«Το ρόδο κι ο όμορφος ανθός φυτρώνει μες στ’ αγκάθι…» – Ο λαϊκός τροβαδούρος και λυράρης Νίκος Ξυλούρης
Σαν σήμερα, στις 7 του Ιούλη 1936, γεννήθηκε ο Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής Νίκος Ξυλούρης. Με τη φωνή του σφράγισε κάποιες από τις πιο δυνατές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Η ερμηνεία του έκφραζε με απλότητα όλο το μεγαλείο, την περηφάνια και το ρομαντισμό της ελληνικής ψυχής.
«Είναι η καλύτερη φωνή που διαθέτουμε», είχε πει κάποτε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Ο Νίκος Ξυλούρης διέθετε ένα σπάνιο μουσικό ένστικτο που του επέτρεπε να προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε ερμηνευτική απαίτηση. Εκτός από τα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του, τραγούδησε εξίσου μοναδικά Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χάλαρη, Λεοντή, Κόκκοτο, Ανδριόπουλο, Ανδρεόπουλο, Γκάτσο, Γεωργουσόπουλο, Σεφέρη, Σολωμό, Κινδύνη, Ρίτσο, Φέρρη κ.ά. Είχε ειπωθεί πως η φωνή του, γνήσια Ελληνική, αντανακλούσε σε μουσική παράδοση 500 χρόνων. Η ερμηνεία του έκφραζε με απλότητα όλο το μεγαλείο, την περηφάνια και το ρομαντισμό της ελληνικής ψυχής.
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 του Ιούλη 1936, στα Ανώγεια της Κρήτης. Ήταν το πρώτο παιδί μιας μεγάλης και παλιάς οικογένειας που έβγαλε αγωνιστές και καπεταναίους αλλά και τραγουδιστές και λυράρηδες. Πολλοί απ’ τους συγγενείς του, με πρώτο τον καπετάν Μιχάλη, συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση του κρητικού λαού κατά των Γερμανών.
Μικρό παιδί, βοσκός πάνω στα βουνά, έφτιαξε με τα χέρια του την πρώτη του λύρα, κι άρχισε να παίζει και να τραγουδάει. Στα δεκαπέντε του γυρίζει τα χωριά της Κρήτης κι εμφανίζεται στους γάμους και τα πανηγύρια. Γρήγορα ξεχωρίζει με την προσωπική ερμηνεία του, γίνεται ο πιο διάσημος λυράρης του νησιού και οι συμπατριώτες του και ιδιαίτερα η νεολαία τον θαυμάζουν και τον αγαπούν.
Ο νεαρός Ξυλούρης λατρεύει την μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του. Αρχίζει να γράφει δικά του τραγούδια και γίνεται δημοφιλής και σαν συνθέτης. «Η Ανυφαντού», «Καυγάδες με το γιασεμί», «Η Τζαναμπέτισσα», «Μηνάς μου πως θα μ’ αρνηθείς», «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις» και άλλα συρτά και κρητικές μαντινάδες, δικά του τραγούδια, γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις/ όσο κι αν αστοχήσει/ μα αν αστοχήσει μια και δυο/ πάλι αντρειωμένος θα ‘ναι»…
Το 1969 ο Νίκος Ξυλούρης έρχεται στην Αθήνα. Για δυο χρόνια παίζει σε διάφορα κρητικά κέντρα και περισσότερο στο «Κρητικό κονάκι». Από τότε γίνεται γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Ο περήφανος κι ανυπόταχτος χαρακτήρας του τον οδηγεί να τραγουδήσει πρώτος στη δικτατορία, την ίδια χρονιά, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, στη μπουάτ Λήδρα, το αντιστασιακό κρητικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά», με αποτέλεσμα να «κοπεί» απ’ τα μέσα ενημέρωσης.
Η πιο ξεχωριστή ίσως στιγμή της μέχρι τότε πορείας του ήταν όταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος του ζητά να ερμηνεύσει μαζί με την Μαρία Δημητριάδη το «Χρονικό», τον πρώτο κύκλο τραγουδιών του συνθέτη. «Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι/ θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά./ Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει/ τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά»…
Ακολουθεί η ερμηνεία των «Ριζίτικων» που κάνουν γνωστά σε όλη την Ελλάδα τα θαυμάσια αυτά παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης. «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», κ.ά. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. Για την ερμηνεία του στα «Ριζίτικα» θα τιμηθεί το 1976 από την Ακαδημία «Σαρλ Κρος», ως η αξιολογότερη ερμηνεία στον τομέα της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής. «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου/ κι αν έρθουν και δικοί μας./ Να μη τους πεις κι απόθανα/ να τους βαροκαρδίσεις»…
Ακολουθεί η «Ιθαγένεια» που καθιερώνει τον Ξυλούρη ως έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές της εποχής.
Το 1973 ερμηνεύει το έργο του Μαρκόπουλου «Θητεία». Την ίδια χρονιά παίρνει για πρώτη φορά μέρος στο θέατρο, με τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη, στο «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια του έργου, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μετά από την παράσταση, οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του Νίκου Ξυλούρη απαγορεύονται.
Ο Νοέμβρης του 1973 τον βρίσκει κοντά στους αγωνιστές του Πολυτεχνείου, όπου τραγουδάει μαζί τους αντιδικτατορικά τραγούδια. Μετά τη μεταπολίτευση, το φθινόπωρο του 1974, συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, όπου με τη φωνή του εντυπωσιάζει. Συμμετέχει ακόμα στο 3ο Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή και παίρνει μέρος σε αρκετές εκδηλώσεις αντιστασιακών και άλλων προοδευτικών φορέων.
Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο «Διόνυσε, καλοκαίρι μας», με τον Χριστόδουλο Χάλαρη στην «Ακολουθία» και με τον Χρήστο Λεοντή στο «Καπνισμένο τσουκάλι», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα. Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα»…
Το 1976 συνεργάζεται με τον Ηλία Ανδριόπουλο στο έργο του «Κύκλος Σεφέρη». Το 1977 κυκλοφορεί το δικό έργο με τίτλο «Ερωτικά».
Στα τέλη του 1977 ο Ξυλούρης συνεργάζεται ξανά με τον Γιάννη Μαρκόπουλο ερμηνεύοντας το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», που βασίστηκε πάνω στο ομώνυμο ποιητικό αριστούργημα του Διονύσιου Σολωμού. «Με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες γλώσσες κραίνει: Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει»…
Τον Ιούνη του 1978 παρουσιάζει σε μουσική Λίνου Κόκοτου και ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου τα «Αντιπολεμικά» – έργο γεμάτο ανθρωπιά που καταφέρνει να ανανεώσει και να θεμελιώσει και πάλι το λυρισμό και την υψηλή ποιότητα στο τραγούδι – στόχο. «Τα κανόνια πολεμάνε και οι άνθρωποι πεθαίνουν, τα κανόνια τραγουδάνε μα οι έμποροι σωπαίνουν»…
Στους πρώτους μήνες του 1979, δημιουργεί έχοντας ο ίδιος την ευθύνη της παραγωγής, έναν εντελώς προσωπικό του δίσκο, τα «Ξυλουρέικα», μια συλλογή εμπνευσμένη από την κρητική παράδοση, που κλείνει μέσα της όλο το πάθος του για το κρητικό τραγούδι.
Λίγες μέρες πριν προσβληθεί από τον καρκίνο, ο Ξυλούρης ηχογράφησε σε μουσική του νέου τότε συνθέτη Λουκά Θάνου, το έργο «Σάλπισμα», σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη, Κώστα Βάρναλη. Ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή πριν κλείσει τα 44 του χρόνια, στις 8 του Φλεβάρη 1980.
«Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο/ αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς»…
Σημείωση 1: Το κείμενο βασίστηκε σε ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη (9/2/1980), αμέσως μετά το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη…
Σημείωση 2: Ο στίχος του τίτλου, από τον “Ερωτόκριτο” του Βιτσέντζου Κορνάρου
Δείτε ακόμα:
Θέατρο τη Δευτέρα: «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια»