πώς τραγουδήθηκε το «Γιούπι γιάγια» από το λαό μας την περίοδο της αμερικανοκίνητης δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) ακούμε από το εξαιρετικό Μουσικό Σύνολο “Ρωμιοσύνη”:
Οι γυναίκες που ’χαν πρώτα Γερμανούς
τα κορίτσια που είχαν πρώτα Ιταλούς
τώρα έχουν Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια,
κι από πίσω ένα σύνταγμα ΙνδούςΤίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά
Το ’να μου φωνάζει «σι», τ’ άλλο μου φωνάζει «για»
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιάΓιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για – για
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για.Το ένα είναι Γερμανού ναζισταρά
το άλλο είναι Ιταλού φασισταρά
και το τρίτο είναι το δικό μας
γ… το κερατό μας, γ… το βασιλιάΓιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για – για
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – γιαΓιατί πήρανε φαντάρους τα παιδιά
γιατί πήρανε φαντάρους τα παιδιά
γιατί ήτανε λεβέντες, γιατί ήταν παλικάρια
και πολέμησαν για την ελευτεριάΠοιος τα πήρε για φαντάρους τα παιδιά
ποιος τα πήρε για φαντάρους για παιδιά
ο Γκαντώνας ο Αλήτης, πρώην ταγματασφαλίτης
ΕΚΟΦίτης Χίτης και τσογλαναράςΚάθε μέρα ανεβαίνει το ψωμί
κάθε μέρα ανεβαίνει το ψωμί
κι αύριο θα πέσει πείνα και θα την περνάνε πείνα
οι σύμμαχοί μας οι ΑμερικανοίΣτην Ελλάδα δεν περνάει ο φασισμός
στην Ελλάδα δεν περνάει ο φασισμός
με αγώνα με θυσία θα ’χουμε λαοκρατία
και κυρίαρχος θα είναι ο λαός
(Όπου Γκαντώνας, ο συνταγματάρχης ψευτοϋπουργός Παιδείας της Χούντας το διάστημα 1972-1973 και ΕΚΟΦ η φοιτητική παράταξη της ΕΡΕ, που έδρασε στα πανεπιστήμια ενάντια στο φοιτητικό κίνημα, επιστρατεύοντας τραμπούκικες μεθόδους και συνεργαζόμενη με την Ασφάλεια).
Το τραγούδι δεν έπαψε να τραγουδιέται μέχρι τις μέρες μας, απ’ όσους σήμερα βαδίζουν στα χνάρια εκείνων των πολεμιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, των μαχητών και των μαχητριών του Δεκέμβρη και του Γράμμου, των αγωνιστών που υπερασπίζονται και τιμούν τα πιο υψηλά και τίμια ιδανικά και και αγωνίζονται για μια Ελλάδα ειρηνική και ανεξάρτητη και για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με το λαό κυρίαρχο να κάνει κουμάντο στον τόπο του.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.
Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.
Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.