Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Σακαφλιάς» (Στα Τρίκαλα στα δυο στενά)
Η πραγματική ιστορία του «Σακαφλιά», το τέλος του φονιά και τα «στενά» των Τρικάλων. Ένα από τα πιο γνωστά και λαοφιλή τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη εγκαινιάζει τη νέα ονομασία της στήλης: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν…
«Σακαφλιάς» είναι ο τίτλος ενός από τα πιο γνωστά και λαοφιλή τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη· ένα θαυμάσιο βαρύ ζεϊμπέκικο, το οποίο «εγκαινιάζει» τη νέα ονομασία της στήλης: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Γραμμοφωνημένο το 1940 με τις φωνές του Στράτου Παγιουμτζή και του συνθέτη, το τραγούδι είναι ίσως περισσότερο γνωστό ως «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά».
Ο Σακαφλιάς ή Σαρκαφλιάς ή Σακαβλιάς υπήρξε ως πρόσωπο. Το ίδιο υπαρκτά ήταν και τα «στενά» των Τρικάλων, που όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν σχετίζονται με κάποια τοποθεσία της όμορφης θεσσαλικής πόλης και ιδιαίτερης πατρίδας του μεγάλου λαϊκού δημιουργού.
Για το ποιος ήταν ο Σακαφλιάς οι εκδοχές ποικίλουν· το ίδιο και οι λεπτομέρειες του φόνου του, καθώς και οι καταγραμμένες κρίσεις για τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Ως προν την ουσία όμως της υπόθεσης και τους πρωταγωνιστές της, όλοι συμφωνούν: Τον Σακαφλιά τον σκότωσε ένας Αντωνίτσης μέσα στη φυλακή των Τρικάλων, ο φόνος του ήταν αποτέλεσμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ανθρώπων του υποκόσμου και τα πρόσωπα και η υπόθεση θα είχαν σκεπαστεί για πάντα από τη σκόνη του χρόνου, αν ο Τσιτσάνης δεν έγραφε το τραγούδι.
«Ο Σαρκαφλιάς» – Η πρώτη εκτέλεση με τον Στράτο Παγιουμτζή (1940):
Όταν σκοτώσανε το Σακαφλιά, μάλλον το 1927, ο Τσιτσάνης ήταν μικρό παιδί (γεννήθηκε το 1915). Επηρεάστηκε όμως από το περιβάλλον του, καθώς όπως φαίνεται η ιστορία αυτή κυριάρχησε για καιρό στην τοπική κοινωνία, ενώ απασχόλησε και τον τύπο πανελλαδικά. Σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες που διασώθηκαν, πριν γραφτεί ο «Σακαφλιάς» κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στιχάκια που είχαν σκαρώσει συγκρατούμενοι του θύτη και του θύματος, που σκιαγραφούσαν το έγκλημα και τους πρωταγωνιστές του, και που περισσότερο μάλλον υποδαύλιζαν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των απλών ανθρώπων, δημιουργώντας σιγά σιγά έναν θρύλο που ήρθε ο Τσιτσάνης με το τραγούδι του να του δώσει διαστάσεις και να τον κρατήσει «ζωντανό» για πάντα.
Βίντεο ντοκουμέντο – Ο Βασίλης Τσιτσάνης ερμηνεύει «ζωντανά» τον «Σακαφλιά» («Στα Τρίκαλα στα δυο στενά»):
Στις αξιοπρόσεχτες μαρτυρίες για τον φόνο του Σακαφλιά συγκαταλέγονται αυτή του δις-ισοβίτη Σωτήρη Γκόγκου που διέσωσε ο ερευνητής και συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος, και του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα, σπουδαίου εκπροσώπου του ρεμπέτικου τραγουδιού, στον Κώστα Χατζηδουλή, ερευνητή-μελετητή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Δεν είναι γνωστό αν το κοινό επώνυμο, Γκόγκος, οφείλεται σε σύμπτωση ή κάποια συγγένεια. Γνωρίζουμε όμως, από τις μαρτυρίες τους ότι και οι δυο υπήρξαν φυλακισμένοι. Ο Μπαγιαντέρας το 1926 στις φυλακές της Αίγινας. Ο Σωτήρης Γκόγκος από «το 1924 ήτανε στην ίδια φυλακή» με τον Σακαφλιά και σύμφωνα με τον ίδιο «υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Σακαβλιά – έτσι τον έλεγε».
«Σακαφλιάς» («Στα Τρίκαλα στα δυο στενά») με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση:
Και στις δυο μαρτυρίες αναφέρεται ως αιτία για το έγκλημα η ιδιοποίηση του «βιδανίου», δηλαδή του ποσοστού κέρδους από τα χαρτοπαίγνια μεταξύ των φυλακισμένων, καθώς και το φονικό όπλο, που ήταν η ουρά ενός τηγανιού κατάλληλα τροχισμένη σε πέτρα ώσπου να διαμορφωθεί σε αυτοσχέδιο μαχαίρι. Μόνο οι λεπτομέρειες γύρω από το τι προηγήθηκε αλλά και όσα ακολούθησαν το έγκλημα, καθώς και για την τύχη του φονιά Αντωνίτση διαφέρουν.
Ο Τρικαλινός Γιώργος Μαργαρίτης ερμηνεύει τον «Σακαφλιά» («Στα Τρίκαλα στα δυο στενά»):
Πιο πλούσια και γλαφυρή η μαρτυρία του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα, μεταφέρει τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα του μικρόκοσμου των φυλακών εκείνης της εποχής, φωτογραφίζει κάποιες συνήθειες και τους κώδικες τιμής τους, αποτυπώνοντας και δικές του κρίσεις και θέσεις (πχ όταν λέει «ένας μάγκας δεν τα βάζει ποτέ μ’ έναν γέροντα»), ως μέλος εκείνη την εποχή της ίδιας κοινωνίας, των φυλακισμένων. Η καλλιέργεια της προσωπικότητάς του και το κύρος που απολάμβανε ο ίδιος ο Μπαγιαντέρας όσο ζούσε, εντός φυλακής (όταν χρειάστηκε) και ευρύτερα εντός και εκτός καλλιτεχνικού χώρου, καθώς και η θεώρησή του για την ζωή και την κοινωνία προσδίδουν, κατά τη γνώμη μας, βάρος στη μαρτυρία του.
«Σακαφλιάς» («Στα Τρίκαλα στα δυο στενά») με τη φωνή του Γεράσιμου Ανδρεάτου:
Μεταφέρουμε τη μαρτυρία του Μπαγιαντέρα, όπως διασώζεται στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Βασίλης Τσιτσάνης – Η ζωή μου, το έργο μου» (εκδ. Νεφέλη).
«…Το Σακαβλιά ή Σακαφλιά, όπως τον έλεγαν οι άνθρωποι του υποκόσμου, ποτέ δεν τον γνώρισα, ούτε και είχα άλλωστε την επιθυμία αυτή. Η λαϊκή μούσα του έχει αφιερώσει ένα από τα καλύτερά της τραγούδια, μέσω του φίλου μου τού Τσιτσάνη, που είναι κι ο δημιουργός του σχετικού τραγουδιού. Αν δεν ήταν ο Τσιτσάνης με το τραγούδι του ο Σακαβλιάς δε θα είχε γίνει θρύλος και το όνομά του δε θα είχε μεταφερθεί παντού. Το τραγούδι δόξασε και την πατρίδα του Τσιτσάνη, τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας.
Όταν έγινε το έγκλημα ο Βασίλης ήταν μικρό παιδάκι και μετά φαίνεται άκουσε για το φόνο, από άλλους παλιότερους στα χρόνια, και έγραψε το τραγούδι. Μέχρι τότε δεν υπήρχε τίποτε άλλο από ένα – δύο αυτοσχέδια στιχάκια, που έλεγαν: «Αντωνίτση κερατά, που σκότωσες το Σακαβλιά» κλπ. Και έτσι, μέχρι να βγάλει ο Τσιτσάνης το τραγούδι, το περιστατικό του φόνου ήταν γνωστό μόνο σε ένα μικρό και περιορισμένο κύκλο ανθρώπων. Μόνον οι παράνομοι και οι μόρτες ή και τα κουτσαβάκια συζητούσαν για το έγκλημα.
Είπα και πιο μπροστά ότι δε γνώρισα το Σακαβλιά. Γνώρισα όμως, και μάλιστα πολύ καλά, αυτόν που σκότωσε το Σακαβλιά και που άκουγε στο όνομα Αντωνίτσης.
Θυμάμαι ότι, όταν βρέθηκα εγώ στη φυλακή — από μια προσωπική περιπέτεια που δεν είναι ανάγκη να αναφέρω εδώ — το έγκλημα δεν είχε γίνει ακόμα. Πρέπει να έγινε στις αρχές του 1927, λίγους μήνες ή το πολύ ένα χρόνο μετά από τη δική μου φυλάκιση, που έγινε το 1926. Στις φυλακές Αιγίνης, που ήμουν κρατούμενος, άκουσα για το φόνο, από άλλους κατάδικους που είχαν θετικές πληροφορίες από κρατουμένους άλλων φυλακών, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Δε με ενδιέφερε ο Σακαβλιάς και ο θάνατός του, όσο τραγικός κι αν ήταν. Αμέσως το θέμα κουβέντας σε όλες τις φυλακές ήταν το έγκλημα αυτό, διότι τους κατάδικους δεν τους απασχολούσαν άλλα πράγματα από τα εγκλήματα στο χώρο της παρανομίας. Το κουτσομπολιό οργίαζε και η φαντασία των φυλακισμένων ξεπέρναγε κάθε όριο λογικής. Οι πιο πολλοί είχαν κάνει κιόλας ήρωα το Σακαβλιά, χωρίς οι περισσότεροι να τον ξέρουν και χωρίς να έχουν απόλυτα σίγουρες πληροφορίες για το ιστορικό τού φόνου. Με το θέμα του Σακαβλιά είχαν σταματήσει και οι τσαμπουκάδες στις φυλακές, γιατί όλοι ήταν απασχολημένοι εκεί, και αυτό καλάρεσε στους υπεύθυνους για την τάξη των φυλακών.
Μέσα στο κελί μου είχα δυο συντρόφους, που γνώριζαν το Σακαβλιά από την παιδική του ηλικία, και από αυτούς άκουσα ιστορίες για τη ζωή του και το χαρακτήρα του. Ο Σακαβλιάς ήταν από την Αθήνα και εκεί έκανε πιάτσα για τα πάρε-δώσε που είχε με τις γυναίκες της αμαρτίας, από τις οποίες και τα έπαιρνε. Μόνο με γυναίκες της αμαρτίας είχε σχέσεις αυτός και μόνον εκεί παρίστανε το μάγκα και τον κουτσαβάκη. Ήταν όμορφος άντρας, πολύ όμορφος, σωστός άγγελος, αλλά πολύ θρασύς και πολύ προκλητικός. Βέβαια εκεί που του πέρναγε, και του πέρναγε μόνο στις γυναίκες του υπόκοσμου. Ήταν και κλέφτης, παράνομος από τα παιδικά του χρόνια, με πολλές καταδικαστικές αποφάσεις στο ενεργητικό του. Το επώνυμό του ήταν Σακαβλιάς και το μικρό του όνομα είχα ακούσει, χωρίς να ’μαι γι’ αυτό βέβαιος, ότι ήτανε Σωκράτης.
