Το χαμόγελο της Τζοκόντας: Η διακριτική ματιά σε μια γυναίκα – ή μήπως σε όλες; – του Μάνου Χατζιδάκι
“Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι μια γυναίκα έρημη μες στη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι’ ένας μονόλογός της, κι όλα μαζύ συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παληά μαζύ…”
Το Χαμόγελο της Τζοκόντας ηχογραφήθηκε στην Νέα Υόρκη το 1965 και την ορχήστρα την διεύθυνε ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις. Είναι ένα έργο που έχει ακουστεί και ακούγεται σε όλον τον κόσμο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις στο οπισθόφυλλο του δίσκου αναφέρει (με την ορθογραφία του κειμένου):
Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη με μουσικές με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγεμμα το Φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ότι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχη, χωρίς κανένα να προσέχη, μόνη έρημη μες στο άγνωστο πλήθος πού την σκοντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντάς την να πνιγεί μες τη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα πού ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι πού άρχισε να φυσσά.
Έμεινα στηλωμένος, ο μόνος πού την πρόσεξε, κι’ έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια για να την ‘ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μ α ύ ρ η θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του απέναντί μου ακριβώς βρισκότανε ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγενθυμένη όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζύ μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε από τότε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου. Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι μια γυναίκα έρημη μες στη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι’ ένας μονόλογός της, κι όλα μαζύ συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παληά μαζύ. Κι αν το κάθε τραγούδι είχε στίχους θάλεγε περίπου αυτά:
1. Όταν έρχονται τα σύννεφα
«Τα σύννεφα πυκνά πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου σ’ ένα αβέβαιο κόσμο. Ας μπορούσα να τα σταματήσω. Ας μπορούσα να διαφύγω μες από μια στενή λουρίδα ουρανού. Πού θα με πήγαινε και ποιον θα συναντούσα εκεί; Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα, την πόλη, την καρδιά μου και κάθε ελπίδα έχει χαθεί. Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή. Τα σύννεφα με σκεπάζουν. Κι είναι σιωπή.»
2α. Κοντέσσα Εστερχάζι
2β. Κοντέσσα Εστερχάζυ
«Απ’ το ανοικτό παράθυρό μου κυττάζω τα σύννεφα και πέφτουν στάλλες – χωρίς να καταλάβω αν είν’ από τα μάτια μου ή από τον ουρανό – στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό της παράθυρο η κοντέσσα Εστερχάζυ, ακριβώς κάτω από το δικό μου δωμάτιο. Ο γυιος της κοντέσσας, μαθητής, πού διάβαζε στο παραθύρι είδε τις στάλλες, γύρισε και με κύτταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσσα, έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και τούδειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων του, θυμίζοντάς του, πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό.»
3α. Η Παρθένα της γειτονιάς μου
Είναι από το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας “Μανταλένα” (1960) και βέβαια από το τραγούδι “Μέσα σ’ αυτή τη βάρκα”. Ο Μάνος Χατζιδάκις το ένταξε αργότερα με διαφορετική ενορχήστρωση στο “Χαμόγελο της Τζοκόντας”.
3β. Η Παρθένα της γειτονιάς μου
«Την ίδια ώρα οι γείτονές μου, περίεργοι, έκπληκτοι και βιαστικοί μαζευόντουσαν στην εκκλησιά να δουν το θαύμα που από στόμα σε στόμα είχε μαθευτεί. Η Παναγία κλαίει. Τρέχω κι εγώ, μ’ από τον κόσμο δεν μπορώ να μπω. Όλοι μιλούν με φόβο και με περιέργεια για το θαύμα. Είναι η μοναδική Παναγία της πολιτείας π ο υ κλαίει κι’ είναι πολύ για τη μικρή κι ασήμαντη γειτονιά μας. Παρακαλώ για να μ’ αφήσουνε να μπω, θέλω να δω, με σπρώχνουν, με π α τ ο ύ ν, πονώ, ίσαμε που άρχισα να κλαίω κι εγώ. Μα ξαφνικά, σαν να μ’ είδανε να κλαίω, όλοι τους γύρω μου φτιάξανε κύκλο και σιγά σιγά απομακρυνόντουσαν από κοντά μου ταραγμένοι αφήνοντάς με μόνη στο κέντρο ενός κύκλου που ολοένα μεγάλωνε, κι εγώ να κλαίω να κλαίω και να γίνομαι ένα μικρό σημάδι της πλατείας, ενώ αυτοί να φεύγουν και να χάνονται στους γύρω δ ρ ό μ ο υ ς ψελλίζοντας: Η Παναγία που κλαίει.»
4. Η βροχή
«Τότες με είδε ο ουρανός κι έκλαψε κι αυτός. Μια καταιγίδα ξέσπασε κραυγάζοντας κι’ ενώθηκε με τις κραυγές και τις δικές μου και καθενός που βρέθηκε σ’ αυτή την πόλη μοναχός. Ίσαμε που ένα σφύριγμα σκίζει την πολιτεία στα δύο και ξεψυχάει στα πόδια μου, αφήνοντας να διαφανεί ο παληός ήχος από ένα τσέμπαλλο, που μες τη νύχτα με οδήγησε στο εσωτερικό ενός σιωπηλού σπιτιού – ενός σπιτιού που κατοικεί η μητέρα μου.»
5. Προσωπογραφία της μητέρας μου
«Η μητέρα μου είναι γλυκειά και τρυφερή και μ’ αγαπάει. Θάθελε νάχε σταματήσει ο χρόνος εκείνη τη στιγμή που μ’ έχει αντίκρυ της και με κυττάζει. Γνωρίζω εκείνη τη στιγμή καλά, μα δεν μπορώ ούτε μπορεί να τήνε σταματήσει. Κι έτσι θα μείνει πάντα στη μνήμη μας, ευγενικιά και τρυφερή να καρτεράει μια δυο στιγμές που πέρασαν, μια δυο στιγμές που έζησα μοναδικά για κείνη.»
6α. Το κονσέρτο
6β. Το κονσέρτο
«Βρίσκομαι σε μια αίθουσα συναυλιών. Παίζουν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα βλέπω το κάθισμα πλάι μου αδειανό. Αρχίζω να σε φτιάχνω με την φαντασία μου και να σε βλέπω πλάι μου ν’ ακούς μαζύ μου μουσική. Όμως έρχεται πάλι το πρώτο θέμα και μου δείχνει το κάθισμά σου αδειανό. Σε ξαναφτιάχνω με αγωνία και για να μην μου φύγεις πιάνω το χέρι σου και στο κρατώ μες στο δικό μου, ίσαμε πούρχεται ξανά το πρώτο θέμα κι’ αφήνει άδειο το κάθισμά σου. Χαϊδεύω τ’ άδειο κάθισμα πούναι ζεστό από το κορμί σου, αρχίζω πάλι πλάι μου να νιώθω την αναπνοή σου, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι απελπισμένα μου φανερώνει την αλήθεια. Εγώ είμαι μόνη, το κάθισμα άδειο κι’ εσύ δεν υπάρχεις.»
7α. Ο κ. Νολλ
Στο πιάνο ο Μάνος Χατζιδάκις
7β. Ο κ. Νολλ
«Βγαίνοντας με πλησιάζει ένα ξανθό, νέο παιδί. Όλοι από γύρω μας εξαφανίστηκαν και μείναμε μόνοι οι δυο, κι’ αυτός να με κυττάζει λίγο θλιμμένα και λίγο ειρωνικά. Μου λέγει: “Είμαι μια περίπτωση Νέου που θάθελε να σας γνωρίσει”. Του απαντώ πως είμαι ολομόναχη και πως δεν είμαι έτοιμη να τον δεχτώ. Κι’ ήθελα τόσο πολύ – μα δεν τολμούσα. Εκείνος μου χαμογέλασε, είπε “Κρίμα” και μ’ άφησε στα χέρια μου μια κάρτα του, μα ώσπου να δω τι έγραφε, είχε εξαφανιστεί. Η κάρτα είχε τυπωμένες δυο μόνο λ έ ξ ε ι ς : Ν ό λ λ , ο Θάνατος.»
8. Οι δολοφόνοι
«Αυτόματα γύρω μου αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, ο κόσμος πηγαινόρχωνταν, μου ρίχνανε ματιές που με κορόϊδευαν, μου τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν τα ρούχα μου, περνούσανε βελόνες στο κορμί μου, έτρεχα να γλυτώσω, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι.»
9α. Βραδινή επιστροφή
9β. Βραδυνή επιστροφή
«Τέλος βρέθηκα στην απομακρυσμένη γειτονιά μου, σκισμένη, ματωμένη και τσακισμένη, χωρίς ζωή, να περπατώ στον έρημο μα γνώριμό μου δρόμο, μ’ όλα τα σπίτια σιωπηλά, να με κυττάζουν εχθρικά να προσπερνώ, θλιμμένη αβάσταχτα, γιατί δεν εσταμάτησα τη στιγμή που θέλησε η μητέρα μου, γατί δεν είπα ναι στον κ Νολλ, γιατί δεν άφησα να με αφανίσουν οι δολοφόνοι. Τώρα ένας έναστρος μα παγωμένος ουρανός με συνθλίβει και με κάμει να τρέχω σούρνωντας τα βήματά μου προς το σπίτι μου.»
10α. Χορός με την σκιά μου
10β. Χορός με τη σκιά μου
«Σαν πήγα σπίτι μου άρχισα να χορεύω. Ο ήχος μιας μπάντας με παρασύρει. Σκίζω τον τοίχο, βρίσκομαι στους δρόμους, χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε τους ρυθμούς ξέφρενα, ενώ γω χάνομαι μες τον χρόνο, μόνη, έρημη, αινιγματική, μέσ’ από κει που ήρθα, αφήνοντάς πίσω μου ένα χαμόγελο παντοτινό στη μνήμη των ανθρώπων. Γιατί κανείς ποτέ δεν θα γνωρίσει, αν ήρθα, αν έφυγα κι’ αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους.»
Στρατής Γαλιάτσος