Ο άγγελος στη Νεκρόπολη του σκιερού δάσους…

Ελάχιστοι Πατρινοί γνωρίζουν την ύπαρξη του αρχαϊκού νεκροταφείου. Ανάπηρες μνήμες, λειψές ζωές. Προτιμούν να ζουν στους πρόποδες της Νεκρόπολης, ανυποψίαστοι. Τραβώντας εκατοντάδες selfie. Μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Περιφέροντας κάτι που οι ίδιοι αποκαλούν, λέει, ζωή.
Πιθανότατα, κάτι θα ξέρουν.

Του Γιάννη Δημογιάννη

Μόλις 7 χιλιόμετρα έξω από την πόρτα μου. Μια Ιθάκη που περίμενε να ’ρθω κάποτε, κοντά της. Σήμερα, βαρέθηκα πια να κουβαλώ Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες στην ψυχή μου.  Είπα, θα πάω. Δίχως άλλη αναβολή. Κάτι σαν προσκύνημα στη γη που τόσα χρόνια με χωρά μέσα της. Και πήγα μόνος μου, όπως τού έπρεπε.

Η Νεκρόπολη της Βούντενης, αμφιθεατρικά

Ταρζανιά θα το ‘λεγες, γνωρίζοντας τον αποκλεισμό των ανάπηρων από αυτό που εσείς θεωρείτε καθημερινότητα με πλήρη τα δικαιώματά της. Να παλεύεις με τα θεριά μέσα σου, αλλά τελικά να σε γονατίζουν η αδιαφορία και η περιθωριοποίηση. Τα τείχη, που όρθωσαν άλλοι, κλείνοντας μέσα τους, αθώους.

Πολλές φωνές προσπάθησαν να εισβάλλουν μέσα μου. Γνώριμη η πολιορκία τους. “Αν σκάσει ένα λάστιχο;” “Αν η μπαταρία του τρίτροχου χαλάσει;”.”Αν η ζέστη σε εξαντλήσει;” “Αν ο χώρος δεν είναι προσβάσιμος;” Αν. Αν. Αν. Αν. Η ζωή κατάντησε υπόθεση. Είπα, θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό, που λέει και ο ομορφάντρας. Ξέρει αυτός.

Κι όντως, όταν φτάνω στο πάρκινγκ, η μπαταρία κρασάρει. Χαλαρό με κόβω… Καμία αναταραχή, ούτε καν ένα μπινελίκι. Σπάνια ψυχραιμία για τα κυβικά μου. Κάνω το αυτονόητο στην ερημιά. Τηλεφωνώ στον ηλεκτρολόγο, αλλά, προτού καν εξηγήσω τι και πώς, το ρεύμα έρχεται απίκο. Ανακούφιση.

Προχωρώ στον Παράδεισο. Μέσα από ένα πανέμορφο, σκιερό μονοπάτι.
Φτάνω στην είσοδο, οι φύλακες κουφαίνονται. Νομίζουν πως θέλω να μπω μέσα με μηχανή. Εξηγώ, παίρνω όμως, καλού κακού, και το τηλέφωνο τους. «Ο προνοών, αδελφού κήδεται», έλεγαν οι δάσκαλοι.


Αρχίζω τη διαδρομή. Ανεβαίνω, στρίβω, ανεβαίνω ξανά, απότομα, κι άλλο, κι άλλο, η μπαταρία δε σηκώνει την κλίση, φρένο, φρένο, με παίρνει η κατηφόρα, επιταχύνει, στρίβω τιμόνι, χάνω τον έλεγχο… Πέφτω από το ποδήλατο. Ξανά. Άλλη μία πτώση στις αναρίθμητες.

Φαίνεται πως άκουσαν το θόρυβο της πτώσης από το φυλάκιο. Φωνάζουν πάλι και πάλι. Δίνω στίγμα.

Περιμένω στο σημείο, πεσμένος στην άσφαλτο. Σαν από δυστύχημα που με βρήκε σε μία απόμερη παραλία πάνω σ’ ένα λόφο με πανέμορφη θέα.
Ούτε γκρίνια, ούτε παράπονα, ούτε μαλακισμένες φοβίες και αγκυλώσεις. Ήρεμος, φτάνει.

Έρχονται δύο άνθρωποι, με σηκώνουν σαν πούπουλο. Στα χρόνια των προγόνων μας τούς έλεγαν “Από μηχανής Θεούς”. Κάτι ήξεραν. Ελέγχουμε χέρια, πόδια, μάλλον όλα καλά.

Ο ένας από τους δύο ανθρώπους που με σήκωσαν γίνεται άγγελος – συνοδός. Δίπλα μου, σε κάθε βήμα στο προσκύνημα. Είχε το ίδιο όνομα με τον μακαρίτη τον πατέρα μου. Πρόσωπο καθαρό. Μάτια παιδικά να σε πάνε κατευθείαν στην καρδιά.

Αρχίζουμε την περιήγηση στο βασίλειο των νεκρών. Οι τάφοι τους, εκκλησίες του 1200 π.Χ, περίπου. Τα τελευταία σπίτια ανθρώπων, οικογενειών, αρχόντων… Μικρό το διάφορο, ανυπέρβλητο το δέος.

Στην κατωφέρεια ενός αμφιθεατρικού λόφου, η σκαπάνη των αρχαιολόγων αποκαλύπτει 80 περίπου λαξευτούς τάφους. Μία ολόκληρη νεκρόπολη, το νεκροταφείο των Μυκηναίων, οι οποίοι είχαν οχυρώσει στους γειτονικούς λόφους, τους οικισμούς τους. Να βλέπουν οι ζωντανοί τους απέναντι νεκρούς και να συνομιλούν.

Οι τάφοι τους, ζηλευτά αρχιτεκτονήματα. Εγκάρσιες τομές στην πλαγιά ενός λόφου. Θυμίζουν φέτες μίας γιγάντιας χωμάτινης τούρτας. Άρχιζαν από μία τομή και προχωρούσαν στην καρδιά της πλαγιάς, στο κέντρο της γης. Οι δύο πέτρινες πλευρές του ταφικού διαδρόμου βάθαιναν και – προχωρώντας στα σπλάχνα της γης – κατέληγαν στην εντυπωσιακή είσοδο. Όσο για τα κτερίσματα, τα ευρήματα των τάφων, φτάνουν και περισσεύουν, για να γεμίσουν πολλές προθήκες του Νέου αρχαιολογικού μουσείου Πατρών.

Η κρίσιμη ώρα φτάνει..Μπροστά από την είσοδο του πιο επιβλητικού τάφου, οι φωνές βουίζουν στο μυαλό. Οι Κύκλωπες, βλέπεις, βρήκαν πάτημα να σηκώσουν κεφάλι στη σπηλιά.

«Θα μπεις;» «Μήπως πας γυρεύοντας;» “Καλά το κατέβασμα στον Άδη.» «Με την κάθοδο θα την βγάλουμε, με το ανέβασμα, θα την παλέψουμε;» «Θα βγούμε στο φως ή μήπως ανοίγουμε νταραβέρια με τους νεκρούς;”

Στολισμένη νεκροκεφαλή κοριτσιού από μετέπειτα τάφο (300 – 400). Εκτίθεται στην αίθουσα της Νεκρόπολης του Νέου Αρχαιολογικού μουσείου Πατρών

Ανάκατες οι σκοτεινές φωνές. Ο Πάντσο έλειπε, άλλον δεν είχε παρά τον φύλακα άγγελο. Σ’ αυτόν άδειασε τις σκέψεις. Όμως, όσα φίδια κι αν γέννησε ο νους του, ίδιο ήταν το αντίδοτο του αγγέλλου:
“Θα ‘μαι πίσω σου. Μη φοβάσαι. Πίστεψέ με!”

Τον άκουσε, κι ας μην πίστευε τον δικό του Ροσινάντε. Ο πληγωμένος ιππότης μόνο τον άγγελο εμπιστεύτηκε. Τίποτε δικό του. Απλά, την πίστη του στο νεκροπομπό.Και τότε, στήθηκε ευθεία στο διάδρομο της λήθης, ίσιωσε τους τροχούς στο άρμα του και άνοιξε τέρμα τα γκάζια. Με μία ανάσα βγήκανε και οι δύο στο φως.

Κτερίσματα από την ανασκαφή της Βούντενης


Η περιήγηση τελειώνει. Ο ήλιος καίει μεσημεριάτικα. Πρέπει να επιστρέψεις. Πληγωμένος, μα τόσο γεμάτος. Λίγο πριν φύγεις, ο συνοδός βγάζει αναμνηστική φωτογραφία. Μόνος, πάνω στο τρίτροχο ποδήλατο, με φόντο την Αχαϊκή πρωτεύουσα. Κοιτάς το σκιερό δάσος της Νεκρόπολης. Μετά τη θέα τριγύρω, τελευταία, τη γη του Πατρέα. «Με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη», όπως θα έλεγε και ο ποιητής.

Ακούει το κλικ του smartphone.

Ελάχιστοι Πατρινοί γνωρίζουν την ύπαρξη του αρχαϊκού νεκροταφείου. Ανάπηρες μνήμες, λειψές ζωές. Προτιμούν να ζουν στους πρόποδες της Νεκρόπολης, ανυποψίαστοι. Τραβώντας εκατοντάδες selfie. Μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Περιφέροντας κάτι που οι ίδιοι αποκαλούν, λέει, ζωή.

Πιθανότατα, κάτι θα ξέρουν.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: