Η «μαύρη ρόγα»
H παραγωγή της σταφίδας στα Εφτάνησα ήταν στενά δεμένη με το ιδιόρρυθμο σύστημα της σεμπριάς, μια στυγνή μορφή δουλοπαροικίας, που τη ζήσανε για αιώνες οι σκλάβοι της γης στα Εφτάνησα και που για την αποτίναξή τους πολλές φορές ξεσηκώθηκαν. Αυτή η σκλαβιά της σεμπριάς ήταν πανίσχυρη και εξοντωτική εδώ και μισό περίπου αιώνα.
Ένα όμορφο κείμενο, ιστορικό λαογραφικό το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του Νίκος Καραντηνός, για την καλλιέργεια της σταφίδας και τις λαχτάρες της. Θέμα διαχρονικό ως προς την ουσία του, δηλαδή τον κόπο, την αγωνία και τις εξευτελιστικές τιμές που ακόμη δίνονται.
Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, στις 14 του Αυγούστου 1977 και «καθρεφτίζει όσα η μνήμη κράτησε γύρω από την καλλιέργεια της “μαύρης ρόγας” στα Εφτάνησα. Τότε που σ’ αυτήν κρεμιόταν το ψωμί της φαμίλιας και την ίδια στιγμή και η απελπισία της πείνας».
Η «μαύρη ρόγα»
του Νίκου Καραντηνού
Ο Αύγουστος ήταν και εξακολουθεί νάναι ο μήνας της σταφίδας. Οι μέρες του ανοίγουν τη στερνή πράξη για τη «μαύρη ρόγα». Για τον ξωμάχο της γης πούλαχε από πατέρα σε παιδί να δουλεύει στη σταφίδα, οι μέρες αυτού του μήνα συμπυκνώνουν λαχτάρες και αγωνίες ολόκληρου του χρόνου. Ως την τελευταία στιγμή όλα μένουν γι’ αυτόν άγνωστα για την τύχη του κόπου του.
Η σταφίδα κι η καλλιέργειά της έχει βαθιές ρίζες στα Ιόνια Νησιά, στην Κορινθία, Αχαΐα, Ηλεία και στα διαμερίσματα της Μεσσηνίας. Μια σειρά παλιά περιηγητικά κείμενα μάς δίνουνε πληροφορίες για την καλλιέργειά της για τις ποσότητες της παραγωγής. Φυσικά η παραγωγή της στα Εφτάνησα είναι στενά δεμένη με το ιδιόρρυθμο σύστημα της σεμπριάς, μια στυγνή μορφή δουλοπαροικίας, που τη ζήσανε για αιώνες οι σκλάβοι της γης στα Εφτάνησα και που για την αποτίναξή τους πολλές φορές ξεσηκώθηκαν.
Αυτή η σκλαβιά της σεμπριάς ήταν πανίσχυρη και εξοντωτική εδώ και μισό περίπου αιώνα. Λίγο μάλιστα πριν από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο οι σεμπριές αυτές (αγροληψίες) είχαν αλυσοδεμένους χιλιάδες αγρότες και τις οικογένειές τους.
Πέντε – έξι τσιφλικάδες γραμμένοι στο βενετσιάνικο «Λίμπρο Ντόρο» κρατούσαν χρόνια και χρόνια στα χέρια τους μια ολόκληρη σταφιδοπαραγωγική περιφέρεια της Κεφαλονιάς πούδινε χιλιάδες τόννους σταφίδα: την Παλλική.
Δεν είναι πολλά χρόνια, που ένας παλαίμαχος αγρότης που έζησε την εμπειρία του σέμπρου έδινε σε μια απλή και πολύ εντυπωσιακή διήγηση το τι σήμαινε αυτή η δουλοπαροικία.
«…Πολλοί αγρότες (έγραφε ο Ευάγγελος Φράντζιος από το χωριό Χαυριάτα στην τοπική εφημερίδα «Χαραυγή» που έβγαινε ως τη δικτατορία) που ήταν ακτήμονες έπαιρναν σε δούλεψη κτήματα των αφεντάδων, τα οποία καλλιεργούσαν με ειδικήν συμφωνίαν, καθένας αναλόγως τας ανάγκας του και την ιδιοτροπίαν του άρχοντα που του έδινε τα κτήματα. Μα για να πετύχης τέτιο πράγμα, θα έπρεπε να είσαι πολύ δουλευτής, φερέγγυος και να συμφωνείς και με τους όρους, που θα σου έκαναν τα αφεντικά. Από τα παλιότερα χρόνια και μέχρι του 1950 – 52, που διελύθησαν οι αγροληψίες, έπειτα από τους αγώνες που έκαμαν οι αγρότες και ιδιαιτέρως της Επαρχίας Πάλλης, πολλοί ακτήμονες αγρότες, έπαιρναν σε δούλεψη κτήματα με βαριούς όρους. Στα 1938 εύρηκα και εγώ μια τέτια σεμπριά, εις την οποίαν ο αφέντης μού υπέβαλε τους εξής όρους:
1.Θα παίρνης το μισό της παραγωγής, παντός προϊόντος, παραγόμενου μέσα στο κτήμα μου.
2.Θα υποχρεούσαι, όταν το καλοκαίρι έλθω εις την έπαυλή μου, θα ευρίσκω δια την οικογένειά μου 50 κοτόπουλα.
3.Θα έχης δια την κουζίνα μου χιλίας λίτρας ξηρά ξύλα Σχίζες.
4.Όσα μου χρειάζονται φρέσκα αυγά.
5.Θα μου φέρνης νερό από την πηγή Στεκούλη, δια την χρήσιν μου, (σημειωτέον ότι η πηγή απέχει ½ ώρα από την έπαυλιν).
6.Θα μου έχης ζώον ίππον ή όνον διά τας μεταφοράς μου.
7.Θα υποχρεούσαι να μας κάνεις τα θελήματά μας εις την πόλιν.
8.Θα αναλάβης την διατροφήν των κονίκλων μου.
Εκτός όμως απ’ όλα αυτά, θα έπρεπε να μείνω μονίμως χειμώνα καλοκαίρι εις την έπαυλιν, για να τον φυλάττω, όχι όμως εις ένα από τα δωμάτια που ήσαν ζεστά, αλλά εις άλλο οίκημα, που μόνον για αποθήκη χόρτου έκανε.
Ο αφέντης με τις καμαριέρες, τη μαγείρισσα, την πλύστρα, την Γαλλίδα δασκάλα για τα παιδιά του, τα φαγητά που μόνον την μυρουδιά τους έπαιρνε η δική μου οικογένεια ασχολείτο με το να παρακολουθή πότε θα γίνη το κάθε είδος στάρι, σταφίδα, σταφύλια, λάδι, να πάρη το μισό και εγώ το άλλο μισό για τις παρακάτω δουλειές που έκανα μέσα στο κτήμα. Θα εμάζευα τα πουντέλια, θα εξελάκωνα, θα εκαθάριζα και εκλάδευα, θα ελίπαινα, θα έσκαβα, θα εσκάλιζα, θα ερράντιζα 3-7 φορές, θα εθιάφιζα 3-5 φορές, θα εχαράκωνα, θα εξεφύλλιζα, θα ετοίμαζα αλώνια, θα τρυγούσα, άπλωμα, τρίψιμο, τριμώνισμα, θα την μοίραζα λάτα σου λάτα μου και θα πήγαινα το μερίδιον του όπου μου έλεγε με το ζώον μου. Θα είχα δε και την επίβλεψη του καιρού, θα έπρεπε να γνωρίζω πότε θα βρέξη, να πήγαινα προηγουμένως να γύρευα από τον αφέντη τα πανιά, διότι δε τα έδιναν να μένουν εις τα αλώνια και πολλές φορές σε κακοκαιρία την νύκτα, έπαιρνα την απάντηση, ότι τέτοια ώρα δεν σηκωνόμαστε να δόσουμε τα πανιά. Και παρ’ όλα αυτά, έπειτα από αρκετά χρόνια που του δούλευα, ένα πρωί του Νοέμβρη, που είχα προχωρήσει πολύ εις την καλλιέργειαν, μου λέγει ο αφέντης: Ξέρεις, ευρίσκομαι εις την ανάγκη να σε βγάλω από τα κτήματά μου. – Γιατί, αφέντη, τι σου έκανα. Είμαι πάντοτε συνεπής εις τας υποχρεώσεις μου. – Ναι, αλλά έχω πληροφορίες πως είσαι οργανωμένος και επιδιώκεις την διάλυσιν των αγροληψιών…»
ΑΥΤΟΣ ήταν ο σέμπρος. Οι εκατοντάδες σέμπροι, που μόλις έμπαινε ο Αύγουστος ξεκουβαλούσε από το χωριό στα χτήματα μ’ όλη τη φαμελιά για να τρυγήσουν τις σταφίδες, να την απλώσουν στ’ αλώνια. Να την ξενυχτίσουν κι ύστερα αν όλα πήγαιναν καλά, και προ παντός άβροχα, να την κουβαλήσει στην «σ α ρ ά γ ι α», την αποθήκη του έμπορα. Και τη δική τους. Και του αφέντη…
Μπορεί ο καιρός νάχε πάει καλά, το χαλάζι να μην είχε χτυπήσει το Μαγιάπριλο, ο περονόσπορος να μην είχε κάνει ζημιές και το πράμα μπόλικο να μαύριζε στα σταφιδάλωνα. Μα κανείς δεν ήταν σίγουρος πως όλα θα τέλειωναν καλά.
Κάποιες, λοιπόν αυγουστιάτικες νύχτες, καθώς όλα μοσχοβολούσαν και τα ψίλιθρα δίνανε τη δική τους μυρουδιά ολόγυρα στα αλώνια ο ξωμάχος πούχε της χρονιάς τον ιδρώτα στη γη απλωμένο ξαγρυπνούσε, λαγοκοιμόταν. Τέτιες νύχτες, που παίζονται όλα, ο ύπνος είναι πολυτέλεια. Και ποτές στη ζήση του δεν μπόρεσε να κλείσει τα μάτια. Κυλάει τις ώρες με κουβέντες μ’ άλλους συντρόφους της γης, με το γείτονα που κι αυτός έχει τις ίδιες έγνοιες της «μαύρης ρόγας». Και κάθε τόσο γυρίζει τα μάτια ολόγυρα στον ορίζοντα. Είναι ολοφάνερη η κάποια κρυφή του ανησυχία. Θέλει να μαντέψει του καιρού τα σημάδια.
Πολύ συχνά τέτιες νυχτιές δεν έλειπαν οι αστραπές. Τότες σήκωναν τα μάτια ανήσυχα. Τάφερναν γύρα στον ορίζοντα. Ερευνούσαν ένα – ένα όλα τα σημάδια. Από το νησάκι τους «Βαρδιάνους», το «Λατιμπόρο», τα «Μασπάλι» ως ψηλά πάνω στα χωριά της Ανωής, στα Καμιναράτα. Στο σκοτάδι το μάτι εξασκημένο μπορούσε να διακρίνει και την πιο μικρή κορφή. Ήταν μια τέχνη διδαγμένη από πατέρα σε παιδί μέσα σ’ αυτά τ’ αλώνια. Τέτιες νυχτιές. Διδαχή μιας σκληρής εμπειρίας, που άρπαζε το βιός, που έφερνε την πείνα στα σπίτια, που μεγάλωνε τα χρέη στους εμπόρους. Αυτούς, που κάποια μέρα με τα χρέη, πάνω στα χρέη, και τους τόκους κι όλα τάλλα που ο ξωμάχος ποτέ δεν κατάλαβαινε θα τάρπαζαν και τη γη…
Αυτές, λοιπόν, τις ώρες οι γερόντοι ξετύλιγαν αυτή τη σκληρή εμπειρία. Την είχαν κιόλας διατυπωμένη έμμετρα. Ήταν ένας κάποιος μετεωρολογικός αφορισμός. Κι ο πατέρας τον μάθαινε στο γυιό του πούμπαινε κι αυτός στα βάσανα και στις πίκρες της σταφίδας για να τον έχει μπούσουλα σαν μπει κι αυτός στη δούλεψή της.
Τούλεγε τότε:
Αστράφτει ο Καμινάρης
μην τον παίρνετε χαμπάρι.
Αστράφτουν τα Κεριά
Καμιά παρηγοριά.
Σ’ ένα τετράστιχο βασισμένο σε δυό κεφαλονίτικες τοποθεσίες όλη η μετεωρολογία του σταφιδοκαλλιεργητή, τον καιρό που τα ραδιόφωνα δεν έδιναν δελτία. Και που μοναχός του από τα πετούμενα, τις αστραπές έπρεπε να κανονίζει την πορεία του.
Αν άστραφτε ο Καμινάρης (το βουνό με το χωριό το ομώνυμο τα Καμιναράτα) δεν τον έγνοιαζε. Ήτανε τα λιοβόρια. Και τέτια ήταν συνηθισμένα. Μα αν τις αστραπές τις έβλεπε προς τα Κεριά τότε αναστατωνόταν αυτός κι όλος ο κάμπος που αγρυπνούσε στα σταφιδάλωνα.
Αλλά και σαν η σταφίδα γλύτωνε από τη βροχή και ο ξωμάχος την μάζευε κανονικά στο αλώνι του το πράμα όλο τις πιο πολλές φορές δεν ήταν δικό του. Στην Κεφαλονιά, καθώς και στα άλλα Ιόνια νησιά βάραινε για αιώνες η δούλεψη στα χτήματα του άρχοντα, που είχε τη γη. Ήταν ένα πολύμορφο άγριας εκμετάλλευσης. Κι όχι μόνο από τη σταφίδα, που ήταν το βασικό προϊόν αλλά κι από το λάδι, τα σταφύλια κι ό,τι άλλο έκανε το χτήμα. Αυτές οι σεμπριές, αγροληψίες τάλλο τους όνομα, ύστερα από πολλούς και συχνά ματωμένους αγώνες της αγροτιάς διαλύθηκαν στα χρόνια μας και οι αγρότες πήρανε τη γη που η γενιά τους δούλευε δεκάδες χρόνια από πατέρα σε παιδί.
Μάτωνε η καρδιά της φαμελιάς σαν έφτανε η ώρα να μοιράσει τη σοδιά μέσα στο αλώνι. Τότε ο άρχοντας – ξενιτεμένος όλο το χρόνο – ερχόταν για τους καλοκαιριάτικους μήνες στο εξοχικό του για να επιβλέψει και να πάρει από το σέμπρο του το μερτικό – με το άλογο που διέθετε γι’ αυτό ο σέμπρος μες στ’ αλώνι. Οι αλογάρηδες, που θα κουβαλούσαν τη σταφίδα καρτερούσαν. Κι αυτός μετρούσε από το σωρό. Ανάλογα με τον τρόπο, που ο αφέντης είχε δόσει τα χτήματα για καλλιέργεια (μισιακά, αναπεντάρικα, τριτάρικα, πάκτο).
Τότε πετιόταν όρθιος μες στ’ αλώνια αυτός κιόλη η φαμελιά του. Δεν χρειάζονταν κανένα άλλο μήνυμα. Η βροχή θάφτανε σε λίγο και θα σάρωνε το βιός του. Από τον κάμπο φώναζε στα κοντινά χωριά για να ξυπνήσουν αυτοί που λάχαινε να κοιμούνται στα κρεβάτια. Καλούσαν βοήθεια. Τα λαδοφάνορα αυλάκωναν το σκοτάδι πάνω στα μονοπάτια. Κι όλοι κουβαλούσαν σκεπάσματα κάθε λογής για να τα ρίξουν πάνω στον καρπό.
Πρωτόγονα τότε τ’ αλώνια. Πάνω στο χώμα χρισμένα με τη «γλίνα» δίχως καθόλου σταφιδόπανα. Δίχως καμιά προστασία από τη βροχή. Έτσι συχνά πάνω στη σταφίδα ρίχνανε κάθε είδους ρούχου, παπλώματα ακόμη κι από την προικοσκευή που η κοπέλλα φύλαγε στο μπαούλο. Της μπόρας η δύναμη κι η διάρκεια έκρινε φυσικά και την τύχη της σοδειάς. Αν ήταν καμιά περαστική ψιχάλα τότε όλα γλύτωναν κι οι σταφιδοκαλλιεργητές ανάσαιναν. Μα τις πιο πολλές φορές ο Αύγουστος έβγαζε μπουρίνια. Τότε σάρωνε τα αλώνια. Και το νερό παράσερνε τη «μαύρη ρόγα» στ’ αυλάκια. Αλλά ακόμη κι αν μερικοί κάπως τη γλίτωναν, η σταφίδα βρεγμένη πήγαινε στην παρακράτηση και πληρωνόταν με λίγες δεκάρες.
Στα τοπικά λαογραφικά κείμενα, σε δίστιχα και άλλες παραδόσεις η σταφίδα, η «Μαύρη ρόγα» έχει βάλει κι αυτή τη δική της σφραγίδα. Είναι κόπος αγωνία, απόγνωση και πείνα. Μαζί βέβαια με την ελπίδα για κάτι καλύτερο αύριο.
Ένα τέτιο κείμενο από τα χρόνια της Βενετιάς έλεγε:
Να’ σαι καλά τον Άγοστο που’ ναι παχιές οι μύγες
Και ας μη ρίξει και βροχή να γένουν οι σταφίδες
ναρθούν οι παρτσινέβελλοι από τη Βενετία
να πάρουν τη σταφίδα μας, να φέρουν σολδία
και τότε παντρευόμαστε με τάξη κι αλεγκρία
και ταξιδεύουμε τα δυό μέχρι τη Βενετία.
Υπάρχει ακόμη μια παροιμιακή έκφραση. Την μονολογούσαν συχνά οι σταφιδοκαλλιεργητές.
Έλεγαν: «Μαύρη είναι μα κλείνει μαύρες τρύπες»…
Πάνω στη σταφίδα λογάριαζαν να τακτοποιήσουν τα χρέη που άνοιγαν χειμωνιάτικα με τον έμπορα. Να ξεχρεώσουν τα καρβέλια που είχαν αγορασμένα ολοχρονίς. Και τα χρέη αυτά μεγάλωναν για να μένει ο ξωμάχος της γης πάντα καταχρεωμένος. Λογάριαζαν ακόμα να προικίσουν το θηλυκό τους παιδί. Επάνω της είχαν δεμένη και την ελπίδα. Πάνω λοιπόν στη «Μαύρη ρόγα» τόσες ελπίδες και χρέη…Του αφέντη τα δικαιώματα, του έμπορα τα χρέη, και οι ελπίδες για το θηλυκό παιδί…