Θοδωρής Στούγιος: Ερωτευμένος με το μπουζούκι.
Ο Θοδωρής Στούγιος έχει τεράστια αγάπη στο μπουζούκι και στην λαϊκή -ρεμπέτικη μουσική. Μίλησε στο κασετοφωνάκι μας για την δική του διαδρομή μέσα στο χώρο, το ρεμπέτικο τραγούδι και την εξέλιξή του.
Ο Θοδωρής Στούγιος είναι παίχτης μπουζουκιού στην πολύβουη Αθήνα με τα εκατοντάδες μικρά ή μεγάλα στέκια της. Ξεχωρίζει, όμως, ανάμεσα στους πολλούς τόσο για το συγκροτημένο του χαρακτήρα και τις καλές του συνεργασίες όσο και για το μεγάλο του μεράκι και την επίμονη (και επίπονη) μελέτη του πάνω στο μουσικό όργανο το οποίο αγαπά.
Πως συναντηθήκατε εσύ και το μπουζούκι;
Γεννήθηκα σε ένα χωριό στα Τρόπαια Αρκαδίας, εκεί πρωτοείδα αυτό το μουσικό όργανο το οποίο πάντα με μαγνήτιζε. Μέχρι να κατέβω για σπουδές στην Αθήνα, δεν είχα ασχοληθεί σαν παίχτης μαζί του. Έπαιζα τρία- τέσσερα τραγούδια και ίσως να λέω και πολλά..
Το πρώτο μου μπουζούκι ήρθε στα χέρια μου χάρης στον αδερφό μου. Του το είχαν αγοράσει οι γονείς μου με την ελπίδα να ασχοληθεί με την μουσική. Τελικά κατέληξε στα δικά μου χέρια.
Δεν ήξερα βέβαια, όπως είπα, να παίζω. Το έπιανα στα χέρια μου, το φρόντιζα, το καθάριζα, του άλλαζα χορδές. Από τότε όμως το ένιωθα σαν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχα.. και εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματα που έχω μέχρι σήμερα.
Στην Αθήνα γιατί κατεβαίνεις και πότε από παίκτης των τεσσάρων τραγουδιών ανεβαίνεις στο πατάρι;
Στην Αθήνα έρχομαι με την πρόφαση να σπουδάσω φιλόλογος. Με το που πατάω το πόδι μου Αθήνα όλο αυτό με την σχολή μου φεύγει και προκύπτει η ενασχόλησή μου με το όργανο. Ξεκινώ μαθήματα με τον Γρηγόρη Βασίλα. Σπουδαίος μουσικός και άνθρωπος. Είχε μια καθοριστική επίδραση πάνω μου η επαφή μαζί του και στον τρόπο που παίζω. Για τρία χρόνια μένω δίπλα του και είναι ένας από τους βασικούς υπευθύνους που τον αρχικό έρωτα με το μπουζούκι μου τον φούντωσε περισσότερο και ήταν μια ένας από τους υπαίτιους που έγινα επαγγελματίας πάνω σε αυτό.
Παράλληλα με τα μαθήματα, έτυχε να γνωρίσω τον Βαγγέλη Κορακάκη, με τον οποίον μετά από ένα χρόνο συνεργαστήκαμε, το 2009-2010 στην ”Μαγιοπούλα” στην Καισαριανή.. Μετά από λίγο συνεργάζομαι με τον Μπάμπη Τσέρτο σε ένα μαγαζί στην Πατησίων στις ”Μουσικές διαδρομές” και μετά από ένα διάλειμμα λόγω στρατιωτικού συνεργάζομαι με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο.
Προηγουμένως είχες και συμμετοχή στο δίσκο ”Χωματόδρομος” του Κορακάκη, αν δεν κάνω λάθος…
Ναι, συμμετείχα στο τραγούδι ”Τρελή καρδιά”. Εκτός από αυτή την συνεργασία, τώρα που μιλάμε για την δισκογραφία, προηγουμένως είχα συμμετάσχει και σε δύο δίσκους του Γρηγόρη Βασίλα με το συγκρότημα”Πυρήνας”. Ο πρώτος ήταν με επανεκτελέσεις τραγουδιών και ο δεύτερος πάλι με επανεκτελέσεις και με νέο υλικό, νέα τραγούδια με την υπογραφή του Γρηγόρη Βασίλα. Ελπίζω να μην ξεχνάω κάποιον άλλον δίσκο..
Νιώθεις τυχερός που τόσο γρήγορα συνεργάστηκες με τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες;
Μόνο τυχερός αισθάνομαι από αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Ο Αϊστάιν βέβαια έλεγε πως “η τύχη είναι η άγνοια ως προς τις αιτίες” άρα υπάρχει μια άγνωστη αιτία πίσω από όλα αυτά, την οποία αγνοούμε. Προσωπικά πιστεύω πως η δική μου αιτία αυτής της ”τύχης” ήταν η εμμονή μου να ασχοληθώ με το όργανο. Ερωτεύτηκα το μπουζούκι με κόστος για κάποιο χρονικό διάστημα να πάει πίσω η σχολή -την τελείωσα αλλά λίγο αργότερα. Δεν είχα όμως και δεν έχω μάτια και σκέψη για κάτι άλλο.
Έχει να κάνει αυτή η εμμονή με την έννοια του ”καλλιτέχνη” ο οποίος είναι παραδομένος στην τέχνη του..
Δεν αισθάνομαι ”καλλιτέχνης” και κάτι ”ανώτερο”. Βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν ακραία ερωτευμένο με το μπουζούκι. Ασχολούμαι μανιακά με αυτό και πλέον ο κόσμος μου είναι ο κόσμος που έχει σχέση με αυτόν τον ”έρωτα”. Αν πούμε πως υπάρχει μια αιτία, είναι επειδή ασχολήθηκα τόσο με αυτό. Έβγαινα, άκουγα άλλους μουσικούς, τους γνώριζα, ”έκλεβα” από αυτούς και έτσι βρέθηκα σε αυτούς τους κύκλους.
Τι είναι όμως εκείνο που σε τραβά τόσο εμμονικά σε αυτό; Η τεχνική παιξίματος ή η μουσική και η ιστορία γύρω από αυτό το όργανο;
Δεν το έχω καταλήξει μέσα μου ούτε ο ίδιος, αν το μπουζούκι δημιούργησε την μουσική όπως την γνωρίζουμε σήμερα ή η μουσική αγκάλιασε το μπουζούκι και το έφερε σε τόσο περίοπτη θέση μέσα της. Προσωπικά με ενθουσιάζουν και τα δύο. Το σχήμα του οργάνου, ο τρόπος που παίζεται αλλά και η πλούσια μουσική κληρονομιά που φέρει.
Με το μπουζούκι ο Έλληνας κατάφερε να εκφράσει όλες τις φάσεις της νεότερης ιστορίας: την προσφυγιά,την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο, τα μαύρα μετα-εμφυλιακά χρόνια, την έξαρση του πνεύματος και της δημιουργίας με την δεκαετία του ’60 με τον Χατζιδάκι -Θεοδωράκη και τους ποιητές, μέχρι και την δεκαετία του ’70 με το αποτύπωμα της Χούντας.. Αν ανοίξεις μια συλλογή ρεμπέτικων-λαϊκών τραγουδιών είναι σαν να ανοίγεις ένα βιβλίο ελληνικής ιστορίας.
Αυτός ο πλούτος στην ελληνική δισκογραφία δεν είναι κρίμα που ούτε έχει εξυμνηθεί όπως πρέπει εντός της χώρας, ούτε έχει την δυνατότητα να τραγουδηθεί πέρα από τα στενά σύνορα της Ελλάδας;
Οι δύο μεγάλοι μας ποιητές ο Σεφέρης και ο Ελύτης πήραν Νόμπελ ενώ η ελληνική γλώσσα δεν ακούγεται πέρα από την Ελλάδα αλλά κατάφεραν να κάνουν την Ευρώπη να τους ακούσει. Η μουσική έχει το ευτύχημα να μπορεί πιο εύκολα να ακουστεί και ο κόσμος έχει καταλάβει την αξία της ρεμπέτικης ελληνικής μουσικής, τόσο μουσικολογικά όσο και ιστορικά. Η δυσκολία της γλώσσας και των νοημάτων παραμένει σε ένα μικρό ή μεγάλο βαθμό τροχοπέδη. Δυστυχώς..
Παραμένει η ιστορία του ρεμπέτικου μέχρι και σήμερα αρκετά ”σκοτεινή”.. Πολλά στοιχεία έχουν χαθεί εξαιτίας του κυνηγητού που υπήρχε τα πρώτα χρόνια και αργότερα, όμως δεν υπήρξε φροντίδα να διασωθούν πράγματα. Λειτουργούσε πάντα εντός και εκτός της ελληνικής κοινωνίας και ιστορίας και ας την κατέγραφε..
Ισχύει. Στην Ελλάδα έχουμε πρόβλημα στο να διασώζουμε πράγματα. Όλη μας η αρχαία γραμματεία έχει διασωθεί και καταγραφεί από τους ξένους. Το ”δυστύχημα” είναι πως το ρεμπέτικο αναπτύχθηκε σε μια σχετικά σύγχρονη εποχή και οι διασώστες του ήμασταν εμείς, οι Έλληνες, οι οποίοι το κυνηγούσαν ή του ασκούσαν κακή κριτική. Ωστόσο από την δεκαετία του ’60 και μετά, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Χατζιδάκις, ένας έντεχνος καλλιτέχνης, και ο Ρένος Αποστολίδης, ένας λόγιος, έγραψαν διθυράμβους για το ρεμπέτικο τραγούδι και παρακινούν το κόσμο να αλλάξει στάση. Έπειτα ακολούθησαν και άλλοι και σήμερα το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι διδάσκεται στα Πανεπιστήμιά μας.
Πολλοί λένε πως το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ένα μουσειακό είδος. Πως ανήκει σε μια περασμένη εποχή και πως στο σήμερα δεν μπορεί παρά να αναπαράγεται μέσα από νέες εκτελέσεις των κομματιών ή μέσω των διασκευών τους. Εσύ το πιστεύεις αυτό ;
Νομίζω πως ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι αλλά και η λαϊκή μουσική γενικότερα είναι η μουσειοποίηση τους, να θεωρηθούν δηλαδή είδη τα οποία δεν μπορούν να εξελιχθούν.
Το γνήσιο λαϊκό τραγούδι έχει μέσα του τις επιρροές του ρεμπέτικου, του λαϊκού και των μεγάλων Ελλήνων συνθετών Θεοδωράκη-Χατζιδάκι. Ο κίνδυνος είναι να επαναπαυτούμε σε ό,τι ήδη υπάρχει, να το βάλουμε σε μια προθήκη με την επιγραφή ”Μην αγγίζετε” ενώ αντίθετα πρέπει αυτά τα στοιχεία που φέρει το γνήσιο λαϊκό τραγούδι να τα σεβαστούμε. Για μένα το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι εξελίσσεται μέχρι και σήμερα κρατώντας κάποιες βασικές ποιότητες από το παρελθόν.
Αυτή η θέση πως το λαϊκό τραγούδι είναι μουσειακό είδος, μήπως επιτείνεται και από το γεγονός πως τα ΜΜΕ δεν προβάλλουν νέους καλλιτέχνες με νέο υλικό και δημιουργούν στο κόσμο την εντύπωση το λαϊκό τραγούδι έχει πάψει να υφίσταται στο σήμερα;
Ζούμε έναν παραλογισμό στην Ελλάδα. Σε κάθε γωνία θα δεις να ανοίγει και ένα καινούργιο οργανοποιείο, σε κάθε παρέα θα δεις μουσικούς, θα δεις μαγαζιά τα οποία παίζουν λαϊκή μουσική.. Αυτές τις εικόνες δεν θα τις δεις να προβάλλονται από τα ΜΜΕ.
Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στα πράγματα της μουσικής που σου λένε ”Προσπάθησε να αποφύγεις το μπουζούκι γιατί δεν έχει εμπορικές προδιαγραφές”.
Επιστρέφοντας σε σένα, από τους ρεμπέτες ποιος ή ποιοι πιστεύεις πως έχουν επηρεάσει το δικό σου προσωπικό στυλ;
Πιστεύω ο Τσιτσάνης ήταν η κύρια μου επιρροή γιατί αυτόν ακούγαμε μέσα στο πατρικό μου. Από εκεί και ύστερα είχα επιρροή και από τον Θεοδωράκη, ο οποίος δεν ανήκει στους ρεμπέτες αλλά έγραψε μέσα σε όλα και λαϊκή μουσική. Θα προσθέσω και άλλους δυο, τον Ζαμπέτα και τον Ιορδάνη Τσομίδη..
Έχεις νιώσει ο ίδιος την ανάγκη να γράψεις δικούς σου στίχους ή μουσική;
Δεν μου έχει προκύψει η ανάγκη να μοιραστώ κάτι δικό μου. Θα το ήθελα όμως γιατί όπως είπα, θέλω αυτό το είδος να εξελιχθεί και όχι να μουσειοποιηθεί. Μελετώ το όργανο όσο καλά μπορώ και ευελπιστώ κάποια στιγμή να γράψω κάτι και ο ίδιος.