Πάνος Γεραμάνης – Με τους «άγιους» του λαϊκού μας τραγουδιού
Η προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι και ευρύτερα στο λαϊκό μας πολιτισμό είναι τεράστια. Δίπλα στις αθάνατες μορφές των σπουδαίων δημιουργών βρίσκεται επάξια η μορφή του Πάνου Γεραμάνη.
Εδώ και χρόνια, κάθε που έρχονται οι μέρες του Πάσχα, αναζωπυρώνεται η άσβεστη μνήμη του Πάνου Γεραμάνη. Ήταν Μεγάλο Σάββατο, 30 του Απρίλη 2005, όταν σε ηλικία μόλις 59 χρόνων, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του αλησμόνητου δημοσιογράφου, σκορπίζοντας θλίψη στους δικούς του, στο χώρο της δημοσιογραφίας, τους ανθρώπους του λαϊκού τραγουδιού και του αθλητισμού και στις αμέτρητες χιλιάδες «ανώνυμων» φίλων του ανά την επικράτεια. Λίγα δημόσια πρόσωπα και πολύ λιγότεροι δημοσιογράφοι έχουν εισπράξει την εκτίμηση και την αγάπη που δέχτηκε ο Πάνος Γεραμάνης όσο ζούσε και που δεν έπαψε να εκφράζεται, όσα χρόνια δε λέει να ελαφρύνει η βαριά αίσθηση της φυσικής του απουσίας.
Ο Πάνος Γεραμάνης εκτός από εξέχουσα μορφή της δημοσιογραφίας, υπήρξε και σημαντική μορφή του λαϊκού μας πολιτισμού, με προσφορά που ακόμα δεν έχει αποτιμηθεί σε όλο το μέγεθος και τις διαστάσεις της, από τον ιστορικό αλλά και από την πολιτεία. Η εισφορά του στην καταγραφή και διάσωση της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως ισάξια κάθε πολύτιμης προσπάθειας να διατηρηθεί ζωντανή η πολιτιστική κληρονομιά του λαού μας και να μεταλαμπαδευτεί στις επόμενες γενιές. Ο Πάνος Γεραμάνης δεν έβαλε απλά ένα λιθαράκι σ’ αυτό το οικοδόμημα, αλλά έχτισε με κόπο και με μεράκι και ταυτόχρονα μεθοδικά και με επαγγελματική συνέπεια κάμποσα αγκωνάρια.
Γεννήθηκε στις 17 του Δεκέμβρη 1945, στο Βασιλικό Εύβοιας. Η σχέση του με το λαϊκό τραγούδι και τον αθλητισμό άρχισε να χτίζεται από την παιδική του ηλικία. Τα ακούσματα στο ραδιόφωνο και το ποδόσφαιρο στις αλάνες θ’ αποτελέσουν σύντομα το εφαλτήριο για μια σχέση που θα εξελιχτεί κυριολεκτικά σε τρόπο ζωής.
Το 1960 ο Γιώργος Ζαμπέτας με την ορχήστρα του βρίσκεται στο Βασιλικό για να παίξει στο μεγάλο πανηγύρι της γενέτειρας του Γεραμάνη. Ο Πάνος, που δεν έχει κλείσει ακόμα τα 14 του χρόνια, ζητάει να συνομιλήσει με τον μεγάλο συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, που έχει αποχτήσει διεθνή φήμη, καθώς λίγους μήνες νωρίτερα έχει ξεσηκώσει τις Κάννες, παίζοντας στα πλαίσια της προβολής της ταινίας «Τα παιδιά του Πειραιά», στο φημισμένο Φεστιβάλ της πόλης. Ο Ζαμπέτας που περιμένει έναν ακόμα νεαρό να του ζητήσει βοήθεια για να γίνει τραγουδιστής, διαψεύδεται. Εντυπωσιάζεται από τις γνώσεις του Πάνου για τα τραγούδια του και την πορεία του, και εκπλήσσεται από την ωριμότητα που δεν συμβαδίζει συχνά με αυτή την ηλικία.
Το 1962, όντας μαθητής του εξατάξιου τότε γυμνασίου, ο Πάνος ταξιδεύει στην Αθήνα με ένα φορτηγό που μεταφέρει κεραμίδια (τα περίφημα κεραμίδια του Βασιλικού Χαλκίδας), κάτι που συνηθίζει για να παρακολουθεί τους αγώνες της αγαπημένης του ομάδας, του Ολυμπιακού, και ακούει για πρώτη φορά από κοντά να τραγουδά τον Στέλιο Καζαντζίδη. Την ίδια χρονιά προσλαμβάνεται ως αθλητικός συντάκτης στην ερυθρόλευκων αισθημάτων αθλητική εφημερίδα «Φως των σπορ», στέλνοντας ανταποκρίσεις από το Βασιλικό, για τα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα και τις ομάδες της Εύβοιας.
Τον Ιούλη του 1963 ως συντάκτης της ιστορικής αθλητικής εφημερίδας «Φως των Σπορ», προτείνει με τόλμη στον αρχισυντάκτη του να πάρει συνέντευξη από τον «βασιλιά» του λαϊκού τραγουδιού, όπως αποκαλεί ο Πάνος τον Στέλιο Καζαντζίδη. Στου «Κουλουριώτη», ένα κέντρο στην παραλία Μοσχάτου, όπου εκείνη την περίοδο εμφανίζονται ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο σπουδαίος παίχτης μπουζουκιού Στέλιος Ζαφειρίου, ο μεγάλος βιολιστής Γιώργος Κόρος και άλλοι, ο Γεραμάνης προσεγγίζει τον μέγιστο λαϊκό βάρδο και τον εντυπωσιάζει με τις γνώσεις και τον επαγγελματισμό του. Σ’ αυτή τη συνάντηση μπαίνουν τα θεμέλια της ακλόνητης φιλίας τους που θα βαστάξει ως το τέλος της ζωής τους. Την ίδια χρονιά κατηφορίζει στις Τζιτζιφιές και συναντάει τον Πάνο Γαβαλά στο ιστορικό μαγαζί «Τζίμης ο χονδρός». Και αυτή η συνέντευξη θα δημοσιευτεί στο «Φως των σπορ», όπου εκτός από τη λογοτεχνική γραφή, διακρίνονται η ικανότητα του Γεραμάνη να φωτίζει τις άγνωστες πλευρές των καλλιτεχνών, καθώς και η αγάπη του για το ποδόσφαιρο και το λαϊκό τραγούδι, δυνατή και αδιαίρετη, που τον συνοδεύει σε όλη του τη διαδρομή.
Το 1963 πάντα, όντας μαθητής του Γυμνασίου, σχεδιάζει, γράφει και εκδίδει μόνος του τη 15μερη μαθητική εφημερίδα «Μαθητικός Φάρος», και το 1964 την «δεκαπενθήμερη εφημερίδα στο πλευρό του αδικημένου αγρότη», «Αγροτική Φωνή», στην οποία εκφράζει ευθαρσώς τα δημοκρατικά και αριστερά του φρονήματα, τα οποία θα εκφραστούν ακόμα πιο έντονα τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Στη διάρκεια της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Γεραμάνης από τη θέση του συντάκτη της εφημερίδας «Ακρόπολις», μεταφέρει ειδήσεις και μηνύματα του αντιδικτατορικού αγώνα και πληροφορίες για βασανισμούς και συλλήψεις στους μεγαλύτερους ειδησεογραφικούς σταθμούς της Ευρώπης. Το 1972-73 κρύβει παράνομους αγωνιστές και στηρίζει τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στη Νομική. Βοηθάει οικογένειές συλληφθέντων αγωνιστών και συγκεντρώνει τρόφιμα για τους κρατούμενους στο κολαστήριο της Γυάρου.
Ο Πάνος Γεραμάνης θα τιμήσει τη δημοσιογραφία μέχρι το τέλος της ζωής του (του άρεσε να τον αποκαλούν «ρεπόρτερ δρόμου»), συνδυάζοντας το ποδόσφαιρο, με το τραγούδι, την ταβέρνα, το κρασί και το καλό φαγητό, και συνεργαζόμενος με πολλά έντυπα και εφημερίδες όπως: «Φούτμπολ», «Ομάδα», «Φως των Σπορ», «Απογευματινή», «Ακρόπολις», «Έθνος» «Πρώτη», «Κέρδος», «Τα Νέα», «Ελληνοσοβιετικά Χρονικά» και άλλα.
Το 1989 η εμβληματική φωνή του θα ακουστεί για πρώτη φορά στα ερτζιανά και από τη συχνότητα του 902 Αριστερά στα FM και τις εκπομπές «Οι άνθρωποι της νύχτας» και «Το μικρόφωνο στο τραγούδι». Στο δρόμο που άνοιξε ο 902, ακολουθούν η θρυλική εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι» από τη συχνότητα του Β’ Προγράμματος και οι «Άσσοι των γηπέδων» από την ΕΡΑ-Σπορ, που φτάνουν σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, όπου χτυπάει η καρδιά του ελληνισμού. Οι «Λαϊκοί Βάρδοι» ξεκινούν με σχεδιασμό για δέκα εκπομπές – συνέντευξη με τον Στέλιο Καζαντζίδη και άλλες δέκα με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, όμως η τεράστια ανταπόκριση του κοινού οδηγεί στην καθιέρωση της εκπομπής, που θα καταγραφεί ως μιας από τις πιο επιτυχημένες του ραδιοφώνου όλων των εποχών.
Το 2004, ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή, ο Πάνος Γεραμάνης βραβεύεται από την ΕΡΤ για τα 15 χρόνια της εκπομπής. «Ο Πάνος Γεραμάνης πρέπει να χαίρεται γιατί με την πένα και τον λόγο του συνέβαλε στη διάδοση και κατανόηση ενός είδους μουσικής, που την είχαν καταδικάσει στο περιθώριο» θα πει ο Μίκης Θεοδωράκης στην εκδήλωση. Και τα λόγια του δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Γιάννη Σταματίου, του περίφημου «Σπόρου», αποτυπώνουν την προσφορά του Γεραμάνη: «Ο Πάνος κατόρθωσε και έβγαλε όλη την παλιά φρουρά του λαϊκού τραγουδιού από την αφάνεια στην επιφάνεια. Την ξαναθύμισε στον κόσμο και της έδωσε ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που κάποτε είχε. Χωρίς αυτόν, δυστυχώς, κανένας δεν θα θυμόταν αυτούς που γέννησαν και στήριξαν το λαϊκό τραγούδι».
Πόση αλήθεια κουβαλούν τα παραπάνω λόγια. Στον Πάνο Γεραμάνη οφείλουμε τη διάσωση, μέσω της καταγραφής, ενός σημαντικού κομματιού του λαϊκού τραγουδιού και ευρύτερα του λαϊκού μας πολιτισμού, αλλά και της ιστορίας του αθλητισμού. Από το μολύβι του και από τα μικρόφωνά του πέρασαν εκατοντάδες λαϊκοί δημιουργοί, μουσικοσυνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές και τραγουδίστριες, προπονητές και ποδοσφαιριστές, αλλά και πρόσωπα που, αν δεν ήταν ο Γεραμάνης δεν θα τους είχε αναφέρει ποτέ κανείς, από άγνωστους μουσικούς μέχρι σερβιτόρους λαϊκών κέντρων και εργάτες των αποδυτηρίων.
Μετά από σχεδόν μισό αιώνα έρευνας κατάφερε να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο, αποτελούμενο από δίσκους των 78 και 45 στροφών, φωτογραφίες, δημοσιεύματα, πρωτόλειο υλικό. Όπως είχε ανακοινωθεί στο παρελθόν η ΕΡΤ θα ψηφιοποιούσε τις εκπομπές του, οι οποίες θα δινόνουσαν στη συνέχεια στο Αρχείο Πάνου Γεραμάνη που επιμελείται η σύντροφος της ζωής του, Ναυσικά Γεραμάνη, με τη φροντίδα της οποίας θα μεταφερόταν και θα στεγαζόταν σε χώρο στη γενέτειρά του, στο Βασιλικό Χαλκίδας.
Με τη Ναυσικά είχαν παντρευτεί το 1978 και η γνωριμία τους θα μπορούσε ν’ αποτελέσει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Ο Γεραμάνης βρίσκεται ανάμεσα στις χιλιάδες λαού που συνέρρευσαν στην κηδεία του μεγάλου μας ποιητή Κώστα Βάρναλη, στις 16 του Δεκέμβρη 1976. Εκεί, λόγω του συνωστισμού σπάει το πόδι του και μεταφέρεται στο νοσοκοεμίο ΚΑΤ. Η Ναυσικά, νοσηλεύτρια και συνδικαλίστρια, τον περιθάλπει και ο Πάνος μεσολαβεί για τη δημοσίευση ανακοινώσεων του Σωματείου Εργαζομένων του ΚΑΤ. Δεν θα αργήσει να επέλθει ο έρωτας και μια υποδειγματική κοινή πορεία στη διάρκεια της οποίας η Ναυσικά θα αποτελεί παντοτινό στοργικό στήριγμα στο πλευρό του.
Η προσφορά του Πάνου Γεραμάνη ξεφεύγει από τα επαγγελματικά πλαίσια. Ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που κρατούσε πάντα τη δική του πόρτα ανοιχτή. Δεν αγαπήθηκε τυχαία από χιλιάδες ανθρώπους που, μέσω των εντύπων και κυρίως του ραδιοφώνου, τον έβαλαν στα σπίτια και την καρδιά τους και δεν του άνοιξαν την πόρτα να βγει, ούτε όταν εκείνο το ξημέρωμα Μεγάλου Σαββάτου του 2005, κινούσε απροειδοποίητα για το στερνό ταξίδι. Ο Γεραμάνης δεν αγάπησε γενικά το τραγούδι και το ποδόσφαιρο, αλλά και τους ανθρώπους που τα εκπροσωπούσαν. Ο ίδιος ήταν αγάπη «απ’ την κορφή ως τα νύχια», όπως έγραψε ο Χικμέτ, για τη δουλειά του, για τη ζωή, για τον άνθρωπο. Κάτω από αυτή την έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι ο Γεραμάνης υπήρξε άνθρωπος τυχερός. Βιοπορίστηκε με αυτά που αγαπούσε να κάνει και λόγω της ιδιαίτερης σχέσης του μαζί τους τα πήγε βήματα μπροστά και τα ανέδειξε σε ψηλό βάθρο.
Η σχέση του Πάνου Γεραμάνη με τα υλικά αγαθά ήταν να τα μοιράζεται. Είχε συνειδητοποιήσει από νωρίς ότι η ευτυχία δεν κρύβεται πίσω από τον υλικό πλούτο μα στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν, το 1999, του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση, το χρηματικό έπαθλο το ξόδεψε σε μια ταβέρνα, μαζί με όλους τους συναδέλφους του στην εφημερίδα «Τα Νέα» όπου εργαζόταν και άλλους φίλους του. Βοηθούσε και έκφραζε την αλληλεγγύη του χωρίς να το προβάλλει. Εκτός από την εργατικότητα και την δοτικότητα, τον χαρακτήριζε η σεμνότητα. Ο Γεραμάνης ακολουθώντας την πάντα ανήσυχη φωνή της ασυμβίβαστης με το άδικο συνείδησής του («ήταν στο ΚΚΕ από νεαρή ηλικία μέχρι το τέλος», θα πει σε τηλεοπτική εκπομπή ο φίλος του, μουσικοσυνθέτης Γιώργος Κοντογιάννης), με τη στάση ζωής του δίδασκε ήθος.
Η προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι και ευρύτερα στο λαϊκό μας πολιτισμό είναι τεράστια. Δίπλα στις αθάνατες μορφές σπουδαίων δημιουργών όπως οι Βαγγέλης Παπάζογλου, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Θόδωρος Δερβενιώτης, Απόστολος Καλδάρας, Μπάμπης Μπακάλης, Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης, Στέλιος Καζαντζίδης, Σωτηρία Μπέλλου και άλλοι «άγιοι» του λαϊκού μας τραγουδιού, βρίσκεται επάξια η μορφή του Πάνου Γεραμάνη.
Είναι χρέος της πολιτείας να στηρίξει την προσπάθεια της κυρίας Ναυσικάς Γεραμάνη και όλους όσους εργάζονται για τη σωστή στέγαση και λειτουργία του πολύτιμου Αρχείου Πάνου Γεραμάνη, και να φροντίσει για την αξιοποίηση του. Το οφείλει στον πολιτισμό αυτού του τόπου και πάνω απ’ όλα στις νεότερες γενιές.
Σημείωση: Για τη συγγραφή του άρθρου κάποιες πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Βασίλη Καρδάση “Πάνος Γεραμάνης, σε δρόμους λαϊκούς”, των εκδόσεων Άγκυρα.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback