Τάτσης Αποστολίδης – Περπάτησε τους δρόμους της μουσικής και του αγώνα
Στις 31 του Αυγούστου 2009 σταμάτησε να χτυπά για πάντα η καρδιά του μεγάλου Έλληνα βιολιστή Τάτση Αποστολίδη. Υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους και λαμπρούς μουσικούς, διευθυντής ορχήστρας και δάσκαλος του βιολιού με διεθνή αναγνώριση.
Στις 31 του Αυγούστου 2009 σταμάτησε να χτυπά για πάντα η καρδιά του μεγάλου Έλληνα βιολιστή Τάτση Αποστολίδη.
Ο Τάτσης (Χριστόδουλος – Χρήστος) Αποστολίδης υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους και λαμπρούς μουσικούς, διευθυντής ορχήστρας και δάσκαλος του βιολιού με διεθνή αναγνώριση.
Γεννήθηκε το 1928 στο χωριό Καλουτά, στο Ζαγόρι. Πατέρας του ήταν ο γιατρός και αγωνιστής Πέτρος Αποστολίδης και μητέρα του η Αθηνά Καππά, γόνος εύπορης οικογένειας των Ιωαννίνων.
Ένα τυχαίο γεγονός τον έφερε σε επαφή με το βιολί, όταν ένας φτωχός Εβραίος, φίλος του πατέρα του, προσφέρθηκε να του μάθει βιολί σαν πληρωμή στις ιατρικές υπηρεσίες που δεν είχε να πληρώσει. Έτσι ξεκίνησε και ο μικρός Τάτσης να ασχολείται με τη μουσική και την εκμάθηση βιολιού και συνέχισε στα Γιάννενα, στο Ωδείο. Το 1946 αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και το 1947 μαζί με τη μητέρα του έφυγαν για την Αθήνα. Για ένα χρόνο δούλεψε στο Θέατρο Κουν παίζοντας μουσική του Χατζιδάκι εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή του. Το 1948 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και παρακολούθησε μαθήματα στην τάξη του Γεωργίου Λυκούδη μέχρι και το 1954 που αποφοίτησε. Ενώ ήταν σπουδαστής σχημάτισε με τους συμμαθητές του στο Ωδείο το «Ελληνικό Κουαρτέτο» με το οποίο έδωσαν πολλές συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το 1957 και για τρία χρόνια σπούδασε με κρατική υποτροφία στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι και μετά στη Διεθνή Μουσική Ακαδημία της Νίκαιας, όπου κέρδισε το Α’ Βραβείο ερμηνεύοντας την 1η Σονατίνα για βιολί και πιάνο του Μίκη Θεοδωράκη.
Συμμετείχε στην Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ ως «εξάρχων», εμφανίστηκε ως σολίστ στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ανέλαβε την Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, ίδρυσε τη Μικρή Ορχήστρα Εγχόρδων και συμμετείχε σε πολλές άλλες ορχήστρες. Έκανε πολλές ηχογραφήσεις, παρουσίασε πολλά έργα για βιολί σε πρώτη εκτέλεση και κυκλοφόρησε οκτώ δίσκους.
Στο χρονικό διάστημα 1955 – 2003 δίδαξε στο Ωδείο Αθηνών βγάζοντας σημαντικούς μουσικούς.
Σε συνέντευξή του στο Βήμα και στον Γιώργο Μαλούχο (26/4/1998) είχε δηλώσει:
«Δεν έμαθα μουσική για να κάνω καριέρα. Και όταν αυτή ήρθε, δεν μείωσε στο ελάχιστο την έκπληξη και την απόλαυση που πάντα μου έδινε η μουσική. Μου είναι το ίδιο αναγκαία είτε παίζοντας στην ορχήστρα είτε ερμηνεύοντας ένα έργο ως σολίστ· το ίδιο όταν διευθύνω ή όταν διδάσκω στην τάξη· ακόμη και πιο πολύ κι όταν σφυρίζω ένα σκοπό».
Το 2006 βραβεύτηκε με το Ελληνικό Βραβείο Μουσικής, για την προσφορά του στην ελληνική μουσική.
Ο Τάτσης Αποστολίδης εκτός από τη μουσική, πειραματίστηκε και με τη λογοτεχνία, αν και δεν θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα. Το 2001 εκδόθηκε από τον Κέδρο το βιβλίο του «Δεκαπέντε Ιστορίες και μια Βόλτα με Ποδήλατο». Είχε προηγηθεί συνεργασία με τα λογοτεχνικά περιοδικά «Δέντρο» και «Εντευκτήριο».
Πριν όμως οι δρόμοι της μουσικής τον οδηγήσουν στην κορφή, περπάτησε εκείνους των αγώνων συμμετέχοντας ενεργά στην Αντίσταση. Γιος του αγωνιστή της Αριστεράς Πέτρου Αποστολίδη μυήθηκε από νωρίς στην Αντίσταση, συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς και τον ΕΔΕΣ.
«…Να και κάποιος ολοστρόγγυλος μ’ ένα χαρτί στο χέρι, τον φώναζαν Φριτς, ανθυπολοχαγός.
– Πέτρο Αποστολίντη.
– Παρών, απαντώ.
– Κουπέρτα, (Κουβέρτα ήθελε να πει)
– Τάτση ή Χριστόντουλο Αποστολίντη, το γιο μου, κουπέρτα κι αυτός.
Μας δίνει η Αθηνά από μια φλοκωτή. Γνέφει να τον ακολουθήσουμε στην αυλή, βγαίνουμε στο δρόμο. Εκεί, μπροστά στην πόρτα μου, άλλοι Γερμανοί φύλαγαν κάποιον από την παραπάνω γειτονιά, ο δρόμος ήταν άσπρος από την πρωινή πάχνη, φύσαγε ένα ψυχρό αεράκι κι ο άνθρωπος πηδούσε αλλάζοντας τα πόδια του για να τα ζεστάνει. Κοντά μας κι αυτός με τα διάφορα χαρτιά και την εξάρτυσή μου.
Ξεκινούμε με κατεύθυνση την έξοδο της πόλης κι αναρωτιέμαι. Ρωτώ και το γείτονα: «Βρε, πού μας πάνε; Αν μας παν για εκτέλεση, γιατί μας είπαν να πάρουμε κουβέρτες; Αν μας παν στη φυλακή, γιατί βγαίνουμε απ’ την πόλη;» Είχαμε φτάσει στην Αγία Αικατερίνη κι έρχεται κάποιος μοτοσυκλετιστής και μας γυρίζει πίσω, κοντά στο Άλσος. Ακούω το Φριτς να λέει «Ζωσιμαία». Στη Ζωσιμαία Σχολή μάς πήγαιναν κι έχασαν τον προσανατολισμό. Βγαίνω μπροστά και λέω να του δείξω το δρόμο. Μουρμούρισε απειλητικά και γύρισα στη θέση μου. Καμιά φορά φτάσαμε στη Ζωσιμαία.
Είχαν μαζέψει κόσμο και κοσμάκη. Εκεί ο μεγαλέμπορας Δούμας, ο διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας Κωνστανόπουλος, ο δικηγόρος Κώστας Ρόιμπας, εργάτες, μικρέμποροι, επαγγελματίες κι ένας παπάς. Μας μοίρασαν σ’ όλες τις σάλες διδασκαλίας, εμένα και το γιο μου στη σάλα της τρίτης γυμνασίου, όταν φοιτούσα.
Το κτίριο είχε βομβαρδιστεί και είχαν επισκευάσει μόνο τη στέγη, όχι και το ταβάνι· έτσι οι κουβέντες ακούγονταν από τη μια σάλα στην άλλη(…)
Την άλλη μέρα το πρωί μας βγάλαν όλους στην αυλή και κατά δυάδες σε κύκλο κάναμε ελαφρό τροχάδην να ξεμουδιάσουμε(…)
Η Γκεστάπο, που ’μενε στο σπίτι του Κατσαούνη στο στενό πιο πέρα, άρχισε να μας καλεί για ανάκριση δυό δυό(…)
Το γιο μου όμως, δεκατριών χρονών παιδί, ούτε τον καλούσαν γι’ ανάκριση, ούτε τον άφηναν(…)
Την κατάσταση την έσωσε η Νέλη, η κόρη του Κώστα Κατσαούνη – αυτό τόμαθα αργότερα. Ήταν συμμαθητές στο Ωδείο, αυτή στο πιάνο κι ο Τάτσης στο βιολί. Από το σπίτι του Κατσαούνη η Γκεστάπο είχε επιτάξει δυό δωμάτια και είχε τα γραφεία της.
Το σπίτι είχε πιάνο και κάθε Κυριακή ο Τάτσης πήγαινε και μελετούσαν. Ο αξιωματικός της Γκεστάπο ήξερε από μουσική, του άρεσε το βιολί και κάποια μέρα λέει στη Νέλη: «Ο φίλος σας παίζει ωραίο βιολί».
Τώρα όμως που βρισκόταν στη Ζωσιμαία, την Κυριακή δεν άκουσε μουσική, ούτε την άλλη. Ρωτάει ο γκεσταπίτης:
– Τι έπαθε ο φίλος σας και δεν ξαναπαίζετε;
– Πάει αυτός, τον έχουν φυλακή, ποιος ξέρει τι θα γίνει!
– Ποιον στη φυλακή, αυτό το παιδί με τα κοντά πανταλόνια;
– Μάλιστα, αυτόν.
Δεν ξαναμίλησε ο Γερμανός. Την άλλη μέρα κιόλας κάλεσαν τον Τάτση στην ανάκριση και τ’ απόγευμα μάς ήρθε σπίτι.
Τον κράτησα τρεις τέσσερις μέρες στα Γιάννενα και μετά τον έστειλα στο χωριό μου στην Καλουτά, στη θεία μου την Αναστασία. Το χωριό ήταν εαμοκρατούμενο. «Πήγαινε στο χωριό, αν σου συμβεί κανένα κακό, καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα παρά στα βρόμικα μπουντρούμια», του είπα.
Γύρισε όταν έφυγαν οι Γερμανοί.»
Ο Τάτσης Αποστολίδης εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943 και μαζί με άλλους έφτιαχναν χειρόγραφες προκηρύξεις και τις μοιράζανε. Την άνοιξη του 1944 ανέβηκε στο βουνό για μικρό διάστημα και στην συνέχεια με το ψευδώνυμο Ρήγας δούλεψε στο πολιτιστικό τμήμα της ΕΠΟΝ.
Όταν απελευθερώθηκαν τα Γιάννενα στις 15 Οκτώβρη 1944, ο Τάτσης επέστρεψε στην πόλη και εξακολούθησε να δραστηριοποιείται μέχρι το τέλος του χρόνου με την ΕΠΟΝ. Μετά τις εξελίξεις με τα Δεκεμβριανά, ο ΕΔΕΣ τον αναζητεί για να τον συλλάβει. Κρύβεται αλλά κάποια στιγμή τον εντοπίζουν. Ο πατέρας του αρνείται να τον αφήσει μόνο και τον ακολουθεί στη φυλακή του Αγίου Κοσμά, στα Γιάννενα, μαζί με πολλούς άλλους Εαμίτες. Στις 21 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ διώχνει τον ΕΔΕΣ από τα Γιάννενα μετά από μάχη και στις 28 Δεκέμβρη ο Σαράφης και ο Άρης μπαίνουν στην πόλη. Ο ΕΔΕΣ όμως παίρνει τους φυλακισμένους ως ομήρους. Ανάμεσα τους ο Πέτρος και ο Τάτσης Αποστολίδης. Τους οδηγούν με τα πόδια στην Πρέβεζα και από εκεί πολλοί βρέθηκαν στην Κέρκυρα για να χρησιμοποιηθούν ως μέσο πίεσης για τους αιχμαλωτισμένους από τον ΕΛΑΣ. Πατέρας και γιος όμως επιστρέφουν με τα πόδια πάλι στα Γιάννενα αφού τους βοήθησε η παρέμβαση ενός χωροφύλακα.
«Ο χειμώνας του 44 ήταν βαρύς, στο δρόμο βρίσκαμε χιόνι που γινόταν παχύτερο όσο ανηφορίζαμε. Περάσαμε τη μισή Κανέτα και σταματάμε στου Φτελιά το Χάνι. Μπροστά μας κι άλλα αυτοκίνητα σταματημένα.
Μια ομάδα μαυροσκούφηδες καβαλάρηδες εκεί, μας βλέπουν να κατεβαίνουμε εγώ, ο γιος μου και δυο τρεις άλλοι από το φορτηγό κι ο επικεφαλής τους ρωτάει: – «Τι είν’ αυτοί;». «Ήμαστε όμηροι του Ζέρβα, απαντώ, και το σκάσαμε.» – Καλά, πάτε στο καλό». Μου είπαν ύστερα ότι ήταν ο Άρης. Πρώτη φορά έβλεπα το Βελουχιώτη.
Το χιόνι, μας λένε, πιο πάνω κοντεύει το μέτρο και τ’ αυτοκίνητα δεν περνούν. Θα μείνουμε τη νύχτα στο Χάνι κι αύριο βλέπουμε.
Σε ποιο Χάνι, που το κάψαν οι Γερμανοί κι έμεινε μόνο τ’ αχούρι, μια τεράστια χορταποθήκη αδειανή, πελώρια πόρτα χωρίς πορτόφυλλα, ευτυχώς είχε στέγη, αλλά στον τοίχο γύρω εκεί π’ ακουμπάει η στέγη μεγάλα ανοίγματα, για ν’ αερίζεται το χόρτο. Εδώ θα περνούσαμε τη νύχτα μας.
Στη μέση της αποθήκης ήταν μαζεμένοι σοφέρ και λίγοι αντάρτες γύρω από μεγάλη φωτιά από χαμόκλαδα και ξερά παλούκια που’ χαν μαζέψει από γύρω. Εκεί καθήσαμε κι εμείς. Κάποιος γεωπόνος από τους ομήρους – ξεχνώ το όνομά του – δεν ξέρω πού είχε βρει μια ελαφριά στρατιωτική κουβέρτα και τον παρακάλεσα να ξαπλώσει δίπλα του ο γιος μου, σκεπάστηκε ο μισός με το περίσσεμα της κουβέρτας κι ο άλλος μισός με τη δική του καπαρντίνα. Έτσι βγάλαμε την παγωμένη νύχτα. Ευτυχώς η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα και κοβόταν κάπως η δυνατή παγωνιά.
Το πρωί προτείνουν οι αντάρτες να ξεχιονίσουμε όλοι με τα φτυάρια, να βγουν τ’ αυτοκίνητα μέχρι την κορυφή· ύστερα θα κατηφόριζαν, αλλά ποιος είχε δύναμη να δουλέψει.
Αποφασίζουμε με το γιο μου να κάνουμε με τα πόδια αυτή την απόσταση, δεκαπέντε είκοσι χιλιόμετρα και ξεκινάμε οι δυο μας.
Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα, ούτε δρόμο ξεχώριζες ούτε ρεματιά· πήραμε την κατεύθυνση προς τα Γιάννενα. Πόση ώρα βαδίζαμε και πώς περάσαμε τις ρεματιές και τους μικροβάλτους που βρίσκονταν στο δρόμο, ούτε ξέρω. Καμιά φορά διακρίνω ψηλά στην ανηφοριά τ’ ακρινά σπίτια του χωριού Άι – Γιάννη. Λέω στο παιδί «θα πιούμε ένα ζεστό και θα συνέλθουμε».
Πού καφενείο όμως στο χωριό. Μια ομάδα, με μια σημαία μπροστά, βάδιζαν προς την εκκλησία. Δε σταθήκαμε καθόλου.
Σε λίγο φτάνουμε στην Καλούτσιανη. Το φαρμακείο Ζάγκλη ήταν ανοιχτό. Επιτέλους, κάπου ζεστά να καθίσουμε. Μας πρόσφερε ένα τσάι, του διαβίβασα τους χαιρετισμούς των θείων του απ’ την Άρτα. Συνήλθαμε κάπως και τηλεφώνησα στην Αθηνά και στη μάνα μου. Σε λίγο ένα αμάξι και στο σπίτι.
Πράγμα περίεργο, ύστερα από τέτοια περιπέτεια, δε νιώθουμε υπερβολική κούραση. Η συναίσθηση ότι είσαι ελεύθερος είναι δύναμη ανυπολόγιστη.
Στο σπίτι ξετρελαμένοι απ’ τη χαρά τους. Σαν αστραπή μαθεύτηκε ο ερχομός μας και καταφτάνουν συγγενείς και φίλοι ομήρων. Τους διαβεβαιώνω όλους ότι οι δικοί τους είναι καλά και με άριστο ηθικό»
Οι άνθρωποι που τον γνώρισαν μιλούν για έναν σεμνό και χαμηλών τόνων άνθρωπο, λυρικό και τρυφερό, λιτό και ενθουσιώδη, συνεπή και άνετο, που κατόρθωνε να εκφράζει με τη μουσική τις απόψεις του ακόμη και εκείνες που αναφέρονταν σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και στους δημοκρατικούς αγώνες.
Εδώ ο Τάτσης Αποστολίδης διευθύνει έργα Σκαλκώτα:
Πηγές:
Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι 1900 -1969 Β’ Η συνέχεια, Κέδρος 1983
Εφημερίδα Το Βήμα, συνέντευξη στον Γιώργο Μαλούχο (26/4/1998)
Ηπειρωτικός Αγών, «Έφυγε» ο Τάτσης Αποστολίδης (4/9/2009)
Τάτσης Αποστολίδης: Από την ΕΠΟΝ στην κορυφή της μουσικής. Ανάρτηση στο metaxifilon.blogspot. com (4/9/2009)
Τάτσης Αποστολίδης, Λαμπρός μουσικός, συνεπής αγωνιστής. Ένας χρόνος από το θάνατο του Ηπειρώτη βιολονίστα – αρχιμουσικού και παιδαγωγού, Ριζοσπάστης, άρθρο του Χρήστου Ηλ. Κολοβού (29 /8/2010)