Το 1926 πήγε φυλακή στα Τρίκαλα, σε ηλικία 27 ετών. Πρέπει να ήταν 2 – 3 χρόνια πιο μεγάλος από μένα στην ήλικία και γι’ αυτό είμαι σχεδόν βέβαιος. Δεν ξέρω με σιγουριά από τι ακριβώς πήγε φυλακή. Άλλοι είπαν από σωματεμπόριο και άλλοι από κλοπή, ενώ άλλοι φτάσαν στο σημείο να λένε ότι πήγε φυλακή από φόνο. Ποτέ δεν πίστεψα ότι μπορούσε ό άνθρωπος αυτός να κάνει έγκλημα, γιατί δεν υπήρξε, είπαμε, ποτέ μάγκας, ούτε καν μόρτης. Διότι ένας μάγκας δεν τα βάζει ποτέ μ’ έναν γέροντα. Ο γέροντας που λέω ήταν ο Αντωνίτσης, αυτός που σκότωσε το Σακαβλιά. Από το Βόλο ήταν ο Αντωνίτσης – Αυστριακός στην Καταγωγή – και στα 50 χρόνια του βρέθηκε πάλι στις φυλακές Τρικάλων, για ένα έγκλημα που διέπραξε από λόγους πού δεν πρόκειται να πω ποτέ, γιατί έδωσα το λόγο μου. Με άσπρα μαλλιά πήγε στή φυλακή, και με ισόβια στην πλάτη, και ελάχιστους μήνες πριν πάει στη φυλακή ο Σακαβλιάς. Μόλις έφτασε εκεί ο γέροντας άρχισε να στρώνει δουλειά, δηλαδή παιχνίδια, μπαρμπούτια και τέτοια. Έστρωνε κουβέρτα και τράβαγε το βιδάνιο από τους κατάδικους, που έπαιζαν πάρα πολύ μπαρμπούτι. Δέσποζε στα παιχνίδια ο γέρο-Αντωνίτσης και μάλιστα χωρίς να έχει μπελάδες, γιατί δεν ήταν και κανένας τυχαίος. Παλιός μάγκας, γεροντόμαγκας τότε, με αρκετές επιτυχίες στο χώρο της μαγκιάς. Με ένα καλό όνομα στον κόσμο του κουρμπετιού, που δεν ήταν εύκολο να μη σε υπολογίζουν οι άλλοι. Τον Αντωνίτση, παρά τα χρόνια του, τον υπολόγιζαν και τον σέβονταν, γιατί ήταν και καλός μάγκας, όμορφος μόρτης, με εξηγήσεις πολύ μπεσαλήδικες.
Όταν έφτασε στη φυλακή ο Σακαβλιάς και είδε την κονόμα του γέροντα βάλθηκε να τού πάρει τη θέση. Φούντωσε το μυαλό του και σκέφτηκε ότι πρέπει να κάνει πέρα τον Αντωνίτση για να τραβάει αυτός το βιδάνιο. Επειδή το παιδί είχε μάθει να τα παίρνει από τις γυναίκες, νόμιζε ότι μπορούσε να τα παίρνει και από το γέροντα και πιο πολύ από τους κατάδικους. Παιδικά κοντά μυαλά. Δεν ήξερε τούς νόμους του υπόκοσμου, τους κανόνες της μαγκιάς, που έλεγαν πως για να κάνεις στη φυλακή τον μπαρμπουτιέρη έπρεπε να σε έχουν ακουστά τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά σου να τους προκαλεί και φόβο και θαυμασμό.
Άρχισε αμέσως να του μπαίνει του Αντωνίτση και να ζητάει ευκαιρία για να τού κάνει το τελικό ντου. Την πρώτη φορά που του είπε του γέροντα να φύγει, εκείνος με καλό τρόπο τού απάντησε πως επειδή είναι νέος στη φυλακή θα του έβγαζε κάνα κουτί τσιγάρα — απόφευγε τους τσαμπουκάδες ο γέρο Αντωνίτσης, γιατί δεν τον συνέφερνε κάτι τέτοιο τότε. Ο Σακαβλιάς σκέφτηκε ότι φοβήθηκε ο γέροντας και πήρε περισσότερο θάρρος και περισσότερη μανία έβαλε για να τον ξεφτιλίσει. Περίμενε τη μεγάλη ευκαιρία. Σε κάποιο γερό παιχνίδι, πάει ξαφνικά ο Σακαβλιάς και λέει του γέροντα να φύγει γιατί θα περπάταγε εκείνος το παιχνίδι. Πάλι με καλό τρόπο ο Αντωνίτσης τού λέει, φύγε και όταν τελειώσουμε τα λέμε. Την ίδια στιγμή σηκώνει το πόδι ο Σακαβλιάς τού ρίχνει μια κλοτσιά και του λέει: «Φύγε, ρε κωλόγερα». Έπεσε χάμω ο Αντωνίτσης και μόλις σηκώθηκε γυρίζει και λέει του Σακαβλιά: «Αυτή την κλοτσιά θα την πληρώσεις με τη ζωή σου». Αυτό ήτανε και το πραγματικό αίτιο και σκηνικό του φόνου που έγινε μετά.
Δεν πέρασαν δυο μέρες και ο Αντωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες και πήγε σ’ ένα πλυσταριό που υπήρχε στη φυλακή για να τις τηγανίσει δήθεν. Στην πραγματικότητα όμως έβγαλε το χέρι από το τηγάνι (δηλαδή την ουρά) και το ακόνιζε με τις ώρες σε μια πέτρα, μέχρι που το έκανε κοφτερό σαν ξυράφι. Φωνάζει τότε το Σακαβλιά για να φάει λίγες μαρίδες. Τον είχε δει ο Σακαβλιάς με το τηγάνι και τα ψάρια και δεν πονηρεύθηκε – σκέφτηκε κιόλας ότι ο γέρος φοβάται και θέλει να τα φτιάξουνε. Ο Αντωνίτσης, και τις δυο μέρες αυτές που πέρασαν από το επεισόδιο, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από το πώς θα τον σκότωνε, για να ξεπλύνει την ντροπή, διότι η προσβολή και μπροστά σε τόσους μάγκες, ήταν πολύ μεγάλη και από εκείνες που δε συγχωρούνται ποτέ.
Πλησίασε ο Σακαβλιάς για να φάει μαρίδες, αλλά έφαγε τόσες μαχαιριές μέχρι που του ’βγαλε τ’ άντερα έξω. Με το χέρι από το τηγάνι τον χτύπαγε ασταμάτητα. Τ’ άντερα βγήκαν στο πάτωμα.
Εκεί στο μικρό καμαράκι που ήτανε το «πλυσταριό», εκεί που τελειώνει ο διάδρομος των κελιών, εκεί έγινε το φονικό που έμεινε στην ιστορία. Αυτό το μικρό διαδρομάκι, έξω από το πλυσταριό, είναι και τα στενά που αναφέρει στο τραγούδι του ο Τσιτσάνης. Στενή λένε οι μάγκες τη φυλακή και στενά το διάδρομο των κελιών. Η πόλη των Τρικάλων δεν έχει στενά και ούτε έγινε ποτέ κει τέτοιο έγκλημα. Αυτό είναι και το πραγματικό ιστορικό του φόνου και μην άκούτε τα διάφορα γελοία παραρτήματα που βγάζουν κατά καιρούς εκείνοι που κάνουν πως τα ξέρουν όλα.
Είπα και πιο μπροστά ότι άκουσα για το περιστατικό του φόνου στη φυλακή της Αίγινας, που βρισκόμουν το ’27. Από κατάδικους που αλλάξαν φυλακές έμαθα όλες τις λεπτομέρειες αυτές, γιατί ερχόντουσαν κατάδικοι και από τα Τρίκαλα, όπως πήγαιναν και από την Αίγινα. Πολλοί, αμέτρητοι, μού είπαν για το φόνο και μάλιστα αρκετοί ήταν και μπροστά στο φόνο. Ένας, μάλιστα — που βρίσκεται στη ζωή και δεν ξέρω αν θέλει να πω το όνομά του — ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε τον κομματιασμένο Σακαβλιά.
Αργότερα γνώρισα τον Άντωνίτση. Μετά το φόνο τον μετέθεσαν από τις φυλακές Τρικάλων στις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας. Εκεί γνωριστήκαμε για πρώτη φορά, χωρίς να αποκτήσουμε σχέσεις. Μετά μετατεθήκαμε πάλι στην Αίγινα και οι δυο μας. Εκεί τον γνώρισα από κοντά και εκτίμησα το μεγάλο χαρακτήρα του. Στην αρχή του ’λεγα καλημέρα, μου ’λεγε κι αυτός. Με τον καιρό γνωριστήκαμε καλά. Παρά την πράξη του, που οπωσδήποτε την κατακρίνω, διότι αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, ήταν καλός μάγκας, σοβαρός, λιγομίλητος, μετρημένος σε όλα του, σωστός και καλός μόρτης. Με αγαπούσε και με υπολόγιζε πολύ όπως κι εγώ. Δε λέω τι μού είπε για το φόνο ο γέρο Αντωνίτσης, ούτε λέω τι αισθανόταν μετά. Εκείνοι που μου τα είπαν ήταν μπροστά και δεν είχαν λόγους να πουν ψέματα. Άλλωστε δεν έχουν και διαφορά από όσα μού είπε ο γέροντας.
Δεν ξέρω πότε βγήκε από τη φυλακή. Μόνο έμαθα πώς βγήκε, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Εγώ εκτιμούσα αφάνταστα αυτόν το γέροντα και τιμώ τη μνήμη του. Δεν ξέρω πότε και πώς πέθανε, διότι αποκλείεται να ζει. Το ότι ο Αντωνίτσης δεν ήταν από τους ανθρώπους που χάριζαν κάστανα, το απέδειξε. Διότι ένας άνθρωπος δεν τραβάει εύκολα σίδερο να σκοτώσει έναν άλλον. Και η ψυχή του γέρο-Αντωνίτση το ’λεγε. Βέβαια, και το άλλο παιδί, ο Σακαβλιάς, δεν έπρεπε να πάει τόσο νέο, αλλά οι μαγκιές αυτά έχουν. Το ότι τον έκανε θρύλο ο Τσιτσάνης και τραγουδιέται τ’ όνομά του ακόμα και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα…».
Το 1976 ο Κώστας Χατζηδουλής δημοσιεύει για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Απογευματινή» την αυτοβιογραφία του μεγάλου λαϊκού δημιουργού Γιάννη Παπαϊωάννου, που αργότερα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Κάκτος» με τίτλο «Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και σταράτα», με την επιμέλεια του Κ. Χατζηδουλή. Ο Παπαϊωάννου χαρακτηρίζει «παλικάρι καλό» τον Σακαφλιά και «τζάμπα μάγκα» τον Αντωνίτση. Γράφει ανάμεσα σε άλλα ο «μπαρμπα-Γιάννης»:
«Ήταν παλληκάρι καλό ο Σακαφλιάς, παράνομος βέβαια, αλλά παλληκάρι. Ο Αντωνίτσης τον σκότωσε, ένας τσάμπα μάγκας, μπαμπέσικα. Δεκαεφτά μαχαιριές, έλεγαν τότες, του ’ριξε! Ο Ασημαρήτης, ένας από τους δύο γέρους που κατέβαιναν όπως είπα στις Τζιτζιφιές, μου τα ’πε όλα αυτά τότε. Τα ήξερε, ήτανε φίλος του Σακαφλιά. Αργότερα τα ’λεγε κι ο Μάρκος, που τα ’μαθε, έλεγε, από τον αδερφό του Αντωνίτση, στην Κατοχή. Αυτά τα ξέρει κι ο Τσιτσάνης και πολύ καλά ο Κερομύτης. Ένα στιχάκι έλεγαν τότε, που το είχαν βγάλει μου φαίνεται, στη φυλακή. Ένα μικρό τραγουδάκι χωρίς τέμπο. Έλεγε:
Αντωνίτση ρουφιανιά
που σκότωσες το Σακαφλιά·
το Σακαφλιά σκοτώσανε
κι οι μάγκες πελαγώσανε.Αυτό υπήρχε. Το τραγούδι του Τσιτσάνη είναι άλλο, αυτός το έγραψε μετά, δεν έχει σχέση.»
Ο Κώστας Χατζηδουλής στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται σε ένα ακόμα τετράστιχο που κυκλοφορούσε για το έγκλημα («Αντωνίτση κερατά/ που σκότωσες το Σακαβλιά/ δυο μαχαιριές του έδωσες/ μπαμπέσικα τον έφαγες»), ενώ δημοσιεύει την επιστολή του αυτοκινητιστή Δημητρίου Βαγενά, από την Πάτρα, που μόλις διάβασε στην «Απογευματινή» την αυτοβιογραφία του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγραψε για τον Αντωνίτση τα εξής:
«(…)Πράγματι ο Αντωνίτσης ήταν «τσάμπα μάγκας» ήταν δεν ήταν 1,60 ύψος και βρέθηκε στις φυλακές των Τρικάλων κατάδικος, διότι είχε χτυπήσει πυροβολώντας έναν ενωματάρχη σε μια λέσχη στην περιοχή Αθηνών με εντολή του λεσχιάρχη. Στη φυλακή ο Αντωνίτσης είχε το «νταραβέρι» μαγαζί στην κατοχή του, όταν μπήκε κατάδικος δεν γνωρίζω γιατί και το παλληκάρι ο Σακαβλιάς.
Σαν πιο μάγκας παλληκάρι ο Σακαβλιάς πήρε το μαγαζί της φυλακής από τον Αντωνίτση. Τότε ο Αντωνίτσης θέλησε να τον εκδικηθεί. Δεν μπορούσε όμως να τα βάλει μαζί του παλληκαρίσια. Έβγαλε λοιπόν το χέρι τού τηγανιού που είχαν στη φυλακή, το τρόχισε από τη μυτερή πλευρά σε μια πέτρα και με αυτό το αυτοσχέδιο φονικό όργανο σκότωσε το παλληκάρι Σακαβλιά, καρφώνοντάς τον από την πλάτη μπαμπέσικα.
Καταδικάστηκε πάλι, έμεινε πολλά χρόνια στη φυλακή, μεταπολεμικά απεφυλακίσθη και κάπως έτσι μας διηγήθηκε την ιστορία αυτή εδώ στην Πάτρα που έμεινε σε κάποια ταβερνούλα που σύχναζε. Τόσο στη φυλακή, όσο και όταν αποφυλακίσθηκε ο Αντωνίτσης χρηματοδοτείτο ως προς τα μικροέξοδά του από το λεσχιάρχη, χάριν του οποίου γέρασε σχεδόν στή φυλακή. Όταν ο λεσχιάρχης πέθανε σταμάτησαν τα εμβάσματα στον Αντωνίτση, ο οποίος στην ανάγκη του ενήργει μια κάποια εύσχημον επαιτία διά τα προς το ζην. Δεν άντεξε όμως σαν ψευτόμαγκας που ήταν την προσβολή της επαιτίας και προ δέκα περίπου ετών, έπεσε στο διερχόμενο ωτομοτρίς και εις το 4ον χλμ. της γραμμής Πατρών Πύργου και αυτοκτόνησε».
Σακαφλιάς (Στα Τρίκαλα στα δυο στενά)
στίχοι: Βασίλης ΤσιτσάνηςΣτα Τρίκαλα στα δυο στενά
σκοτώθηκε ο Σαρκαφλιάς
(σκοτώσανε το Σακαφλιά)
σκοτώθηκε ο Σαρκαφλιάς
(σκοτώσανε το Σακαφλιά)
στα Τρίκαλα στα δυο στενάΤέτοιο ντερβίσικο παιδί
το κλαίμε όλοι μας μαζί
το κλαίμε όλοι μας μαζί
τέτοιο ντερβίσικο παιδίΔεν τον ξεχνούμε βρε παιδιά
τον φίλο μας το Σακαφλιά,
τον φίλο μας το Σακαφλιά
δεν τον ξεχνούμε βρε παιδιά
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.
Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.
Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.