Σαμ Σέπαρντ, διασχίζοντας τον αμερικανικό «παράδεισο»
Σαράντα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας άφησε πίσω του ο Αμερικανός συγγραφέας, δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Σαμ Σέπαρντ, που έφυγε από τη ζωή στα 73 του χρόνια.
Σαράντα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας άφησε πίσω του ο Αμερικανός συγγραφέας, δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Σαμ Σέπαρντ, που έφυγε από τη ζωή στα 73 του χρόνια. Έχοντας κερδίσει την αναγνώριση κριτικών και ομοτέχνων και την αγάπη του θεατρόφιλου-κινηματογραφόφιλου κοινού και εκατομμυρίων αναγνωστών σε πολλές γωνιές του πλανήτη, ο Σαμ Σέπαρντ τερμάτισε μια διαδρομή που χαρακτηρίστηκε από την διαρκή αναζήτηση, το αστείρευτο ταλέντο και τη σκληρή δουλειά.
Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής πολλών θεατρικών, κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, σεναρίων και θεατρικών έργων· το ταξίδι του Σέπαρντ στην ανθρώπινη ψυχή και στις «νοσογόνες» καταστάσεις που την περιβάλλουν και ενίοτε την κατακλύζουν, πέρασε από πολλά στάδια εξερεύνησης, αναζήτησης, προβληματισμού και πειραματισμού, με τη σφραγίδα του ανικανοποίητου να μένει ανεξίτηλα αποτυπωμένη στις ερμηνείες του και στις χιλιάδες σελίδες των κειμένων του.
Γεννημένος στις 5 του Νοέμβρη 1943, σε μια προβληματική οικογένεια, από πατέρα στρατιωτικό (πιλότος βομβαρδιστικού αεροσκάφους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και αλκοολικό και μητέρα εκπαιδευτικό, τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν αναπόφευχτα από όλα εκείνα τα δυσάρεστα και σκοτεινά ανείπωτα που φωλιάζουν στην ανθρώπινη ψυχή και περιμένουν μια ευκαιρία για να βγουν και ν’ αντικρίσουν το φως. Αυτή η ευκαιρία εμφανίζεται συνήθως μαζί με τα πρώτα ψήγματα κάποιου ταλέντου, κάτι που ο Σέπαρντ, αν κρίνουμε από την εξέλιξή του, άρχισε από τότε να διαθέτει σε περίσσευμα. Το ότι οι ιστορίες του κινούνταν συνήθως στο διάστημα που απλώνεται απ’ το ημίφως ως το σκοτάδι, και οι αναζητήσεις του έβρισκαν τροφή στα έγκατα της ψυχής σκοτεινών, περιθωριακών χαρακτήρων και καταστάσεων, σίγουρα βρίσκει μια πρώτη εξήγηση στο γεγονός ότι ο ίδιος ένιωσε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του το άγγιγμα του ίδιου σκοταδιού.
Έφηβος ήταν όταν άρχισε να γράφει ποιήματα, όπως οι περισσότεροι νέοι της ηλικίας του παντού στον κόσμο, και να παίζει μουσική σε μια συνοικιακή ροκ μπάντα· λίγο πριν αφήσει πίσω του το πατρικό σπίτι ανοίγοντας τα φτερά για το ταξίδι προς τη δική του Ιθάκη.
Στα 23 παντρεύεται και κάνει το πρώτο του παιδί, γράφει ακατάπαυστα, σκηνοθετεί, και περιπλανώμενος περνάει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού για να εγκατασταθεί τελικά στο Λονδίνο. Η συνέχεια εκτυλίσσεται όπως μια κινηματογραφική ταινία που δεν σε αφήνει να βαρεθείς. Αρχίζει να κερδίζει λεφτά και φήμη, επιστρέφει στη μαμά Αμερική, έργα του παίζονται στις πιο λαμπερές σκηνές και στο Χόλυγουντ, τα βιβλία του διαδέχονται το ένα το άλλο. Και ο Σέπαρντ σκύβει όλο και βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχή, στις ανθρώπινες σχέσεις, διαρκώς σαν κάτι να ψάχνει να βρει, πραγματεύεται τη μοναξιά και την απώλεια, «ζουμάρει» στους ανθρώπους του περιθωρίου, δεν ξεφεύγει απ’ το «κάδρο» του ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ειρωνεύεται και «παίζει» με το αμερικανικό παραμύθι.
Ακολουθούν περισσότερη δόξα, βραβεία, ένας γάμος με την επίσης διάσημη ηθοποιό Τσέσικα Λανγκ και πάντα μια αστείρευτη έμπνευση και όρεξη για δημιουργία. Πότε αραιώνει τις εμφανίσεις στη σκηνή και την οθόνη, και πυκνώνει το γράψιμο και πότε αντίστροφα, χωρίς όμως οι εναλλαγές αυτές να επηρεάζουν την ήρεμη δύναμη και τη βαθιά γοητεία που αποπνέουν τα εκφραστικά του μέσα. Τα τελευταία χρόνια, μετά και το χωρισμό του από τη Λανγκ, εμφανίζεται σε επιλεγμένες ταινίες και γράφει ακατάπαυστα. Θα εκδώσει το τελευταίο του βιβλίο τον Φλεβάρη του 2017 και στις 27 του Ιούλη θα φύγει από τη ζωή, χτυπημένος από μια ασθένεια με παράξενο όνομα.
Τα κείμενα, οι ταινίες του, και η αγέρωχη και σχεδόν μελαγχολική παρουσία του στο λευκό πανί του κινηματογράφου συνθέτουν τον Σαμ Σέπαρντ που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, τον αμερικανό φίλο που μας παρακινούσε να ψάξουμε και να ψαχτούμε γυρίζοντας ανάποδα τις τσέπες της ψυχής μας, και μας γέμιζε συγκίνηση κάθε φορά με την επιμονή του να ξεκινάει ακόμα ένα καινούργιο ταξίδι, χωρίς να τον τρομάζει το αναπάντεχο, σε δρόμους που πάντα θα αναζητούν τις αχτίδες κάποιου ήλιου να τους φωτίσει.