Θέμης Ανδρεάδης: «Το παρήγορο είναι πως υπάρχουν κάτι μικρά “γαλατικά χωριά” που αντιστέκονται σ’ αυτήν τη λαίλαπα του στολισμένου “τίποτα”…»
Έχει γράψει ιστορία ο Θέμης Ανδρεάδης, ο σόουμαν που στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 μας σύστησε το σατιρικό τραγούδι. Κανείς δεν κατάφερε να τον μιμηθεί μέχρι σήμερα. Σατίρισε εύστοχα τα ελαττώματα της φυλής μας, διακωμώδησε ατρόμητα τη χούντα, την πατριαρχία, τους δήθεν, τους νεόπλουτους, τον μικροαστισμό, με έναν μοναδικό θεατρικό ολόδικό του τρόπο.
Μια εξαιρετική συνέντευξη της Σεμίνας Διγενή, με τον Θέμη Ανδρεάδη. Έναν σπουδαίο και αγαπημένο καλλιτέχνη με πολλά «χιλιόμετρα» διαδρομής, που δεν έπαψε να αντιστέκεται στην «μπόρα του αιώνα»… Την αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου (21-22 Οκτώβρη 2023)
Ούτε το παιδικό χαμόγελο έχει χαθεί, ούτε η διάθεση για αστεία και αταξίες, ούτε οι εφηβικές φιλοδοξίες, ούτε βεβαίως το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του σόουμαν, που στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 μας σύστησε το σατιρικό τραγούδι. Κανείς δεν κατάφερε να τον μιμηθεί μέχρι σήμερα. Ο Θέμης έγραψε ιστορία με τα τραγούδια του, σατίρισε εύστοχα τα ελαττώματα της φυλής μας, διακωμώδησε ατρόμητα τη χούντα, την πατριαρχία, τους δήθεν, τους νεόπλουτους, τον μικροαστισμό, με έναν μοναδικό θεατρικό ολόδικό του τρόπο. Ταυτόχρονα, όμως, ερμήνευσε αισθαντικά εμβληματικές μπαλάντες, με τη χαρακτηριστική παιδική του αγνότητα και ευαισθησία. Ο ξεχωριστός ερμηνευτής που του άρεσαν πολύ ο Μικ Τζάγκερ και ο Τζόνι Χαλιντέι κι ήθελε να τραγουδάει όπως αυτοί, που θεωρούσε μέντορές του τον Τσιφόρο, τον Λογοθετίδη και τον Βέγγο, ξετυλίγει ο ίδιος το νήμα της συναρπαστικής περιπέτειάς του στο τραγούδι:
«Πιτσιρικάς, είχα φάει κατακέφαλα την ”πετριά” και το μόνο που μου έδινε φτερά στην ψυχή και στο σώμα για να ”πετάξω”, ήταν η απόλυτη πεποίθηση και απόφαση πως θα γίνω τραγουδιστής! Παρακάλεσα την μητέρα μου να μου πάρει κιθάρα, γιατί είχα ίνδαλμα τον κύριο Νίκο, που ερχόταν με την κιθάρα του εκεί στα ετοιμόρροπα φτωχικά σπίτια μας και στους χωματόδρομους της Καλλιθέας και στήνονταν αξέχαστα γλέντια. Ακόμα κελαηδάει στ’ αυτιά μου το ”Γιατί θες να φύγεις πού θα πας, αφού σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς”. Είχα πρότυπο αυτόν τον κύριο Νίκο, που έδινε χαρά στους ανθρώπους και είπα στον εαυτό μου, ότι κι εγώ θέλω να δίνω χαρά κι ελπίδα στις σκοτεινές τότε εποχές, και να, τώρα, στα 74 μου λέω πως μάλλον το κατάφερα…
— Η αδελφή σου κι ο Νότης Μαυρουδής πώς συνδέονται με το ξεκίνημά σου;
— Η αδελφή μου ήταν συμμαθήτρια στο Νυχτερινό Γυμνάσιο της Καλλιθέας με τον Νότη Μαυρουδή. Του λέει… «βρε Νότη, ο αδελφός μου είναι τρελός και παλαβός με την κιθάρα. Δεν τον αναλαμβάνεις;». Και ο Νότης, ο πολυαγαπημένος μου δάσκαλος, δέχθηκε! Μου ανοίχτηκαν οι ουρανοί! Εγώ 15, αυτός 21. Ημουν ο πρώτος του μαθητής. Μου άνοιξε το μυαλό και την ψυχή. Μου έδειξε τον δρόμο. Μέσα σε έξι μήνες έπαιζα Μπαχ, σε διασκευή Σεγκόβια. Είχα τρελαθεί! Ο Νότης είπε ότι είμαι δεξιοτέχνης και ότι πρέπει ν’ αγοράσω μια καλή κιθάρα. Φράγκα δεν υπήρχαν από την οικογένεια και υποχρεώθηκα να δουλέψω σε υφαντήριο – σκληρή δουλειά – 4 μήνες για ν’ αγοράσω την κιθάρα μου (που έχω ακόμα) 5.000 δρχ.! Θα μνημονεύω πάντα με ευγνωμοσύνη, σεβασμό κι αγάπη τον δάσκαλό μου.
— Και κάπου εδώ εμπλέκονται και «Τα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη»…
— Βέβαια. Μια μέρα έρχεται πάλι η αδελφή μου και μου λέει, «Θα σε πάω στα ”Ταλέντα” του Οικονομίδη». Ηταν μια κυριακάτικη ζωντανή εκπομπή πολύ δημοφιλής, κάπως σε στιλ Αννίτας Πάνια… Πήγαιναν διάφοροι «ιδιαίτεροι» τύποι και ο Οικονομίδης έκανε «πλάκα» μ’ αυτούς. Στο πιάνο ήταν ο Μίμης Πλέσσας! Από το πρώτο αρπέζ που άρχισα να παίζω, είδα τον Πλέσσα απέναντί μου να κάνει νόημα στον ηχολήπτη να μου «βάλει ΕΚΟ», δηλαδή κατάλαβαν πως αυτός ο 16άρης κάτι «λέει»… Εγινε πανζουρλισμός! Την επομένη, ο Νότης στο σπίτι μου, μου λέει: «Με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Καζής (παλαιός ζεν πρεμιέ), επειδή σε άκουσε χτες στο ραδιόφωνο και του άρεσες κι είπες ότι είσαι μαθητής μου, σε θέλει αύριο το απόγευμα να πας στην Πλάκα στην μπουάτ ”Ταβάνια” για να τραγουδήσεις». Πάω και συναντάω έναν ευγενή, υπέροχο άνθρωπο. Μου λέει: «Θα τραγουδήσεις μαζί μας, και θα παίρνεις 150 δρχ.». Τρελάθηκα. «Την ημέρα;» ρωτάω. Χαμογελάει «Οχι, τον μήνα!». Ετσι λοιπόν ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι μου. 58 χρόνια πριν. Εκεί συνέλεξα όλη την πραμάτεια μου, «σεντέφια και κοράλλια κεχριμπάρια κι έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» αλλά, και «σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος» την αποχαιρέτησα, όταν χρειάστηκε, την «Αλεξάνδρεια» που χάθηκε…
— Μεγάλωσες στα προσφυγικά της Καλλιθέας μέσα σε μια φτωχική οικογένεια προσφύγων. Ολοι Πόντιοι που μιλούσαν μόνο ποντιακά και ρωσικά. Τι έμαθες σ’ εκείνα τα παιδικά χρόνια, που μετά σηματοδότησαν τον χαρακτήρα και την πορεία σου;
— Ναι, μεγάλωσα σε προσφυγούπολη. Η οικογένειά μου, οι συγγενείς και οι φίλοι μας ήταν όλοι κομμουνιστές. Μεγάλωσα έχοντας σαν γνώμονα και οδηγό τις αρχές, τις ιδέες και τις αξίες της Αριστεράς, που μου έμαθε ο πατέρας μου. Οχι τόσο μέσα από τη θεωρία, αυτή ήρθε αργότερα, αλλά μέσα από τον τρόπο ζωής και μέσα από τη ματιά αυτών των ανθρώπων, αυτών των συντρόφων, για να πορευτούν αυτοί και τα παιδιά τους – μαζί με τα παιδιά όλου του κόσμου – σ’ έναν αξιοπρεπή και δίκαιο κόσμο. Προσπάθησα να συνυπάρξω και να συμπορευτώ σε κομματικό, συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο. Δεν ξέρω τι κατάφερα. Παραμένω στην Αριστερά. Πιστεύω στην Αριστερά. Ζω σαν αριστερός.
— Ρατσισμός, σεξισμός, βία, ομοφοβία, εθνικισμός, μισαλλοδοξία, φανερός και αθέατος φασισμός, ξενοφοβία, διακρίσεις λόγω φύλου, ασθένειας, διαφορετικότητας, μπούλινγκ στο σχολείο και την κοινωνία και πόλεμοι που μαίνονται. Τι κάνουμε;
— Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε πάντα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις: Να επαγρυπνούμε και να βρισκόμαστε σε θέση μάχης. Αντιστεκόμαστε σ’ αυτόν τον χείμαρρο αηδίας που μας κατακλύζει τα τελευταία πολλά χρόνια. Είμαστε η ασπίδα προστασίας στην Μπεοκρατούμενη – σε αντίληψη και πρακτική – χώρα μας… Βγαίνει ο Αλκίνοος να μιλήσει για την κατάντια αυτή και τον λέει ο αχαρακτήριστος «φλώρο» κ.λπ… Βαράει, καταβρέχει, δέρνει, βρίζει, και χίλια δυο και μετά τον ψηφίζουν! Αν αύριο αυτός – ή κάποιοι όμοιοί του – ηγηθεί των ακροδεξιών, καθόλου περίεργο δεν θα μου φανεί. Ο περί ου, όμως, δεν είναι αυτός και τέρμα. Είναι πολλοί και γίνονται περισσότεροι, όσο τους ανεχόμαστε. Ζουν ανάμεσά μας και σε βάρος μας.
— Πρόσφατα ζήσαμε ένα παραλήρημα ταξικής συνεργασίας από τον κ. Κασσελάκη, που ζήτησε να μη… «δαιμονοποιούμε το κεφάλαιο». Πώς θα σχολίαζες τις πολιτικές επιδόσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ;
— Ο κ. Κασσελάκης δείχνει να έχει εξαιρετικές επιδόσεις στο Image Making… Η μέθοδος που ακολουθεί στις «δημόσιες σχέσεις» του μπορεί να είναι χονδροειδής, αλλά φαίνεται να πείθει κάποιους. Η προβολή της εικόνας του απέδωσε με το παραπάνω τα αναμενόμενα… Αναρωτιέμαι, ωστόσο, πολιτικά και σε επίπεδο ενός αρχηγού κόμματος ποιες είναι οι θέσεις του. Η προτροπή του να μη δαιμονοποιούμε το …κεφάλαιο ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη! Τι να σου πω, νέα τάξη πραγμάτων! Μου θύμισε ένα τραγούδι μιας λαϊκής τραγουδίστριας, με μαζοχιστικές τάσεις: «Θέλω τα όπα μου και τις σφαλιάρες μου, από τον άνθρωπο που αγαπώ». Να το βάλουν στις εργατικές κινητοποιήσεις τους ως σύνθημα αφού παύουν να δαιμονοποιούν τον «ταξικό φίλο» του προέδρου τους.
— Μεσουράνησες σε μια εποχή που το τραγούδι σε έκανε καλύτερο άνθρωπο. Τώρα σε τι εποχή ζούμε;
— Τότε συνέρρεε ο κόσμος και συμπεριφερόταν σαν να έπαιρνε μέρος σε μυσταγωγία. Κι όταν έφευγε και γυρνούσε σπίτι του ένιωθε καλύτερος άνθρωπος, ήταν χαρούμενος, με ελπίδα για το αύριο… Ναι, το τραγούδι και αυτοί που το υπηρετούσαν τότε έκαναν καλύτερους τους ανθρώπους.
— Είχες την τύχη, από το 1966 έως το 1978, να τραγουδήσεις σε περίπου όλες τις μπουάτ της Πλάκας, μαζί με ονόματα όπως Αρλέτα, Χωματά, Σπανός, Μαρκόπουλος, Ξυλούρης, Μητσιάς, Γαλάνη, Μοσχολιού, Ζωγράφος κ.ά. Τότε τις λέγατε «κρυφό σχολειό». Σήμερα ποια είναι η ταυτότητα της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας και πού αποβλέπει;
— Πράγματι, μεγάλα ονόματα, που είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ και να γνωρίσω, με πολύ μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο. Μάλιστα, η μελοποίηση του ποιήματος του Κ. Καβάφη «Μανουήλ Κομνηνός», που είχα κάνει, στάθηκε η αιτία να με προσλάβει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, καταμεσής της χούντας, μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη, στο studio «Λήδρα», όπου έμεινα 2 χρόνια. Μου άνοιξε την πύλη στον πύργο του τραγουδιού, που λέει κι ο Λ. Κοέν, με τραγούδια του, που ακόμα τραγουδώ στα live μου! Τα τελευταία χρόνια δεν θέλω να βλέπω αυτό το τουρλουμπούκι στον χώρο της διασκέδασης… Στα λεγόμενα «μεγάλα» ονόματα, κανείς δεν προσέχει – ούτε και βέβαια ακούει – τους καλλιτέχνες, οι οποίοι ούτε κι αυτοί ενδιαφέρονται αν τους ακούν ή μόνο τους βλέπουν. Το μόνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι τα φωτισμένα κινητά τηλέφωνα από κάτω. Το παρήγορο είναι πως υπάρχουν κάτι μικρά «γαλατικά χωριά» που αντιστέκονται σ’ αυτήν τη λαίλαπα του στολισμένου «τίποτα». Κάποιοι καλλιτέχνες, που, ευτυχώς, αποτελούν μια υπερήφανη μειοψηφία, δημιουργούν υπέροχα πράγματα.
— Πώς έφερνες σε λογαριασμό τον εξωστρεφή και εκρηκτικό εαυτό σου με τον ντροπαλό και εσωστρεφή; Αυτόν που αλώνιζε στις πίστες χαρίζοντας γέλιο και τον άλλον που βασανιζόταν βυθισμένος στην κατάθλιψη;
— Να σου πω Σεμίνα τι νομίζω ότι είμαι στ’ αλήθεια; Είμαι ένας λυπημένος κλόουν! Αυτό πολύ πριν το συνειδητοποιήσω εγώ, το «είδε» ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Μου έδωσε δισκογραφικά, αλλά και ζωντανά στη «Λήδρα» να τραγουδώ – με τον θεατρικό μου τρόπο – εκ διαμέτρου αντίληψης και φόρμας τραγούδια. Να σκεφτείς στο μικρό 45άρι δισκάκι μας, στη μία όψη είχε το χιουμοριστικό «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» κι από την άλλη όψη, το θεϊκό «Οχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε». Είχε δει ο μέγιστος ότι είμαι αυτός ο μελαγχολικός κλόουν…
— Τώρα όμως βιώνεις μία εκρηκτική κατάσταση δημιουργικότητας!
— Ναι, ναι! Μόλις κυκλοφόρησε η δισκογραφική εργασία μου «Ετσι κι αλλιώς 7 τραγούδια θα σου πω» στις μουσικές πλατφόρμες του διαδικτύου. Μπήκα και στο στούντιο και ηχογραφώ έναν κύκλο 10 τραγουδιών μου με τον τίτλο «Του Ερωτα και του Χαμού». Ακολουθεί κι ένας δίσκος με τους ποιητές που έχω μελοποιήσει και, τέλος, ανέκδοτα χιουμοριστικά τραγούδια που έχω γράψει, σε στίχους Μέντη ΜΠΟΣΤαντζόγλου! Τρέχω με χίλια – όπως βλέπεις – για να προλάβω να τα κάνω, πριν με προλάβει ο Υψιστος… χαχαχα.
— Για πολλά χρόνια, γύρω στα 20 – κι ενώ βρισκόσουν σε πολύ καλή στιγμή της καριέρας σου – κατέβασες ρολά. Γιατί;
— Ναι, είχα βάλει χοντρή κλειδαριά στις καλλιτεχνικές μου δραστηριότητες. Μεγάλωνα με την οικογένειά μου, την αγαπημένη μου Αννα και τους ακριβούς γιους μου, κάνοντας παράλληλα άλλα πράγματα που θα μας εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Δεν είχα απολύτως καμία καλλιτεχνική δραστηριότητα, παρά μόνον σε κάτι στιγμές που το πάθος μου για την τραγουδοποιία με οδηγούσε να σκαρώνω τραγούδια, που παράχωνα στο «συρτάρι». Ηρθα σε αντιπαράθεση με ένα σύστημα που με ήθελε «στρατιώτη» του. Βεβαίως με κατατρόπωσε. Πέρασαν λοιπόν 20 χρόνια και κάποια στιγμή με παρότρυνση φίλων, και του γιου μου του Δημήτρη, αποφάσισα να επιστρέψω. Το έκανα με μεγάλη δυσκολία, γιατί έλεγα «ποιος θα με θυμάται τώρα», κι εκεί που έκανα έναν δίσκο με τραγούδια μου, έπεσε ο ουρανός στην κεφάλα μου. Καρκίνος! Ηταν μια πολύ δύσκολη περίοδος που ακολουθήθηκε από μια βαριά – αυτοκτονικής μορφής – κατάθλιψη, που με έριξε στα πατώματα. Επτά χρόνια με τιτάνιες προσωπικές προσπάθειες, φαρμακευτική αγωγή και ψυχανάλυση, κατάφερα, με την απόλυτη συμπαράσταση και ανοχή της οικογένειάς μου, να σηκωθώ και να ξαναγαπήσω τον εαυτό μου…
— Και μετά απ’ αυτό, τι συνέβη;
— Μόλις έγινε αυτό, άρχισαν να μ’ αγαπούν και οι γύρω μου. Ισως αυτό συνέβαινε και πριν, αλλά εγώ δεν το έβλεπα. Αρχισαν να με καλούν στην τηλεόραση, στα ραδιόφωνα, στις εφημερίδες, παντού. Εγώ το μόνο που είχα στην ψυχή και στο σώμα μου, μετά τις περιπέτειες τόσων χρόνων, ήταν η ανάγκη να τραγουδήσω. Να ξαναπιάσω την κιθάρα μου και να ζήσω! Είπα: «Πάμε πάλι ζωή».
— Τότε ξεκίνησαν όλα στην μπουάτ «Απανεμιά»…
— Ακριβώς. Πήγαμε να κάνουμε 2 Τετάρτες τον Νοέμβρη και έγιναν 18 sold out… Με τίμησαν πολλοί αγαπημένοι συνάδελφοι – φίλοι που λάμπρυναν με την παρουσία τους το ημίφως της «Απανεμιάς», Φοίβος Δεληβοριάς, Ζούγα, Σταρόβας, Παντελής, Δώρος, Ανδρεάτος, Βιολάρης, η αγαπημένη μου εκλιπούσα Γιώτα Γιάννα, η Νάντια, η Μαρία Κηλαηδόνη, η Ξενάκη η Αφεντούλα… Τους στέλνω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη κι αγάπη μου για το καλωσόρισμά τους! Μετά από 3 και 4 ώρες που τραγουδούσαμε ασταμάτητα, όρθιοι καλλιτέχνες και φίλοι αγκαλιασμένοι λέγαμε με μια φωνή, τον εναλλακτικό «εθνικό ύμνο» «Κριτής κι Αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο Λαός» του ουράνιου Μάνου και του μέγιστου Γκάτσου… Μ’ έπιαναν πολλές φορές τα κλάματα από την πρωτόγνωρη αυτή συγκίνηση, που τους έβλεπα στο τέλος της βραδιάς να φεύγουν όλοι αγκαλιασμένοι, τραγουδώντας, με μια αστραφτερή λάμψη στα μάτια.
— Και οι Τετάρτες του Νοέμβρη, όμως, αναμένονται συναρπαστικές. «50 χρόνια ιστορίες και τραγούδια». Εξηγήσου! Ποιοι, πότε, πού και γιατί;
— Συμβαίνει αυτό που ονειρευόμουνα από παιδάκι. Το ταξίδι στη χαρά θα επαναληφθεί και φέτος τον Νοέμβρη. Ολες οι Τετάρτες θα ανοίξουν τις πόρτες της «Απανεμιάς» να σας υποδεχτούν, με την αφεντομουτσουνάρα μου οικοδεσπότη, τους καλούς μου μουσικούς και σημαντικούς τραγουδιστές και τραγουδοποιούς που θα προσθέσουν τη λάμψη τους. Ητοι: Την 1η Νοέμβρη ο Μπάμπης Στόκας, την 8η ο Σπύρος Γραμμένος και η Μιρέλλα Πάχου, στις 15 ο Πάνος Μουζουράκης, στις 22 ο Μανώλης Φάμελλος και στις 29 ο Σπύρος Παπαδόπουλος! Συμμετέχουν η νέα τραγουδίστρια Δέσποινα Ραφαήλ και η …γενικών καθηκόντων σύζυγός μου Αννα Ανδρεάδη. «50plus Ιστορίες & Τραγούδια», Μέρος 2ον.
— Το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» θα γινόταν σουξέ σήμερα; Ο αιώνας άλλαξε αλλά τα άγρια θηρία είναι ακόμα εδώ και η μπόρα συνεχίζεται. Συμφωνείς;
— Εννοείται. Κι όσο δεν αντιδρούμε και δεν αντιστεκόμαστε, «η μπόρα του αιώνα» θα μαίνεται και τα θηρία θα πληθαίνουν και θα μας φάνε ζωντανούς και… ανύποπτους.
— Κάνε εσύ, αν θέλεις, τον επίλογο αυτής της συνέντευξης…
— Θα ήθελα να μου επιτρέψεις να αναφερθώ προσωπικά σ’ εσένα Σεμίνα, καθώς ήσουν από τους ελαχιστότατους ανθρώπους – καθώς η φιλία μας κρατάει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 – και να σ’ ευχαριστήσω θερμά και δημόσια, γιατί και στις πιο «σκοτεινές» στιγμές της καλλιτεχνικής μου ζωής ήσουν πάντα συμπαραστάτης και συντρόφισσα. Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς!