Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Θανάση ζούνε για να σε ακούνε…
Ένας βραχνός προφήτης από την Ανδρομέδα στον καιρό της ήττας
Μπορεί να μη γεμίζει το μάτι, να μην απασχολεί συχνά την επικαιρότητα -από επιλογή του- πιθανότατα όμως είναι η πιο σημαντική φυσιογνωμία των τελευταίων δύο δεκαετιών στο ελληνικό τραγούδι, σε βαθμό που οι νεότερες γενιές κάνουν την ιεροσυλία να τον βάζουν πάνω από τον συνεπώνυμό του Βασίλη -με τον οποίο δεν έχουν καμία συγγένεια- και να φωνάζουν: Βασίλη ζούμε, Θανάση για να ακούμε…
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1959, στην Ελασσόνα της Λάρισας και έκτοτε κουβαλά μέσα του και καθορίζεται το περιβάλλον των παιδικών του χρόνων, το λαρισινό κάμπο, την “κοιλάδα των Τεμπών”, την ελληνική επαρχία και τη μουσική της παράδοση. Μπορεί μικρός να έγραφε στα παιδικά του βιβλία ονόματα όπως Ολίμπιανς και Βίκι Λέανδρος, έχοντας κάποια αντίστοιχα ακούσματα, όπως σχολιάζει όμως ο ίδιος, όταν έχεις σωστές βάσεις και προσανατολισμό, αποβάλλεις σύντομα τα σκουπίδια και βρίσκεις το δρόμο σου.
Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του ΑΠΘ κι άρχισε να αναλαμβάνει κάποια έργα ως μηχανικός, αλλά η προοπτική του εργολάβου ήταν πολύ μακριά από τις αξίες και τον τρόπο ζωής που τον εξέφραζε, και σύντομα εγκατέλειψε την “καριέρα” του. Η πρώτη αξιοσημείωτη εμφάνισή του στη μουσική ήταν στο δίσκο “Διαίρεση” του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όπου υπογράφει τους στίχους στο “Λεγεωνάριο” και το “Μαύρο Γάτο” -όπου διαφαίνονται και οι πολιτικές του συμπάθειες. Ο ίδιος έλεγε μετά πως ήταν “εύκολο σουξέ” και ίσως να το έγραφε διαφορετικά πλέον, αλλά κάνει συχνά τέτοια αυτοκριτική για τραγούδια του που θεωρούνται εμβληματικά από τον κόσμο.
Λίγα χρόνια πριν, είχε στείλει στίχους του στο Μάνο Λοΐζο και συμμετείχε ως στιχουργός στους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας. Αυτά τα πρώτα δειλά μουσικά βήματα, ωστόσο, δεν προμήνυαν την έκρηξη που θα ακολουθούσε την επόμενη δεκαετία.
Στις αρχές των 90’ς ξεκίνησε μια συνεργασία-ορόσημο με τη Μελίνα Κανά και το Σωκράτη Μάλαμα, με τον οποίο συνδέεται σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά τους αναφέρει μαζί ο κόσμος, ως ένα και το αυτό: Θανασομάλαμας. Μαζί συνθέτουν ένα δίδυμο, όπου οι τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες τους -ο σεμνός και χαμηλών τόνων Θανάσης και ο διονυσιακός και ο σπανίως νηφάλιος Μάλαμας- αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά, κρατώντας μέχρι σήμερα τη μαγική σύνδεση με το κοινό, που συνέρρευσε να τους δει σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας, στην περσινή τους περιοδεία. Αν και ο Θανάσης έχει κάνει τις καλύτερες συναυλίες του σε μικρά, παρεΐστικα κοινά και σε φυσικά τοπία της επαρχίας, όπου νιώθει να βρίσκει τον εαυτό του και να συνδέεται με το στοιχείο του -όπως για παράδειγμα μια 7ωρη συναυλία στην Ικαρία, που άφησε εποχή.
Το 1995 κυκλοφορεί το δίσκο “Στην Ανδρομέδα και στη Γη”, που θεωρείται πρωτοποριακός και αλλάζει τη ροή της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Το 00′ έρχεται η έκρηξη με το “Βραχνό προφήτη”, που φέρνει την αναγνώριση και την καταξίωση. Μερικά χρόνια αργότερα, βγαίνει “ο Διάφανος”, με τραγούδια που ήταν ήδη γνωστά στο κοινό του, και παίζονταν για χρόνια στις συναυλίες του. Κι αυτό πιθανότατα έγινε από άποψη, γιατί έβλεπε πως παλιότερα τα τραγούδια σμιλεύονταν στο χρόνο, αποκτούσαν την τελική τους μορφή, και μόνο τότε ηχογραφούνταν στο studio, για να μπουν σε κάποιον δίσκο.
Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες (πχ Χαρούλης) κι ανέδειξε άλλους (Φριτζήλα). Η συνεργασία που συζητήθηκε πιο πολύ όμως και δοκίμασε ίσως τις σχέσεις του με το φανατικό του κοινό, ήταν το αμφιλεγόμενο δίδυμο με το Διονύση Σαββόπουλο, που ήταν κάποτε από τα μουσικά του πρότυπα.
