Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Σταλιά-σταλιά»
Ένα χαλασμένο λονδρέζικο ταξί, ένα κινηματογραφικό «λούνα παρκ», η Αλίκη Βουγιουκλάκη και… ο Καζαντζίδης. Η επεισοδιακή ιστορία πίσω από μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Γιώργου Ζαμπέτα, της Μαρινέλλας και του ελληνικού τραγουδιού.
Το 1968 βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «Το κορίτσι του λούνα παρκ» σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ένα φτωχό κορίτσι που δουλεύει σε λούνα παρκ ερωτεύεται έναν πλούσιο μεγαλογιατρό που της έχει συστηθεί σαν εργάτης και η αγάπη τους περνάει από χίλια μύρια κύματα μέχρι να επέλθει το πολυπόθητο για το φιλοθεάμον κοινό χάπι εντ…
Η «εθνική μας σταρ» τραγουδάει στην ταινία δυο τραγούδια σε μουσική Γιώργου Ζαμπέτα, το «Λούνα παρκ» σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη και το «Αγάπη μου, αγάπη μου» σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Αργότερα θα γίνει γνωστό ότι ο Ζαμπέτας είχε γράψει ένα ακόμα τραγούδι για την Αλίκη αλλά η ίδια είχε αρνηθεί να το τραγουδήσει. Το τραγούδι έχει τίτλο «Σταλιά-σταλιά» (στίχοι Διονύσης Τζεφρώνης) και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Ζαμπέτα αλλά και της Μαρινέλλας, που τελικά το ερμήνευσε.
«Σταλιά-σταλιά» – Η πρώτη εκτέλεση:
Προξενεί εντύπωση ότι η Αλίκη όχι μόνο αρνήθηκε αλλά παρέπεμψε τον Ζαμπέτα… στον Καζαντζίδη, πιθανώς επειδή θεώρησε το τραγούδι «βαρύ» για τα δικά της μέτρα. Αν κρίνουμε από το ίδιο το τραγούδι, όπως το ακούσαμε και το αγαπήσαμε από τη Μαρινέλλα, το «άλλο μισό» του Καζαντζίδη στο πεντάγραμμο και για μια περίοδο και στη ζωή, το κριτήριο της Αλίκης αποδείχτηκε αλάνθαστο κι ας χάλασαν τις καρδιές τους τότε με το Ζαμπέτα…
Πίσω από το «Σταλιά-σταλιά» βρίσκεται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που την περιγράφει με τον γνωστό, ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο του ο συνθέτης στο βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσου «Γιώργος Ζαμπέτας: Βίος και πολιτεία – “Και η βρόχα έπιπτε… στρέιτ θρου”».
Διηγείται ο Ζαμπέτας: «Είναι μια Τρίτη, είμαι ξεσκισμένος όλη τη σεζόν, είμαι αυτή τη μέρα στην ξεκούραση και έχω κάτι εισιτήρια φρη-ουάν, οπότε καβαλάω ένα αεροπλάνο για το Λονδίνο.
Μου ’χει δώσει τότε κάτι στίχους ο Διονύσης ο Τζεφρώνης, αυτοί οι στίχοι λένε:
“Αγόρι μου στολίδι μου, σαν γέρνεις και μ’ αγγίζεις
πιο πέρα και απ’ τα πέλαγα του κόσμου μ’ αρμενίζεις.
Σταλιά-σταλιά κι αχόρταγα τα πίνω τα φιλιά σου,
κουρνιάζω σαν αδύνατο πουλί στην αγκαλιά σου. ”
Προσπαθούσα στο σπίτι να το φτιάξω, τίποτα, δεν μπορούσα. Αλλά το ’παιζα, το ’παιζα, το ’παιζα συνέχεια. Και λέω να πάω να αλλάξω αέρα, να ηρεμήσω, να ξεχαστώ και φεύγω και πάω στο Λονδίνο. Παίρνω και το μπουζούκι μαζί και κατεβαίνω στο Λονδίνο.
Κατέβηκα απ’ το αεροπλάνο, μπήκα σε ένα ταξί να με πάει στο ξενοδοχείο. […]
Στο δρόμο όπως πηγαίναμε με το ταξί για το χοτέλ, κάτι είχε αυτό κι έκανε ένα θόρυβο, ντουπι-νταπα, ντουπι-νταπ, ντουπι-νταπα, ντουπι-νταπ. Ακούγοντας αυτούς τους ήχους, εγώ τρελαίνομαι και βγάζω το μπουζούκι απ’ τη θήκη κι αρχίζω να συνοδεύω το θόρυβο που έκανε τ’ αμάξι. Αυτό ήταν. Αμάν, βάζω τις φωνές και τα γέλια, το βρήκα το μοτίβο. Αυτό είναι το τραγούδι, πέτυχα την εισαγωγή, τελείωσε το τραγούδι. Εγώ άμα πετύχω την εισαγωγή, πάει τελείωσε και το τραγούδι. Εμένα, περισσότερο με συγκινεί να φτιάξω την εισαγωγή παρά το τραγούδι.
Βάζω λοιπόν τις φωνές στο ταξί, τι σου συμβαίνει, μου λέει ο ταξιτζής, νάθινγκ, νάθινγκ, τραγουδάω, του λέω. Τι έπαθες, ξαναφωνάζει. Τι να του πω, τι να καταλάβει και να νιώσει ο Εγγλέζος. Γκόου, γκόου, του λέω. Αυτό ήταν. Αφού βρήκα αυτά τα ακόρντα το υπόλοιπο τραγούδι ήρθε μόνο του, ουρανοκατέβατο. Πηγαίνουμε πιο κάτω και μου λέει δεν πάει άλλο, χάλασε τ’ αυτοκίνητο. Είχε πάθει ζημιά και του είχε χαλάσει το μασπιέ. Σταματάμε και με βάζει σ’ άλλο ταξί και φτάνω επιτέλους στο ξενοδοχείο μου. Πάω στο χοτέλι και με το που κάθομαι, στήνω και το μαγνητόφωνο και γράφω την εισαγωγή και μετά σιγά-σιγά κάθομαι και γράφω και τ’ άλλο. Πάντα κουβάλαγα μαζί μου το μπουζούκι και το μαγνητοφωνάκι. Στο Λονδίνο το έφτιαξα το “Σταλιά-σταλιά”. Εκεί στο Λονδίνο γεννήθηκε, το 1967».
Ο Γιώργος Ζαμπέτας υπήρξε από τους ικανότερους και πιο δημιουργικούς δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, εκτός βέβαια από συνθέτης θαυμάσιων τραγουδιών που άντεξαν στην αναμέτρησή τους με το χρόνο. Έχει ειπωθεί ότι αν ο Μανώλης Χιώτης έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, ο Ζαμπέτας το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ο σπουδαίος δεξιοτέχνης και συνθέτης, από τους πιο πολυταξιδεμένους, εμφανίστηκε αμέτρητες φορές σε Αμερική και Ευρώπη, σε μεγάλες σκηνές, κέντρα διασκέδασης αλλά και διεθνή φεστιβάλ, ενώ συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες (υπολογίζονται 160) του ελληνικού κινηματογράφου, που εκείνη την εποχή, ειδικά τη δεκαετία του 1960, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή.
Όμως ας γυρίσουμε στην ιστορία μας, όπως τη διηγείται ο ίδιος: «Μες στο ’67 ο Καραγιάννης κάνει ταινία για τη Βουγιουκλάκη. Και με φωνάζει ο Καραγιάννης, γουστάριζε κι η Βουγιουκλάκη, για να γράψω. Θα κάνανε “Το κορίτσι του Λούνα παρκ”, θα έπαιζε κι ο Παπαμιχαήλ. Δεν θυμάμαι πόσα τραγούδια ήθελε για τον Παπαμιχαήλ, πόσα για την Βουγιουκλάκη και διάφορες γέφυρες για την υπόλοιπη ταινία. Εγώ έχω σιάξει ήδη το τραγούδι στο Λονδίνο, έχω γυρίσει και κάθομαι στο στούντιο και γράφουμε για την Αλίκη. Έχουμε φτιάξει μερικά, τα έχουμε αφήσει στην μπάντα και παλεύουμε το “Σταλιά-Σταλιά” κείνη τη μέρα στο στούντιο. Μέσα στο στούντιο ΕΡΑ που είχε ο Σήφης ο Σιγανός.
Εκείνη τη μέρα είχε έρθει εκεί κι ο Σπόρος ο Ράλλης, της εταιρίας μου, μαζί με τη Μαρινέλλα, δεν ξέρω τι δουλειά είχανε να κάνουνε, και καθόντουσαν μέσα κι ακούγανε τι παίζαμε εμείς. Ήτανε και ο Καραγιάννης παρών. Οπότε το έχουμε τελειώσει το τραγούδι, έχουμε γράψει τα όργανα κι είναι μόνο να το τραγουδήσει η Βουγιουκλάκη. Και μπαίνει μέσα η Βουγιουκλάκη με την αυλή της, με τους αυλικούς της! Θα μου πει κανείς ποια ήταν η αυλή. Ήτανε μάνι-μάνι δυο σκυλιά, δυο-τρεις γραμματείς και σοφατζούδες-μακιγιέρ, είχε κάτι χορευτές και κάτι υποταχτικούς που θα παίρνανε μέρος στην ταινία.
Μπαίνοντας μέσα, γειά σας, λέει. Γειά σου Αλικάκι, της λέω, σου ’χω εδώ ένα πράμα, μέλι, θα τρελαθείς αν πεις αυτό το τραγούδι, το καλύτερο τραγούδι που έχω γράψει ποτέ μου! Για να τ’ ακούσω λέει, για να τ’ ακούσω! Και της το παίζω. Και γυρνάει και μου λέει… Τι μου λέει! Αυτό, αυτό θα πω εγώ; Αυτό να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης. Κοκάλωσα, κόντεψε να μου πέσει κάτω το μπουζουκάκι μου. Μου ’σπάσε τον τσαμπουκά όλον, μου κόπηκε το αίμα, έπαθα συγκοπή. Μου φύγαν τα νύχια, μου φύγαν τα μάτια, μου φύγαν τ’ αφτιά! Κουφάθηκα, τρελάθηκα, συφιλιάστηκα. Δεν μπόρεσα να πω μια λέξη, μια μικρή λεξούλα. Κανονικό άγαλμα. Εν τω μεταξύ, μέσα τα μικρόφωνα ήταν ανοιχτά και τ’ ακούσανε όλα όλοι τους. Παίρνει χαμπάρι ο Καραγιάννης τι έγινε και έρχεται και μου λέει, έλα δω ρε, εγώ κάνω κουμάντο εδώ, κάνε συ τη δουλειά σου, γράψε ό,τι σου καυλώσει, ό,τι γουστάρεις! Κι ήρθε το αίμα μου στη θέση του».
Η Μαρινέλλα μέχρι το 1968 έχει ακολουθήσει μια πορεία που θα ζήλευαν πολλές τραγουδίστριες. Μαζί με τον μέγιστο λαϊκό βάρδο Στέλιο Καζαντζίδη αποτελούν το κορυφαίο ντουέτο του ελληνικού τραγουδιού. Συνεργάζονται με τους σημαντικότερους δημιουργούς του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, αλλά και με τους Μίκη Θεοδωράκη – Μάνο Χατζιδάκι, οι δίσκοι τους σημειώνουν ρεκόρ πωλήσεων και στα κέντρα που εμφανίζονται (έως το 1965, που ο Στέλιος αποσύρεται οριστικά και αμετάκλητα από τη νύχτα) σχηματίζονται ουρές.
Το «Σταλιά-σταλιά» αποτελεί μια από τις πρώτες, μάλλον την πρώτη πολύ μεγάλη προσωπική της επιτυχία, που όπως φαίνεται η Μαρινέλλα αναζητούσε με επιμονή. Δεν θ’ άφηνε λοιπόν να περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία που έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια της, όπως επιβεβαιώνει ο Ζαμπέτας:
«Στο αναμεταξύ, κάνει η Βουγιουκλάκη αυτά που είχε να κάνει με τον Καραγιάννη και φεύγει. Εμείς τελειώναμε, ήμασταν έτοιμοι, τα μαζεύαμε, και έρχεται η Μαρινέλλα από μέσα. Έρχεται και μου λέει στ’ αφτί, μανίτσα, να το πω εγώ αυτό το τραγούδι; Εγώ, επειδή την αγαπούσα κι επειδή είχαμε πολλά χρόνια παρτίδες μαζί, της λέω, ό,τι γουστάρει η Κίτσα. Εμείς έτσι τη λέγαμε, με το χαϊδευτικό της. Το όνομά της το κανονικό είναι Κυριακή και τη λέγαμε Κίτσα. Αλλά η ώρα είχε πάει 3.30 και ήμουνα στο στούντιο απ’ τις 9 το πρωί και το βράδυ δούλευα. Έπρεπε να ξεκουραστώ λίγο. Και της λέω, μπείτε μέσα και πες το όπως θέλεις εσύ, εγώ φεύγω, πάω σπίτι και όταν τελειώσετε, πάρτε με τηλέφωνο να μου το βάλετε να το ακούσω κι εγώ. Καλή επιτυχία, γειά σας, γειά σου, κι έφυγα.
Πήγα σπίτι, μέχρι να τσιμπήσω, δεν περνάει πολλή ώρα, χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει τελειώσαμε. Μου το βάζουν να το ακούσω και ακούω και πάγωσα. Μπράβο ρε Μαρινέλλα, λέω, μπράβο! Πώς το είχε τραγουδήσει έτσι, πόσο γλυκά το είπε, τι ψυχούλα που έβαλε…
Έτσι τέλειωσε κι αυτό το θέμα, τέλειωσε το στόρι αυτό».
Η συνεργασία της Μαρινέλλας με τον Γιώργο Ζαμπέτα θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με επίσης πολύ όμορφα, διαχρονικά τραγούδια, όπως τα «Πήρα τους δρόμους» και «Τι να φταίει», σε στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, το «Ποιος ειν’ αυτός» σε στίχους Πυθαγόρα και άλλα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.
Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.
Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.