Παγκοσμιοποίηση και Πολιτιστικός Ιμπεριαλισμός
Ποικιλία, περιεχόμενο, προοπτική. Αυτή είναι και η διαφορά του πολιτιστικού διεθνισμού με τον ιμπεριαλισμό. Το τσάκισμα των εμποδίων, της ομοιογένειας και του ελιτισμού, που θέτει η εμπορευματοποίηση ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς.
Ιμπεριαλισμός.
Μία λέξη η οποία είχε αφανιστεί από το λεξιλόγιο της κοινής γνώμης των καπιταλιστικών κοινωνιών για δύο δεκαετίες, επέστρεψε πέρα από κάθε προσδοκία σε αυτό δεδομένων των οικονομικών συνθηκών που αυτές έχουν περιέλθει, και χρησιμοποιείται μάλιστα τόσο κατά βούληση που τελευταία τείνει να γίνει ελαστικός επίδεσμος. Τη χρησιμοποιεί ο Πούτιν όταν οι αμερικάνικες εταιρείες επεμβαίνουν στις οικονομικές ζώνες που ελέγχουν ρωσικά επιχειρηματικά συμφέροντα, την αναφέρει μέχρι και ο Ερντογάν όταν θέλει να επιπλήξει την ΕΕ για τον παραγκωνισμό της τουρκικής αστικής τάξης από την υφιστάμενη μοιρασιά της πίτας στην ανατολική Μεσόγειο. Την ίδια ώρα ο μεν χρησιμοποιεί ένα συνονθύλευμα χριστιανικής ορθοδοξίας και σοβιετικών επιτευγμάτων, με σκοπό να αποκτήσουν βαθύτερο κοινωνικό έρεισμα οι εταιρείες που εκπροσωπούν τη χώρα του στις διαφιλονικούμενες αγορές σε σχέση με αυτές των ΗΠΑ, και ο δε ένα μίγμα ισλαμισμού και παντουρκισμού για τις κοινωνίες που επιδιώκει να δημιουργήσει οικονομική ζώνη επιρροής. Ταυτόχρονα απέναντί τους βρίσκεται ένας ωκεανός αμερικάνικων συμπεριφορικών τάσεων και τα περίφημα νεανικά μουσικά προϊόντα τους, που στοχεύουν στα μαζικά λαϊκά στρώματα, ή η βιομηχανία γαλλικού κουαλιτέ κινηματογράφου των ευρωπαϊκών φιλανθρωπικών ψευτοαξιών που αποσκοπεί στον προσεταιρισμό των πιο μορφωμένων, αστικών στρωμάτων της νεολαίας. Αυτός είναι ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, μία από τις εκφάνσεις και τις μεθόδους επιβολής του ιμπεριαλισμού.
Ιμπεριαλισμός είναι ένα και μόνο πράγμα, το οικονομικό μας σύστημα που περιγράφεται από τον Λένιν στο Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Όταν δηλαδή το τραπεζικό κεφάλαιο άρχισε τον σχηματισμό τραστ και τη δημιουργία συγχωνεύσεων, έως την επέκτασή τους σήμερα σε όλους τους κλάδους της παραγωγής από τα ενεργειακά, μέχρι τα βιομηχανικά ή πληροφορικά/τεχνολογικά διεθνή μονοπώλια. Η εφαρμογή του εντούτοις γίνεται πότε με το καρότο πότε με το μαστίγιο. Πότε με τις κιθάρες, πότε με τα πολυβόλα. Όμως οι προεκτάσεις του φτάνουν πολύ πέρα από τα γνωστά ή αναμενόμενα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Η Ολλανδία είναι γνωστή σαν την πιο ειρηνιστική χώρα του κόσμου. Οι άνθρωποι καπνίζουν ψυχαγωγική μαριχουάνα στις γέφυρες των καναλιών της, παρακολουθούν μία υπαίθρια συναυλία ξαπλωμένοι στα γρασίδια ενός πάρκου κάποιας ηλιόλουστης Κυριακής, και φιλιούνται φορώντας ανακυκλώσιμα ρούχα. Η Ολλανδία έχει συμμετάσχει όμως σε τέσσερις πολέμους τα τελευταία 20 χρόνια και κανένας δεν έχει αφιερώσει ούτε ένα λεπτό από τη σκέψη του για αυτό: τον πόλεμο του Αφγανιστάν, τον πόλεμο του Ιράκ, τον εμφύλιο της Συρίας και τον εμφύλιο της Λιβύης. Τις εκστρατείες δηλαδή που δημιούργησαν το προσφυγικό κύμα περίπου 3.000.000 ανθρώπων μόνο από τα κράτη αυτά, και καθορίζει τις γνωστές συνθήκες που διαδραματίζεται η σύγχρονη Ιστορία μας. Πρόκειται δηλαδή για μία μιλιταριστική χώρα η οποία εφόσον ρωτήσεις κάποιον στον δρόμο, αν πιστεύετε ότι η Ολλανδία ή η Βόρεια Κορέα είναι πιο πολεμοκάπηλο κράτος, θα σε περάσουνε για τρελό. Όμως η Βόρεια Κορέα, χωρίς να εξετάζουμε τις επιμέρους κοινωνικές συνθήκες της, δεν έχει επιτεθεί σε ούτε μία χώρα τα τελευταία 70 χρόνια που έληξε ο εμφύλιος στη χερσόνησο, ενώ η Ολλανδία μόνο μέσα στον 21ο αιώνα σε τέσσερις. Επειδή όμως η ίδια μέσω της τουριστικής βιομηχανίας της που καθαυτή αποτελεί πολιτιστικό προϊόν, και παράλληλα ο διεθνής πολιτιστικός ιμπεριαλισμός ο οποίος μέσω της εικόνας που αποτυπώνει γι’ αυτήν στα οπτικοακουστικά μέσα που αφειδώς διακινεί φροντίζουν για το δημόσιο προφίλ της, συντηρεί μία βιτρίνα περιωπής και υπεράνω υποψίας.
Δεν υπάρχει καπιταλιστικό κράτος της διεθνούς ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που να μη διαθέτει και σχετική θέση στην πολιτιστική ανάλογα με την προσέγγιση που επιδιώκει η αστική τάξη του, με βάση τους στόχους της αλλά και από ποια αφετηρία, λαμβάνοντας υπόψη της τους υφιστάμενους διεθνείς συσχετισμούς. Η ελληνική για παράδειγμα που έχει καταστήσει συνειδητά την οικονομία του δικού της κράτους πλήρως παραγωγικά εξαρτημένη, και σταδιακά μετατρέπει την κοινωνία μας σε Πουέρτο Ρίκο της Ευρώπης, αναλογικά προσπαθεί να μετατρέψει και τους κατοίκους της σε Αμερικάνους. Είτε γλωσσολογικά «μπρο είμαι σε μουντ σήμερα για τσιλ», είτε εθιμοτυπικά «τι θα ντυθούμε το Χάλογουιν;» είτε ως ετεροπροσδιορισμός «οι καλύτεροι επιστήμονες στη ΝΑΣΑ είναι Έλληνες και γι’ αυτό μας προστατεύουν οι Αμερικάνοι» καθιστώντας μας την 52η πολιτεία των ΗΠΑ. Στον αντίποδα η Τουρκία που διαθέτει μια πιο δυναμική αστική τάξη η οποία επιχειρεί να αυτονομηθεί, αναπτύσσει ανάλογα και την πολιτιστική βιομηχανία της που επιτρέπει στον εγχώριο ιμπεριαλισμό να χρησιμοποιήσει κινηματογραφικές ταινίες, σειρές, ακόμα και το τουρκικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για κοινωνικό έρεισμα σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες τουρκικού εθνοτικού υποβάθρου (Τουρκμενιστάν, Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν μέχρι και τουρκικά φύλα στη ρωσική Άπω Ανατολή).
Δεδομένων των συνθηκών είναι ανεξήγητη η παρατεταμένη απουσία του όρου παγκοσμιοποίηση από τον δημόσιο διάλογο, ειδικά ύστερα από τέτοια παρατεταμένη διεθνή κρίση. Η παγκοσμιοποίηση δεν εξελίσσεται, και αυτό οφείλεται απλούστατα στο ότι δεν υπάρχει, αλλά αποτελεί μόνο έναν εξωραϊστικό τίτλο για τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Παγκοσμιοποίηση χωρίς το στοιχείο της διεθνοποίησης, είναι απλώς η εξαγωγή προϊόντων πολυεθνικών εταιρειών μίας χώρας στις άλλες που ανήκουν στη ζώνη επιρροής της. Η παγκοσμιοποίηση είναι από τη μία σημαιοστολισμένη με την αργκό των Αφροαμερικάνων αλλά από την άλλη είναι αποκομμένη από αυτούς. Χρησιμοποιεί σαν προπέτασμα καπνού, σαν άλλοθι τέτοια πολιτιστικά φαινόμενα αφαιρεμένα και ξεριζωμένα από το υπόβαθρό τους, ακριβώς για να πλήξει και να τυποποιήσει τον ανεκτίμητο πλούτο ιδιωμάτων, ποικιλίας και παραδόσεων. Στην ελληνική περίπτωση η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτιστικών προϊόντων που διακινούνται είναι ντε φάκτο από την Αμερική, και αυτό αποκαλείται μάλιστα ποικιλία. Ακόμα και εκείνα που δεν είναι από αυτήν αλλά ντόπιας προέλευσης αποτελούν κακέκτυπά της: μελοδραματικό μπουζουκορόκ, ψευτογκετιά χιπ χοπ και ευχάριστες ταινίες που ψελλίζουν κάτι περί πολιτικής ορθότητας. Την ίδια στιγμή τα μέσα μαζικής επικοινωνίας εκεί όχι μόνο βέβαια δεν εισάγουν δημοφιλές οπτικοακουστικό έργο από την Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού, γιατί δε διαβάζει υπότιτλους το κοινό τους ή ακούει ξένες γλώσσες, αλλά ούτε κι εκείνα ακόμα από τη Βρετανία δεν απευθύνονται στο ευρύ ακροατήριο γιατί τα ευρωπαϊκά με τη γενική έννοια θεωρούνται από την πλειοψηφία πολύ ψαγμένα, ξένα έως περίεργα. Με άλλα λόγια αν ο Γιώργος Λάνθιμος είχε γυρίσει τις τελευταίες του ταινίες στα ελληνικά με αγγλικούς υπότιτλους κι εξακολουθούσαν να έχουν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με αυτό που έχουν, δε θα υπήρχε περίπτωση να συνεργαστεί με τα ίδια στούντιο παραγωγής ή εταιρείες διανομής που συνεργάστηκε, και εδώ δε μιλάμε για καμμία εθνική αδικία αλλά για την αντιπαράθεση ομογενοποίησης-ποικιλίας η οποία καλά κρατεί σε όλο τον κόσμο. Πόσω δε άλλοι ανεξάρτητοι δημιουργοί εγνωσμένης αξίας και αξιόλογης παρουσίας σε περιφερειακό επίπεδο που δε θα μπορέσουν για τον ίδιο λόγο ποτέ να αποκτήσουν πρόσβαση σε πολυπληθέστερο ακροατήριο, όχι μόνο για τα νοηματικά εμπόδια της γλώσσας, αλλά κυρίως για την αισθητική αξία που αυτή έχει αποκτήσει.
Ποικιλία, περιεχόμενο, προοπτική. Αυτή είναι και η διαφορά του πολιτιστικού διεθνισμού με τον ιμπεριαλισμό που εγώ θα ήθελα ένα δικό μας νέο εγχείρημα να φέρει. Το τσάκισμα των εμποδίων, της ομοιογένειας και του ελιτισμού, που θέτει η εμπορευματοποίηση ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Τώρα είναι η ώρα να δοθεί η μάχη όχι μόνο ενάντια στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, αλλά στον αφανισμό του πολιτισμού αυτού καθεαυτού και τη μετατροπή του σε στιγμιαία εμπειρία διασκέδασης του ασυνείδητου. Είμαστε άνθρωποι και την υπόθεση του ανθρωπισμού πρέπει να φέρουμε σε πέρας μέχρι το τέλος.
Ζήτω η εργατική τάξη του 21ου αιώνα
Ζήτω ο μαρξισμός-λενινισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός