Ο Αστερίξ και ο Υπεριταλικός
Ακόμα και η χειρότερη περιπέτεια του Αστερίξ παραμένει καλύτερη από οτιδήποτε άλλο. Το τεύχος με τον “Υπεριταλικό” δεν είναι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, καταφέρνει όμως να μη μας προσβάλλει και να μας δώσει πίσω το συναίσθημα της προσμονής για τις νέες ιστορίες που κυκλοφορούν.
Για κάποιους μικρότερους, οι περιπέτειες του Αστερίξ είναι σαν ένα ροκ συγκρότημα, που δεν πρόλαβαν, αλλά είναι ακόμα στη σκηνή κερδίζοντας παντού και πάντα το χειροκρότημα. Τα πρόσωπα μπορεί να αλλάζουν, οι βασικοί συντελεστές να μην είναι οι ίδιοι, αλλά μένει πάντα κάτι από την αίγλη και τη μαγεία του ονόματος.
Μετά την οριστική αποχώρηση του Ουντερζό, που το κούρασε περισσότερο και από τους Πυξ-Λαξ, ήρθε το δίδυο Ferri-Conrad και οι νέες περιπέτειες, που ακόμα κι αν δεν είναι -που δεν είναι- στο ύψος των προηγούμενων, μας έδωσαν πίσω -ή για πρώτη φορά στους νεότερους- το συναίσθημα της προσμονής, όπως όταν κυκλοφορεί ένας νέος δίσκος, με ολοκαίνουριο υλικό, που μας περιμένει να το αφομοιώσουμε, να το αναλύσουμε καρέ-καρέ ή νότα-νότα, τι εννοούσε εδώ, τι ήθελε να πει ο ποιητής, να το κριτικάρουμε, να το βαρεθούμε.
Για τους πιο μικρούς είναι η προσομή για κάτι που δε χαρήκαμε ποτέ, γιατί τα μάθαμε όλα μαζί, χωρίς χρονολογική σειρά -έτσι και αλλιώς η ελληνική έκδοση ακολουθεί μια δική της αρίθμηση, που δεν έχει σχέση με το πρωτότυπο. Κάποιοι δεν πρόλαβαν καν αυτήν την αγωνία με το ΜΑΜΟΥΘΚΟΜΙΞ να ενημερώνει πως το επόμενο τεύχος θα κυκλοφορήσει τότε στην Αθήνα και τότε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η προσμονή αυτή επιστρέφει -χωρίς διακρίσεις μεταξύ Αθήνας και επαρχίας- και αυτό από μόνο του είναι αξία ανεκτίμητη.
Κάποια τεύχη μπορεί να φαίνονται μέτρια και τότε συμβαίνει το εξής παράδοξο, καθώς μπαίνουν σε λειτουργία αντίστροφοι μηχανισμοί. Κάποιες δουλειές θα ήταν πολύ καλές για οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη-τραγουδιστή-κόμικ, όχι όμως και για το δικό σου αγαπημένο, για τον οποίο έχεις πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών. Κι από την άλλη, κάποιες άλλες δουλειές είναι επιεικώς μέτριες κι αδιάφορες, αλλά τις αποδέχεσαι και τις συγχωρείς από τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη-τραγουδιστή-κόμικ, ενώ δε θα τις δεχόσουν από κανένα(ν) άλλο.
Το ίδιο ακριβώς μπορεί να συμβεί και με τις ιστορίες του Αστερίξ, που η ιστορία τους γράφεται ακόμα, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, να υπάρχει συνέχεια κι εξέλιξη. Αλλά οι συγκρίσεις με το ένδοξο παρελθόν, που έχει τη σφραγίδα του κλασικού, θα στέκουν πάντα σα βραχνάς για κάθε τι καινούριο που βγαίνει. Πολλά πράγματα φαίνονται χειρότερα, από τη γραμματοσειρά μέχρι τα σκίτσα. Και δεν είναι απλά γιατί έτσι τα μάθαμε, έτσι τα βρήκαμε και θέλουμε να παραμείνουν έτσι εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό που είναι σαφώς βελτιωμένο είναι το χαρτί της έκδοσης, κάτι που αυξάνει αντίστοιχα όμως και την τιμή, που σπάζει το ψυχολογικό φράγμα των 5 ευρώ, ενώ κάποτε θυμάμαι μας κακοφαινόταν όταν ξέφευγε η τιμή από το 500άρικο.
Η υπόθεση έχει να κάνει με έναν αγώνα δρόμου με άλογα κι έχει σαφείς παραπομπές στη Φόρμουλα 1, με τη Μόντσα και τη διάσημη πίστα της, σε μια χώρα που λατρεύει τη Φερράρι -με σήμα το άλογο, τυχαίο κι αυτό;-. Αλλά στην πραγματικότητα, είναι κάτι σαν το πρωτάθλημα Ράλι (WRC) με τις ειδικές διαδρομές κι ένα ζευγάρι ηνιόχων -με οδηγό και συνοδηγό ή μάλλον συνηνίοχο. Όπου ο Οβελίξ μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή-δηγό του άρματος, χωρίς να το χρειάζεται στην πραγματικότητα, έχοντας διδάξει για πολλά χρόνια πώς είναι να κλέβεις την παράσταση, ενώ σε έχουν θεωρητικά σε δεύτερο πλάνο. Κάπως σα να τρέχεις στη Φόρμουλα 1 και η ομάδα να δίνει προτεραιότητα στον ομόσταυλό σου -που κι αυτό ως λέξη στα άλογα παραπέμπει- αλλά εσύ να βγαίνει σταθερά πρώτος, ενάντια στις οδηγίες και το σχέδιό της.
Η περιπέτεια αυτή δεν είναι η χειρότερη που έχει βγει, σίγουρα όμως δεν είναι μεταξύ των καλύτερων. Δε σε προσβάλλει από τη μια κι από την άλλη, δε σε ξετρελαίνει. Η τελική αίσθηση είναι ένα παγωμένο χαμόγελο αμηχανίας, που είναι όμως ειλικρινές ως χαμόγελο σε αρκετά σημεία της ιστορίας, όπως πχ με τους Λουζιτανούς (Πορτογάλους), τη ραθυμία και τα ονόματά τους. Μια ιστορία που δανείζεται εμφανώς, κατά τη γνώμη μου, στοιχεία από το “Γύρο της Γαλατίας” και την περιπέτεια με τους “Ολυμπιακούς Αγώνες”, με τον Οβελίξ να προσπαθεί για άλλη μια φορά να καταλάβει τους κανονισμούς, πότε επιτρέπονται οι φάπες και πότε όχι.
Η ιστορία έχει καλές στιγμές και ατάκες. Ατάκες βέβαια είχαν και οι ιστορίες του Ουντερζό, που έτργε από τις έτοιμες δάφνες του παρελθόντος και τους τρομερούς ήρωες που είχαν φτιάξει μαζί με τον αξεπέραστο Γκοσινί, με κίνδυνο όμως να τους κάνει κινούμενες καρικατούρες του εαυτού τους. Από ένα σημείο κι έπειτα μάλιστα οι ιστορίες του άρχισαν να ξεχειλώνουν επικίνδυνα, σε βαθμό που να περιλαμβάνουν εξωγήινους από το διάστημα -τόσο πειστικό, όσο και τα ρακούν του Τζόι από τα “Φιλαράκια”, που παρεμπιπτόντως και αυτός είχε γίνει ένα είδος καρικατούρας στους τελευταίους κύκλους.
Εδώ η ιστορία δεν μπάζει, λείπει όμως το λεπτό πνεύμα και η φαντασία του Γκοσινί. Και υπάρχουν μερικά σημεία που σε αφήνουν με την απορία μήπως φταίει η μετάφραση ή η δική σου αντιληπτική ικανότητα. Υπάρχουν κάποιοι αναχρονισμοί-παραλληλισμοί με το παρόν ή το μεταγενέστερο παρελθόν, που χρειάζονται επεξήγηση, οπότε χάνουν μεγάλο κομμάτι της αξίας τους-απόλαυσης για τον αναγνώστη. Όπως επίσης και κάποιες έξυπνες ιδέες (πχ με το Βεζούβιο) που όμως έχουν χοντροκομμένη εκτέλεση στην πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, η χειρότερη ιστορία του Αστερίξ εξακολουθεί να είναι πολύ καλύτερη -στο δικό μας μυαλό- από τις καλύτερες ιστορίες οποιουδήποτε άλλου ήρωα -εκτός από αυτών με τις δώδεκα ζωές και τα άπαρτα βουνά- κατ’ αντιστοιχία ενός τσιτάτου του Βλαδίμηρου που έλεγε ότι “η χειρότερη δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένα εκατομμύριο φορές πιο δημοκρατική από την καλύτερη αστική δημοκρατία”. Κι εδώ μπορεί να μην έχουμε καμιά επανάσταση στο είδος ή κάτι πολύ πρωτοποριακό. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ευχαριστούμε το νέο τεύχος που υπάρχει. Και αν αυτό δε φαίνεται από τη (γεροντο)γκρίνια για κάποια σημεία, κατά βάθος είναι αντεστραμμένη αγάπη.