Σήμερα συνεχίζει να είναι ενεργός, ενώ γράφει μεταξύ άλλων στίχους για το μουσικό συγκρότημα Largo, στο οποίο συμμετέχει ο γιος του -που κληρονόμησε το μικρόβιο.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι δημιουργός παλιάς κοπής, χαμηλών τόνων, που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη σκηνική του παρουσία και αυτοσαρκάζεται λέγοντας πως μένει στη σκηνή σαν κούτσουρο.
Ο ίδιος πιστεύει πως “οι λέξεις φυλακίζουν” κι οι στίχοι κατευθύνουν κι ενίοτε ποδηγετούν το συναίσθημα που προκαλεί το τραγούδι στο κοινό. Παρόλα αυτά ο πιο εμβληματικός στίχος του είναι από το Αερικό ενάντια στις φυλακές κι υπέρ της πνευματικής απόδρασης…:
Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει,
ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει
Έχει γράψει επίσης στίχους με αναφορές-επιρροές στον Τσε (ψευδώνυμο Ραμόν), το Λόρκα, έναν Ιταλό αναρχικό (και το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν), το Φορτίνο Σαμάνο, τον Καίσαρα Βαγέχο, τον Πεσσόα, το Βελουχιώτη (το ορχηστρικό κομμάτι από το “ο Άρης κάνει πόλεμο”) και το προσφυγικό (δείτε περισσότερα εδώ και εδώ).
Ως τέκνο της εποχής, εκφράζει κατά κάποιον τρόπο την εποχή της ήττας, της ιδιώτευσης, της υποχώρησης του μαζικού κινήματος, που αφήνει πίσω τα αισιόδοξα εμβατήρια και τη στρατευμένη τέχνη με τις μεγάλες αφηγήσεις, κλείνεται σε πιο εσωτερικές συζητήσεις, ψάχνει καταφύγιο στη φύση και την επιστροφή σε αξίες που φάνηκαν δυνατές στο χρόνο. Παράλληλα όμως η τέχνη του είναι προβληματισμένη, ενάντια στις διάφορες ευκολίες του συρμού, και δύσκολα μπορεί να κλειστεί στο καλούπι της “επιστροφής στη φύση”.
Ε-ο- γαμώ το φασισμό
Ο ίδιος έχει κάνει εξάλλου διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις, έχει πάρει θέση για μια σειρά ζητήματα κι έχει συμμετάσχει σε κινηματικές συναυλίες αλληλεγγύης, από την Ηριάννα, μέχρι τις Σκουριές και τους Ζαπατίστας. Παράλληλα πήρε θέσει υπέρ του όχι στο δημοψήφισμα του 15′ ενώ πρόσφατα υπέγραψε κείμενο υποστήριξης της Συμφωνία των Πρεσπών…
Το 14′ εμφανίστηκε σε φεστιβάλ της Νεολαίας Σύριζα -γιατί όπως του είχε πει η γυναίκα του “δε βλέπεις πως τους χτυπάνε όλοι;”- ενώ το 15′ έδινε συνέντευξη στην Αυγή, όπου θεωρούσε “υποτυπώδη δικαίωση” ότι “κυβερνάνε παιδιά ή εγγόνια ανταρτών”, αν και περίμενε πιο πολλά από την “Πρώτη Φορά Αριστερά” -όλα αυτά προ τρίτου μνημονίου.
Στην ίδια συνέντευξη δήλωνε πως δεν είναι κομμουνιστής, ούτε τίποτα συγκεκριμένο. Το πολιτικό του σύμπαν είχε αρκετές επιρροές από το αναρχικό κίνημα, προς τιμήν του όμως έχει πει πως ο ίδιος ζει σα μικροαστός -και όχι ως επαναστάτης- αφού αναγκάζεται να παίρνει λεφτά πχ για τις συναυλίες του.
Η μοναδική μακρινή επαφή που είχε με το χώρο του ΚΚΕ ήταν μια συνέντευξή του στον Οδηγητή, το μακρινό 2003, όπου μιλάει στον Α. Τέγο για τη φύση και το πώς γεννήθηκαν τα τραγούδια του, χωρίς πολλές πολιτικές αιχμές.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί πλέον να θεωρείται σχεδόν “mainstream” παρά εναλλακτικός, καταφέρνει όμως να μην πηγαίνει με το ρεύμα, να μη βγάζει δίσκο κάθε χρόνο -απλά για να πουλήσει- αν δεν έχει κάτι να πει, και να κρατά ψηλά την ποιότητα και κάποιες αξίες.
Κι αν τελικά απαιτούνται πολύ περισσότερα από το “να φιληθούν δυο” για να αλλάξει ο κόσμος, και δεν αρκεί ένας “νους-αληταριό” για να δραπετεύσουμε από τις φυλακές αυτού του κόσμου, δεν είναι (μόνο) δική του ευθύνη. Και παραμένει ίσως η καλύτερη υπαρκτή εκδοχή ενός μη στρατευμένου καλλιτέχνη…