Ο Καζαντζάκης και τα Γλυπτά του Παρθενώνα

«Μοντέρνα» Έργα και Σύγχρονη Βαρβαρότητα στο Βρετανικό Μουσείο

Ιούνιος 1939, ο Νίκος Καζαντζάκης καταφτάνει στο Λονδίνο και επισκέπτεται το ΒΜ. Εκεί τον υποδέχεται αρχικά ένας άλλος εξωτικός γίγαντας, ο αλλόκοτος θυρωρός του μουσείου, ο «Χόα-Χάκα-Νάνα-Για» [sic] [Hoa Hakananai’a] από τα Νησιά του Πάσχα. Η συνάντηση με το λάφυρο αυτό της αυτοκρατορικής εξάπλωσης, σήμερα εξίσου διαφιλονικούμενο με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, διαδραματίζεται όχι μέσα στο μουσείο, ούτε καν στον προθάλαμο, αλλά κυριολεκτικά έξω από αυτό, στο κεφαλάρι της πλατιάς σκάλας που οδηγεί στην κεντρική είσοδο του νεοκλασικού κτιρίου [εικ. 1]! Κάτω από αυτές τις μειωτικές συνθήκες πρωτοσυνάντησε ο Καζαντζάκης έναν από τους καλλιτεχνικούς του ήρωες, χωρίς να εκφράσει ωστόσο, παρά τις αντιαποικιοκρατικές του ευαισθησίες, καμία αντίρρηση σε αυτό το πρόδηλα υπεροπτικό δείγμα αποικιακής σκηνοθεσίας.

Η συνέχεια θα ήταν ακόμη πιο απογοητευτική. Ο συντονισμός του Κ. με το αποικιακό αφήγημα του μουσειακού οικουμενισμού, που αναλύθηκε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, διεκπεραιώνεται στο σπουδαίο ταξιδιωτικό του έργο Αγγλία (1941). Το βιβλίο προέκυψε από την επίσημη εκπαιδευτική του επίσκεψη στη χώρα το καλοκαίρι του 1939, κατόπιν πρόσκλησης από το «νεοϊδρυθέν όργανο της βρετανικής πολιτιστικής προπαγάνδας», το Βρετανικό Συμβούλιο. Η υπόθεση μοιάζει πολύ με ένα άλλο πολιτιστικό εγχείρημα, την πολύ προγενέστερη και εξίσου επίσημη επίσκεψη του Κ. στη Σοβιετική Ενωση. Η Αγγλία επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, η κυριότερη από τις οποίες σχετίζεται με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο αυτού του αριστερού της αστικής διανόησης παίρνει τώρα τη μορφή ενός ύμνου στη φιλελεύθερη Βρετανική Αυτοκρατορία και στην Ιστορία της. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που το βιβλίο σωστά έχει θεωρηθεί το τέλειο παράδειγμα της αποτελεσματικότητας της βρετανικής προπαγάνδας και των ζωτικών συμφερόντων της εξωτερικής πολιτικής της αυτά τα χρόνια στην περιοχή. Το ιδιαίτερο αυτό βιβλίο στέκει μοναχικά πάνω σε μία ιστορική κόψη, μία πολύ αιματηρή – όπως αποδείχθηκε – κόψη, η οποία χωρίζει τον φιλοκομμουνισμό του Κ. σε δύο εξίσου φιλοσοβιετικές περιόδους, μία πριν και μία μετά τη συντηρητική του αναδίπλωση την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Ηγεμονία του Οικουμενικού Μουσείου

Η περιγραφή της εμπειρίας του Κ. στο ΒΜ αντανακλά στην εντέλεια την εικόνα που η βρετανική ελίτ είχε για τον εαυτό της και την παγκόσμια πολιτισμική της αποστολή. Πράγματι, στο υμνητικό του αφήγημα ξεχωρίζουν μερικές βαθιά αυτοκρατορικές αντιλήψεις. Προεξάρχουσα ανάμεσά τους είναι η ανιστορική και εξιδανικευτική αντιμετώπιση του μουσείου ως «σπιτιού του καιρού» και του «εξευγενισμένου κάματου του ανθρώπου». Ο Κ. παρουσιάζει στην ουσία ένα αποικιακό οικουμενικό μουσείο όπως το ήθελε ο αυτοκρατορικός οικουμενισμός από τον 18ο αι. και μετά [βλ. προηγούμενη επιφυλλίδα, Ριζοσπάστης, 15/16 Απριλίου 2023]: Ενα μουσειακό πανόραμα όλων των φάσεων του ανθρώπινου πολιτισμού, το οποίο είναι προϊόν της ίδιας «μεγάλης ευτυχίας» να «μετατοπίζεσαι από τη μία άκρα του καιρού και του κόσμου στην άλλη». Ο Κ. επίσης περιγράφει ένα θέαμα χωρίς ιστορία: Η τέχνη παρουσιάζεται εδώ ως μία φιλοσοφικά αόριστη δραστηριότητα που αφορά κυρίως τον ευγενή θεατή, ενώ κανένα σχετικό φαινόμενο δεν υποβάλλεται σε κριτικό αναστοχασμό ή ένταξη στα συμφραζόμενά του – ούτε τα καλλιτεχνικά εκθέματα ούτε οι τρόποι απόκτησης ή έκθεσής τους, ούτε φυσικά το ίδιο το μουσείο ως ίδρυμα. Οι δύο παραπάνω γωνίες ορίζουν μαζί αυτό που ονομάζω σαρωτική ματιά του Κ., μια οριζόντια και στην ουσία ιδεαλιστική ματιά που κατασκευάζει ένα μουσείο – συλλεκτικό παράδεισο ειρηνικής συμβίωσης όλων των λαών και των τεχνών της παγκόσμιας Ιστορίας. Δηλαδή, μία επεκτατική οπτική τελείως ευθυγραμμισμένη με την αυτοκρατορική οπτική των λεγόμενων οικουμενικών μουσείων.

Και από αυτό το μείγμα δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει και το απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε πολιτισμικού ιμπεριαλισμού – η καραμέλα της διάσωσης. Μπροστά στο «απέραντο τούτο θησαυροφυλάκιο του ανθρώπου», καταλαμβάνει ξαφνικά τον Κ. ο εφιάλτης κάθε πλούσιου και ισχυρού – το φάντασμα της ξαφνικής απώλειας της ισχύος και του πλούτου του. Ο μηχανισμός συμπυκνώνεται τέλεια στο ερώτημα: «Αν γίνουνταν ξαφνικά… σεισμός, πυρκαγιά, κάθοδος των βαρβάρων και μπορούσα, ποιο θα έσωζα από όλα τούτα τα αναρίθμητα αγαθά;». Αυτό ακριβώς το ερώτημα – φάντασμα στοιχειώνει από την αρχή τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του συγγραφέα στο μουσείο, υπογραμμίζοντας για μία ακόμα φορά ότι το αναγκαίο παρακολούθημα της δυτικής φαντασίωσης του εκπολιτισμού, όπως προσδιορίστηκε από το αποικιοκρατικό εγχείρημα, είναι αναπόφευκτα η απειλή της βαρβαρότητας. Οι βάρβαροι επιστρέφουν στον Κ. για να υπηρετήσουν λαθραία (θελημένα ή αθέλητα, δεν το ξέρω) τη δημιουργία της βολικής εντύπωσης ότι τα αυτοκρατορικά μουσεία δεν είναι τελικά τα αποθετήρια λείας ή υπεξαίρεσης που γνωρίζουμε ότι είναι, αλλά αντιθέτως ότι αποτελούν προϊόντα κάποιου ανώτερου, ηθικού και ευγενούς ιδεώδους – της διάσωσης. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστη η ιδεολογική ηγεμονία του οικουμενικού λόγου ακόμα και στο μυαλό ενός αριστερού διανοούμενου…

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κ. θα πάρει, όπως και πριν, ξεκάθαρα επιθετικές στάσεις απέναντι στην αποικιοκρατία, την αυτοκρατορία και τα καμώματά της, αλλά αυτήν την περίοδο κάνει διάφορες παραχωρήσεις σε αυτά τα θηριώδη πλάσματα. Οχι εν αγνοία του – «δεν ξέραμε τότε, τόρα ξέρουμε» όπως θα ισχυριστεί αρκετά αργότερα, με φανερά απολογητική διάθεση. Ο ορθόδοξος μαρξιστής Κ., όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται από τη δεκαετία ακόμη του 1920 και μετά, γνώριζε και τότε τι θα πει πάλη των τάξεων αλλά και «φοβερό ξύπνημα των ασιατικών και αφρικανικών λαών» και διατύπωνε δυναμικά καλέσματα κατά της αποικιοκρατίας: «Διώξετε τους Ευρωπαίους – λυτρωθείτε από το ξένο κεφάλαιο»1. Αυτός φυσικά δεν είναι ο Κ. του Σμαραγδή, ούτε της Wikipedia, και ειδικά όχι της ελληνικής της έκδοσης, δηλαδή ο ανένταχτος ήρωας του φιλελευθερισμού, εξαγνισμένος από οποιαδήποτε φιλοκομμουνιστική και αντιαποικιοκρατική ‘σκιά’. Τέτοιος όμως είναι φανερά ο Κ. της Αγγλίας, και, όπως σωστά το έβλεπε από τότε ο Ριζοσπάστης, αυτός ο «αστός» Κ. νικιέται συχνά από τον ιδεαλισμό του: Από τον τρόμο του μπροστά στην επερχόμενη βαρβαρότητα του πολέμου και επίσης, όπως εξηγώ εδώ, από τις υποσχέσεις ‘πνευματικής λύτρωσης’ που προσφέρει ο πολιτισμός και οι ναοί του, τα οικουμενικά μουσεία.

Οι Βάρβαροι στο Εσωτερικό

α) Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος

Το φάντασμα των βαρβάρων στον Κ. δεν αφορά όμως αποκλειστικά το παρελθόν και δεν λειτουργεί μόνο για να μεταμφιέζει την αποικιακή ληστρικότητα σε διάσωση. Απευθύνεται κατευθείαν και στο παρόν, μεταφέροντας τις απειλές της βαρβαρότητας στο σύγχρονο μουσείο. Η επέλασή τους φαίνεται μάλιστα να καθιστά τα μουσεία τόπους μιας διάσωσης εις το διηνεκές, νομιμοποιώντας και στο υποθετικό μέλλον τον ηγεμονικό τους ρόλο ως ιδρύματα – σωτήρες.

‘Η μήπως όχι; Μπορεί αυτοί οι βάρβαροι να είναι διαφορετικοί… πολύ διαφορετικοί; Σίγουρα. Αρχικά, δεν εφορμούν, όπως οι άλλοι δήθεν ‘άγριοι’, από έξω, αλλά από το κέντρο του πολιτισμού. Επιπλέον, φαίνεται να παραπέμπουν σε μια βαρβαρότητα πραγματική, πολύ πιο σκοτεινή και οικεία, η οποία ανακαλεί ευθέως τις ιμπεριαλιστικές στρατιές που με το δάχτυλο στη σκανδάλη ετοιμάζονταν για τις θηριωδίες του πολέμου. Πράγματι, η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συμπίπτει με τις τελευταίες μέρες παραμονής του Κ. στην Αγγλία και η σκιά του είναι πανταχού παρούσα στο βιβλίο. Ο Κ. εξάλλου είναι από τους τελευταίους που είδαν τα γλυπτά στο ΒΜ πριν το ξέσπασμα του πολέμου: Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από το Λονδίνο, τα γλυπτά έφευγαν και αυτά για τις κρύπτες στον υπόγειο του Λονδίνου ώστε να ‘σωθούν’ και πάλι, αυτή τη φορά από τη βαρβαρότητα των πολιτισμένων και των δικών τους πολέμων. Το ίδιο επιχείρημα διάσωσης του πολιτισμού από τους πολιτισμένους – από Ευρωπαίους φιλότεχνους και άλλους άρπαγες – σφράγισε από την αρχή την ιστορία των Γλυπτών του Παρθενώνα, καθώς χρησιμοποιήθηκε ευρέως και από τον λόρδο Ελγιν!

Συνεπώς, το φάντασμα της βαρβαρότητας / καταστροφής και το αντίμετρο της διάσωσης δεν ήταν ένα υποθετικό εύρημα, ούτε ένα ρητορικό τέχνασμα της φαντασίας του συγγραφέα. Αντιθέτως, το σχήμα βαρβαρότητα – διάσωση είναι ένας βαθιά ιδεολογικός τόπος που είναι γερά ριζωμένος στην πραγματικότητα τριγύρω του, στις ιστορικές συνθήκες απόκτησης των συλλογών των αυτοκρατορικών μουσείων, όπως επίσης στην ιστορική εμπειρία της πολεμικής προετοιμασίας για την προστασία τους.

β) Ταξικός Πόλεμος

Η βαρβαρότητα ήταν και είναι, συνεπώς, μια κεντρική συνθήκη τόσο της γενεαλογίας όσο και της διατήρησης των μουσείων των ‘πολιτισμένων’. Ακόμη παραπάνω, όμως, στις αναλύσεις του Κ. η συζήτηση αυτή ξεπερνά τον πόλεμο με τη στενή του έννοια και αντανακλά κάτι άλλο, ακόμη πιο βάρβαρο – την κανονικότητα του καπιταλισμού. Ο Κ. θα γράψει εκτενώς για τις ανελέητες «κακοφωνίες» της νεοτερικής βαρβαρότητας στην Αγγλία. Για τις βίαιες εντάσεις που παράγει η αυτοκρατορία τόσο στο Λονδίνο όσο και στις «μουντζαλωμένες πολιτείες» του βιομηχανικού βορρά, από το Σέφιλντ μέχρι το Μάντσεστερ. Και εκεί θα βρει ξανά την ίδια καταπόνηση του ανθρώπου που νωρίτερα περιέγραψε ως «το φυσικό κλίμα της ψυχής μας», το κλίμα της ζωής το 1939, το οποίο «θέμε δεν θέμε είναι πια η ταραχή, η αγανάκτηση, ο πόλεμος και ο φόβος». Ιμπεριαλιστικός πόλεμος και κοινωνικός ή ταξικός πόλεμος είναι σε αυτές τις γραμμές ομοειδείς πραγματικότητες. Ο Κ. εξάλλου είχε ήδη από το 1927 κάνει στενές συνδέσεις ανάμεσα στον πόλεμο στη στρατιωτική του μορφή, τον «καπιταλιστικό πόλεμο», και τον «κοινωνικό πόλεμο» που διεξάγεται καθημερινά στις καπιταλιστικές κοινωνίες και οξύνει κάθε στιγμή τις συνθήκες που οδηγούν στον πρώτο [Ομιλία στο Συνέδριο των Φίλων της ΕΣΣΔ, 12 Νοεμβρίου 1927].

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συνεπώς, διαμορφώνεται η απειλή της καταστροφής και η προσταγή της διάσωσης στον Κ. Και εκεί που φαίνονταν αυτές οι έννοιες να παραπέμπουν σε επίλεκτα επιχειρήματα της αποικιοκρατίας, μεταμορφώνονται ξαφνικά σε όπλα που στρέφονται ενάντια στον καπιταλισμό και τις συνέπειές του.

Παραπομπή:

1. Αναφέρομαι σε διάφορα κείμενα και ομιλίες, όπως «Η χθεσινή συγκέντρωση στη διάλεξη του Ιστράτι», εφημ. Ριζοσπάστης, 12.1.1928, και Κείμενο 120 στο Πρεβελάκης, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη…, Αθήνα, 1984.

  • Το παρόν αποτελεί απόσπασμα ενός εκτενέστερου άρθρου. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο στο πόρταλ «902.gr».

 

Άρης Σαραφιανός
Αναπληρωτής καθηγητής στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ριζοσπάστης

 

Κεντρική φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: