Πρωτότοκοι και Υστερότοκοι

Κανακάρηδες και κανακαρές αποκαλούνταν στην Κάρπαθο τα πρωτότοκα παιδιά των δύο φύλων, τα οποία δικαιωματικά  κληρονομούσαν τα υλικά και συμβολικά αγαθά της πυρηνικής οικογένειας…..Πρόκειται για ένα μάλλον μοναδικό σύστημα συγγένειας στην Ευρώπη…

“Ήτον του ρήγα τ΄ Αναπλιού ο γιός ο κανακάρης” (Ερωτόκριτος Β 165).

Κανακάρης, μια λέξη γνωστή και διαδεδομένη στην Ελλάδα με την γενικά αποδεκτή έννοια του χαϊδεμένου ανθρώπου. H θηλυκού γένους λέξη Κανακαρά είναι μάλλον σπάνια, εξαίρεση σε κάποιες νησιωτικές αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες.

Εμπρός, λοιπόν, το «παραμύθι ν΄ αρχινήσει», στην  άκρη  του Αρχιπελάγους, στο νησί που στέκεται στα Καρπάθια νερά, ανάμεσα Κρήτη και Ρόδο .

Κανακάρηδες και κανακαρές αποκαλούνταν στην Κάρπαθο τα πρωτότοκα παιδιά των δύο φύλων, τα οποία δικαιωματικά  κληρονομούσαν τα υλικά και συμβολικά αγαθά της πυρηνικής οικογένειας. Τα μέσα αυτά παραγωγής μιας φτωχής κοινωνίας,  με καθημερινό το πρόβλημα αυτό της επιβίωσης, αποτελούνταν από τμήματα εύφορης καλλιεργήσιμης γης, κατοχή βοδιών, γεωργικών εργαλείων, ανεμόμυλων, ακόμη και εκκλησιών. Οι ιδιοκτησίες μεταβιβάζονταν με τον αμφιγραμμικό λεγόμενο τρόπο, ο πρωτότοκος  κληρονομούσε την  περιουσία του πατέρα  του  και η πρωτότοκη (το πρώτο θηλυκού γένους ανεξάρτητα από τη σειρά γέννησης των άλλων παιδιών) προικοδοτούνταν με την αντίστοιχη περιουσία της μητέρας της, με τον όρο ότι θα έφεραν το όνομα του παππού από πατέρα ο γιός και της γιαγιάς από μητέρα η κόρη.

Πρόκειται για ένα μάλλον μοναδικό σύστημα συγγένειας στην Ευρώπη. Υποταγμένα στην γονική εξουσία τα υστερότοκα (όλα τα υπόλοιπα παιδιά) αποκλείονταν από την κτηματική περιουσία και ήταν καταδικασμένα να υπηρετούν ισόβια τα πρωτότοκα. Από την περιουσία των δύο γενών έπαιρναν ως μερίδιο το «ξαλιμικό», κάποιο ασήμαντο χωράφι, μερικές ελιές ή πρόβατα και αν δεν παντρεύονταν  το κληροδότημα επέστρεφε στην περιουσία από την οποία είχε αφαιρεθεί. Οι υστερότοκοι άνδρες αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν εποχιακά ως εργάτες, στα κοντινά νησιά και στα Μικρασιατικά παράλια.

Η πλειοψηφία των υστερότοκων κοριτσιών, τα κυρίως αδικημένα και απαξιωμένα άτομα αυτού του άδικου συστήματος, παρέμεναν στο νησί, καταδικασμένες να είναι  ισοβίως ανέραστες. Προσκολλημένες ως υπηρέτριες και εργάτριες γης στην οικογένεια  της πρωτότοκης αδελφής τους. Οι ερωτικές σχέσεις δεν εξέλειπαν βέβαια μέσα στο στενό συγγενικό περιβάλλον.

Οι μηχανισμοί λειτουργίας του όλου συστήματος λειτουργούσαν μόνο με τους όρους της αγαμίας των αποκλεισμένων ανδρών και γυναικών, με την κοινωνική απομόνωση και την στέρηση της δυνατότητας  βιολογικής  αναπαραγωγής τους.

Αυτό καθιστούσε τους κανακάρηδες μια «αριστοκρατία», μια ελίτ κοινωνική ομάδα, που εκτός των υλικών αγαθών που είχαν στην κατοχή τους, έλεγχαν τις διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες της κοινότητας. Οι κανακάρηδες, μέσω των πολλαπλών διασυνδέσεων με την Εκκλησία, εξουσίαζαν πολιτικά τις κοινότητες του νησιού, ήταν οι μόνοι που  επιτρεπόταν να φορούν κόκκινο φέσι το οποίο συνιστούσε σύμβολο εξουσίας και προνομιακή σχέση  με τους Οθωμανούς. Οι κοινότητες του νησιού βρισκόμενες σε καθεστώς ημιαυτονομίας, διοικούνταν από τον προεστό και δύο δημογέροντες, που διαχειρίζονταν όλες τις δημόσιες υποθέσεις, δημιουργία κοινωφελών έργων  όπως δρόμους κλπ. Ο προεστός συγκέντρωνε τους φόρους, δίκαζε και τιμωρούσε την κάθε παράβαση, καταπατήσεις καλλιεργειών από τους βοσκούς, μέχρι και σε ζητήματα θεωρούμενα ηθικής τάξης.

Σχέσεις βαθιά ταξικές, κυριαρχίας και οικονομικής εκμετάλλευσης, βρίσκονταν επιμελώς κρυμμένες κάτω από το πέπλο της συγγένειας. Αυτή η εξουσιαστική «τάξη» των πρωτοτόκων  αναπαρήγαγε βιολογικά τα υποτελή μέλη της, που της ήταν απαραίτητα ώστε να καθίσταται η ίδια «άρχουσα». Ένα καθεστώς ταξικής ενδογαμίας, οι κανακάρηδες  απέφευγαν τους γάμους με φτωχούς αγρότες και τους βοσκούς κυρίως, με τους οποίους για λόγους σκοπιμότητας και συμμαχιών δημιουργούσαν πνευματικές συγγένειες (βαπτίσεις παιδιών αμφότεροι).

Ιστορικά η κοινωνική αυτή ομάδα φαίνεται να προήλθε από   γαιοκτήμονες της Ενετοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε και αύξησε τα προνόμια της στην διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Τα παραγωγικά μέσα αποτελούσαν πηγή πλουτισμού και κοινωνικού κύρους, όπως οι εκκλησίες, ιδιοκτησία των κανακάρηδων, που  είχαν κύρια θέση στο συμβολικό κεφάλαιο της οικογένειας, αλλά  ήταν και σημαντικές πηγές οικονομικών ωφελημάτων. Οι ιδιοκτήτες απαλλάσσονταν μερικώς από την φορολόγηση του Οθωμανικού κράτους και ουσιαστικά καρπώνονταν τα τάματα (χρυσά νομίσματα, ασημένιες εικόνες, πρόβατα, χωράφια κλπ) των  χωρικών και των ναυτικών προς τους αγίους  των εκκλησιών. Την ημέρα γιορτής του αγίου ο ιδιοκτήτης του ναού διοργάνωνε το πανηγύρι που περιελάμβανε τη λειτουργία, γεύμα με κρέας από τα πρόβατα, προσφορά των βοσκών, και γλέντι.

Είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα ένταξης στον κλήρο και στα εκκλησιαστικά αξιώματα, οι λίγοι εγγράμματοι στο νησί ήταν αποκλειστικά κανακάρηδες. Το σχολείο που λειτουργούσε σε μοναστήρι του νησιού, δεχόταν μόνο πρωτότοκα αγόρια κανακάρηδων ως μαθητές, τα οποία ύστερα από τριετή φοίτηση πρόσθεταν στο όνομα τους τον τιμητικό τίτλο του διάκου, από αυτούς στρατολογούνταν οι δάσκαλοι και παπάδες.

Οι υστερότοκες αναλάμβαναν τις κυριότερες βαριές  αγροτικές εργασίες, τις έστελναν  από πολύ μικρή ηλικία και έξω από το χωριό, ως υπηρέτριες ή εργάτριες γης σε ξένες οικογένειες, οι οποίες  δημιουργούσαν σε αυτές το έθος του υπηρετικού  προσωπικού, που μελλοντικά θα λειτουργούσε προς όφελος της οικογενείας της κανακαράς. Ουσιαστικά οι ίδιες συναινούσαν σε αυτή την κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού  και μίζερης ζωής, συμβάλλοντας στην διαιώνιση του συστήματος, μέσα από την εκούσια δουλεία και υποταγή τους.

Ήταν ένα σύστημα  που είχε δημιουργήσει ένα περιβάλλον που στόχευε στην πλήρη  υποταγή και την εκμετάλλευση της υστερότοκης από την νηπιακή της ηλικία. Μέσα από ένα «παιδαγωγικό» διαφορετικό τρόπο συμπεριφοράς, τις καλύτερες μερίδες φαγητού στην πρωτότοκη, τα αποφόρια και σωματικές τιμωρίες στο υστερότοκο παιδί. Ακόμη ο αποκλεισμός της υστερότοκης  από κάθε κοινωνική εκδήλωση, γλέντια, γάμους, πανηγύρια στα οποία ήταν ευπρόσδεκτη η πρωτότοκη με την συνοδεία της μητέρα της. Στο πλέον τιμητικό από τα δύο μεγάλα γλέντια του χωριού η κοινωνική θέση ήταν βασική προϋπόθεση της συμμετοχής των ατόμων.

Ήταν μια κοινωνία απίστευτα φτωχή και σκληρή που περιθωριοποιούσε ένα μεγάλο τμήμα των μελών της. Οι μικρές  εκτάσεις εύφορης  καλλιεργήσιμης γης δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν σημαντικό πλεόνασμα οικονομικού κεφαλαίου, προϋπόθεση για την δημιουργία έμμισθων γεωργικών εργατών.

Μέσα από τον θεσμό της  οικογένειας νομιμοποιούνταν και καλύπτονταν  σχέσεις, κυριαρχίας και υποταγής. Οι συγγενικοί δεσμοί  λειτουργούσαν και ως μηχανισμοί  συναισθηματικής εκμετάλλευσης. Η άμισθη εργασία της υστερότοκης διατηρούσε την εξάρτηση  και κατά συνέπεια την υποχρέωση να υπηρετεί την πρωτότοκη, με την ελπίδα να της παρέχει εκείνη κάποια στήριξη στα γεράματα της. Θεωρούσε τον εαυτό της ευτυχισμένο που θα είχε θέση μέσα στην οικογένεια της αδελφής της, που ένιωθε δικιά της, τοποθετώντας εκεί και τα συναισθήματα της.

Η μεταβολή της τοπικής εποχιακής μετακίνησης των υστερότοκων εργατών, εξαιτίας της πολιτικής των καταπιεστικών μέτρων των Ιταλών κατακτητών, ο  εμπορικός αποκλεισμός των Δωδεκανήσων και το κλείσιμο των συνόρων με την Τουρκία οδήγησε  στην  υπερπόντια  μετανάστευση. Ένα ρεύμα που συμπαρέσυρε τους υστερότοκους άνδρες και γυναίκες και στο τέλος τους ίδιους τους κανακάρηδες. Οι νέες αντιλήψεις, κυρίως η εισροή ρευστού χρήματος που έφεραν οι επαναπατρισμένοι μετανάστες, έφερε υποτίμηση της γης και αποσάθρωσε  σταδιακά την κοινωνική τάξη των κανακάρηδων, οδηγώντας στην χειραφέτηση των υστερότοκων γυναικών.

Απόστολος Δ. Καραμπάς

Πηγές: Vernier Bernard, Η κοινωνική γένεση των αισθημάτων.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: