Τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Θα πάρω φόρα»
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ εμείς Μάκη…»
«Ρίχ’ το Ηλία… Ηλίααα, ρίχ’ τοοο…»
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 25 χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Μια υπέροχη σπονδυλωτή ταινία (σενάριο: Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Παντελής Βούλγαρης), αποτελούμενη από τρεις ιστορίες ανθρώπων που πορεύονται προς μια οριακή στιγμή της ζωής τους.
Στο «Χαρώνειο νόμισμα», σε μια ανασκαφή, ένας αρχαιολόγος (εξαιρετικός ο Δημήτρης Καταλειφός) του οποίου ο γιος αυτοπυροβολήθηκε ενώ υπηρετούσε στο στρατό, ανακαλύπτει έναν ασύλητο τάφο με το λείψανο ενός αξιωματικού των ελληνιστικών χρόνων.
Στην «Τελευταία νανόχηνα», μια ομάδα ορνιθολόγων καθοδηγούμενη από έναν ηλικιωμένο θηροφύλακα πηγαίνει στο Δέλτα του Έβρου για να βρει την τελευταία νανόχηνα που έχει καταφύγει εκεί. Όταν ένας λαθροκυνηγός σκοτώνει τη νανόχηνα, ο θηροφύλακας (συγκλονιστικός ο Θανάσης Βέγγος) θα τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα.
Στο «Βιετνάμ» ένας μεσήλικας εργοστασιάρχης (ο Γιώργος Αρμένης στα καλύτερά του ως «Μάκης Τσετσένογλου»), απηυδισμένος γιατί η γυναίκα του πήρε τα παιδιά τους και τον άφησε, ισοπεδώνει κυριολεκτικά ένα επαρχιακό σκυλάδικο (δηλαδή το… «Βιετνάμ»).
Με σπουδαίους, σκηνοθέτη, ηθοποιούς και άλλους συντελεστές, η ταινία σφραγίστηκε από την σκηνή της κατεδάφισης του «Βιετνάμ» που πέρασε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ εμείς, Μάκη…»
Ο πλούσιος πλην όμως λαβωμένος βαριά από τα βέλη της απόρριψης, «Μάκης Τσετσένογλου», αφού έχει περάσει μια νύχτα σ’ ένα σκυλάδικο του Κιλκίς, πίνοντας και καπνίζοντας, και σπάζοντας οτιδήποτε σπάει, στο τέλος το αγοράζει για να το γκρεμίσει κι αυτό. Ξημερώματα μπροστά στο «Βιετνάμ», με την ορχήστρα δίπλα του να παίζει και κάποιους λιγοστούς θαμώνες να τον παρακολουθούν με δέος και περιέργεια για το μέχρι πού είναι αποφασισμένος να φτάσει, περιβρέχει με αλκοόλ και βάζει φωτιά στην καπαρντίνα του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή μοιάζει να έχει γεννηθεί μ’ αυτή, καθώς δεν την αποχωρίζεται ποτέ. Παίρνοντας τις στροφές πάνω σ’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο πετάει μακριά τη φλεγόμενη καπαρντίνα και δίνει εντολή σε μια μπουλντόζα, που περιμένει με αναμμένη μηχανή, να γκρεμίσει το μαγαζί. «Ρίχ’ το Ηλία…Ηλίααα, ρίχ’ τοοο» φωνάζει χορεύοντας το «Θα πάρω φόρα» που ερμηνεύει δίπλα του η Μαίρη Μαράντη, μια από τις μεγαλύτερες και πιο χαρακτηριστικές γυναικείες φωνές του λαϊκού μας τραγουδιού.
«Ρίχ’ το Ηλία… Ηλίααα, ρίχ’ τοοο…»
«Ο Μάκης ο Τσετσένογλου δεν είναι άγνωστος. Λίγο να ψάξουμε στα επαρχιακά σκυλάδικα θα τον δούμε δίπλα μας» έχει πει ο Γιώργος Αρμένης. Ο Παντελής Βούλγαρης αποτυπώνει με ρεαλισμό και σεβασμό την ατμόσφαιρα και τον κόσμο των σκυλάδικων, ακροβατώντας με μαεστρία στο τεντωμένο σκοινί που χωρίζει τον σκηνοθέτη από την παγίδα της ευκολίας. «Χτίζει» στις απαιτούμενες διαστάσεις τον χαρακτήρα του Μάκη Τσετσένογλου (το βάρος που του κατατρώει την ψυχή δεν οφείλεται στην «καψούρα» για κάποια «γκόμενα»), αποφεύγοντας ψευτοεντυπωσιασμούς αλλά και τον κίνδυνο διακωμώδησης σκηνών που μοιάζουν απίστευτες στους μη μυημένους, όπως το σπάσιμο με σφυριά από τα γκαρσόνια, στην πίστα, των ειδών υγιεινής του μαγαζιού.
Το «Βιετνάμ» είναι γεμάτο τραγούδια σε μουσική του Μάκη Γιαπράκα. Τραγούδια από εκείνα που ακούγονται στα σκυλάδικα, αλλά και που κάποια από αυτά, κάποιες φορές, «γκρεμίζουν» τα «τείχη» και ταξιδεύουν μακριά, πέρα από την επικράτεια του κάθε επαρχιακού (και όχι μόνο) «Βιετνάμ». «Μου άρεσαν όλα τα τραγούδια. Ήταν επιλεγμένα ένα κι ένα. Αυτό όμως που με σημάδεψε πιο πολύ ήταν αυτό που μου τραγούδησε η κυρία Μαράντη, θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω, όλα αυτά που μου ’χουν σημαδέψει τη ζωή» έχει πει μετά την ταινία ο Γιώργος Αρμένης. Τους στίχους του «Θα πάρω φόρα» έχει γράψει ο Πάνος Φαλάρας.
«Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω
αυτά που μου ‘χουνε μπερδέψει τη ζωή
Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω
να πάρω επιτέλους μια αναπνοή…»
Με ένδοξη πορεία στο λαϊκό τραγούδι, που ξεπερνάει τις πέντε δεκαετίες, η Μαίρη Μαράντη έχει ερμηνεύσει πολλές επιτυχίες, κάποιες από τις οποίες συνέθεσε ο αείμνηστος μουσικοσυνθέτης σύζυγός της, και σπουδαίος παίχτης του μπουζουκιού Γιάννης Καραμπεσίνης. Μερικές από αυτές: «Δώσ’ μου να πιώ» – «Βιάστηκα» (Άκης Πάνου), «Όταν ακούς καμπάνες» κ.ά. (Τάκης Μουσαφίρης), «Όταν μου λείπεις» – «Έχω κάψες» – «Χτύπα καμπάνα θλιβερά» κ.ά. (Γιάννης Καραμπεσίνης), «Παράνομος δεσμός» κ.ά. (Αντώνης Ρεπάνης), «Η αγάπη η δική μας» – «Νοιώσε πρώτα» κ.ά. (Φώτης Σούκας – Άγγελος Αξιώτης), «Μην ανάβεις φωτιές που δε σβήνουνε» κ.ά. (Σπύρος Παπαβασιλείου – Μάρω Μπιζάνη), «Μ’ ανάβεις» (Νίκος Καρβέλας) κ.ά.
Η συνεργασία της με τον Παντελή Βούλγαρη και τον Γιώργο Αρμένη άφησε στη Μαίρη Μαράντη πολύ καλές αναμνήσεις. Στην ταινία τραγουδά ένα ακόμα τραγούδι, με τίτλο «Σαν τσιγάρο αναμμένο». Η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί, τότε, ότι η ερμηνεία της στο «Θα πάρω φόρα» έγραφε ιστορία.
Από την άλλη, η καταπληκτική ερμηνεία του Γιώργου Αρμένη (τιμήθηκε με το Βραβείο Ά Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) αποκτά ιδιαίτερο βάρος καθώς ο δημοφιλής ηθοποιός δεν είχε ανάλογα βιώματα. Όπως έχει παραδεχτεί: «Δεν είχα πάει ποτέ στα μπουζούκια, γιατί ποτέ δεν είχα λεφτά. Φοβόμουνα και να μπω μέσα σ’ αυτά τα κέντρα. Μόνο όταν ήμουνα μικρός και πούλαγα γιασεμιά έμπαινα μέσα και μ’ έδιωχναν τα γκαρσόνια». Συμπληρώνει δε με ειλικρίνεια ότι για τις ανάγκες του ρόλου «με πήγε ο Παντελής Βούλγαρης σε κάποια σκυλάδικα της περιφέρειας, πριν τα γυρίσματα. Τρόμαξα στην αρχή εκεί μέσα, αλλά μου άρεσαν».
25 χρόνια μετά την ταινία (28/01/2023) η κυρία Μαίρη Μαράντη ερμηνεύει μοναδικά το «Θα πάρω φόρα» με φωνή… όπως παλιά…
Η ατάκα «Ηλία, ρίχ’ το» θα περάσει στην ιστορία του κινηματογράφου αλλά και στην καθημερινότητα, συμβολίζοντας τη λαχτάρα για απελευθέρωση από κάθε τι που μας βαραίνει, μας κρατά δεμένους, που μας καταπιέζει και αφαιρεί το οξυγόνο από τη ζωή μας.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.
Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.
Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.